Ειδική μέριμνα για τις ευάλωτες ομάδες με προβλήματα υγείας, ενημέρωση του δανειολήπτη σε περίπτωση μεταβίβασης ή διαχείρισης του δανείου εκτός τράπεζας, αλλά και πιο ευέλικτες διαδικασίες για τη διαχείριση των επιχειρηματικών δανείων, εισάγει ο νέος κώδικας δεοντολογίας που επεξεργάζεται η Τράπεζας της Ελλάδος και δημοσιεύει η «Κ». Ο κώδικας, που έχει τεθεί προς διαβούλευση με τις τράπεζες και η αλλαγή του αποτελεί μνημονιακό προαπαιτούμενο, δεν περιορίζει το πεδίο εφαρμογής του τουλάχιστον σε ό,τι αφορά τα φυσικά πρόσωπα, καθώς οι διαδικασίες του θα πρέπει πιστά να ακολουθούνται κάθε φορά που κάποιος καθυστερεί την αποπληρωμή έστω και μίας δόσης του δανείου του (καθυστέρηση 30 ημερών), αλλά ακόμα και όταν υπάρχουν ενδείξεις πιθανής καθυστέρησης. Εντούτοις χαλαρώνει οριακά τις αυστηρές προθεσμίες που έθετε το προηγούμενο κείμενο προς όφελος του δανειολήπτη, ενώ –επίσης σε αντίθεση με το προηγούμενο κείμενο– παραπέμπει το θέμα του ορισμού του συνεργάσιμου δανειολήπτη στο κυβερνητικό συμβούλιο διαχείρισης ιδιωτικού χρέους.
Ο κώδικας υποχρεώνει την τράπεζα να ακολουθήσει με συγκεκριμένο χρονοδιάγραμμα τα εξής στάδια κάθε φορά που κάποιος δανειολήπτης καθυστερεί τη δόση του δανείου για 60 ημέρες.
• Επικοινωνία με τον δανειολήπτη.
• Συγκέντρωση οικονομικών και άλλων πληροφοριών.
• Αξιολόγηση των οικονομικών στοιχείων.
• Πρόταση των κατάλληλων λύσεων στον δανειολήπτη.
• Διαδικασία εξέτασης ενστάσεων.
Επιπλέον, έπειτα και από την απελευθέρωση της δυνατότητας διαχείρισης ή πώλησης δανείων, ο νέος κώδικας υποχρεώνει τις τράπεζες να ενημερώνουν εγκαίρως και εγγράφως τον δανειολήπτη τόσο για την τυχόν μεταβίβασή της ή για την ανάθεση της διαχείρισης της απαίτησης, όσο και για το περιεχόμενο και τους όρους ανάθεσης. Από την εφαρμογή του κώδικα εξαιρούνται:
1. Απαιτήσεις από συμβάσεις που είχαν καταγγελθεί πριν από 1.1.2015.
2. Απαιτήσεις έναντι οφειλέτη που αιτείται υπαγωγή στον νόμο 3869/2010.
3. Απαιτήσεις έναντι δανειολήπτη κατά του οποίου τρίτοι πιστωτές έχουν κινήσει νομικές ενέργειες για την εξασφάλιση προς αυτούς χρεών, ή έχει ήδη τεθεί σε καθεστώς εκκαθάρισης.
Επίσης, ο κώδικας περιορίζει το εύρος εφαρμογής του στις επιχειρήσεις, προβλέποντας την ενεργοποίηση των διαδικασιών του μόνο για πολύ μικρές επιχειρήσεις, δηλαδή όταν το νομικό πρόσωπο απασχολεί μέχρι δέκα άτομα και ο κύκλος εργασιών ή/και τα στοιχεία ενεργητικού κατά τα τελευταία τρία έτη δεν υπερέβησαν, κατά μέσον όρο, το 1 εκατ. ευρώ.
Ειδικό κεφάλαιο αποτελεί ο χειρισμός που πρέπει να κάνει η τράπεζα σε δανειολήπτες με ειδικά προβλήματα (όπως όρασης, ακοής, ιδίως βαριά ή μακροχρόνια ασθένεια, προβλήματα νοητικά), που αιτιολογούν εναλλακτικούς τρόπους επικοινωνίας. Ετσι, εκτός του ότι οφείλει να προσαρμόσει τις διαδικασίες επικοινωνίας και τις προθεσμίες για την ανταπόκριση του δανειολήπτη, για όσους υπάρχει παράλληλα ιδιαίτερη οικονομική δυσχέρεια (όπως εισόδημα μικρότερο από την πρώτη ομάδα εύλογων δαπανών διαβίωσης και απουσία περιουσιακών στοιχείων, πλην της κατοικίας, στην οποία ο δανειολήπτης διαμένει και η αντικειμενική αξία της οποίας δεν υπερβαίνει το ποσό των 140.000 ευρώ) η τράπεζα θα πρέπει να προτείνει:
1. Είτε λύση ρύθμισης με όρους βάσει του νόμου Κατσέλη.
2. Είτε πρόταση οριστικής διευθέτησης, η οποία σε περίπτωση που περιλαμβάνει εκποίηση της κατοικίας θα παρέχει στον δανειολήπτη τη δυνατότητα να εξοφλήσει τυχόν υπόλοιπο οφειλής του με δόση που δεν θα υπερβαίνει ένα συγκεκριμένο ποσοστό του καθαρού του εισοδήματός του.
Μεγαλύτερη ενημέρωση θα πρέπει να έχουν όσοι δανειολήπτες δεν συνεργαστούν με την τράπεζα και ο αποχαρακτηρισμός τους ως συνεργάσιμου μπορεί να έχει συνέπεια τον πλειστηριασμό της κύριας κατοικίας του. Στις περιπτώσεις αυτές η τράπεζα οφείλει να τον ενημερώσει για το γεγονός αυτό εντός δεκαπέντε ημερολογιακών ημερών γραπτώς για τις επόμενες διαδικασίες και τους κινδύνους που υπάρχουν.
Ο κώδικας υποχρεώνει την τράπεζα να ακολουθήσει με συγκεκριμένο χρονοδιάγραμμα τα εξής στάδια κάθε φορά που κάποιος δανειολήπτης καθυστερεί τη δόση του δανείου για 60 ημέρες.
• Επικοινωνία με τον δανειολήπτη.
• Συγκέντρωση οικονομικών και άλλων πληροφοριών.
• Αξιολόγηση των οικονομικών στοιχείων.
• Πρόταση των κατάλληλων λύσεων στον δανειολήπτη.
• Διαδικασία εξέτασης ενστάσεων.
Επιπλέον, έπειτα και από την απελευθέρωση της δυνατότητας διαχείρισης ή πώλησης δανείων, ο νέος κώδικας υποχρεώνει τις τράπεζες να ενημερώνουν εγκαίρως και εγγράφως τον δανειολήπτη τόσο για την τυχόν μεταβίβασή της ή για την ανάθεση της διαχείρισης της απαίτησης, όσο και για το περιεχόμενο και τους όρους ανάθεσης. Από την εφαρμογή του κώδικα εξαιρούνται:
1. Απαιτήσεις από συμβάσεις που είχαν καταγγελθεί πριν από 1.1.2015.
2. Απαιτήσεις έναντι οφειλέτη που αιτείται υπαγωγή στον νόμο 3869/2010.
3. Απαιτήσεις έναντι δανειολήπτη κατά του οποίου τρίτοι πιστωτές έχουν κινήσει νομικές ενέργειες για την εξασφάλιση προς αυτούς χρεών, ή έχει ήδη τεθεί σε καθεστώς εκκαθάρισης.
Επίσης, ο κώδικας περιορίζει το εύρος εφαρμογής του στις επιχειρήσεις, προβλέποντας την ενεργοποίηση των διαδικασιών του μόνο για πολύ μικρές επιχειρήσεις, δηλαδή όταν το νομικό πρόσωπο απασχολεί μέχρι δέκα άτομα και ο κύκλος εργασιών ή/και τα στοιχεία ενεργητικού κατά τα τελευταία τρία έτη δεν υπερέβησαν, κατά μέσον όρο, το 1 εκατ. ευρώ.
Ειδικό κεφάλαιο αποτελεί ο χειρισμός που πρέπει να κάνει η τράπεζα σε δανειολήπτες με ειδικά προβλήματα (όπως όρασης, ακοής, ιδίως βαριά ή μακροχρόνια ασθένεια, προβλήματα νοητικά), που αιτιολογούν εναλλακτικούς τρόπους επικοινωνίας. Ετσι, εκτός του ότι οφείλει να προσαρμόσει τις διαδικασίες επικοινωνίας και τις προθεσμίες για την ανταπόκριση του δανειολήπτη, για όσους υπάρχει παράλληλα ιδιαίτερη οικονομική δυσχέρεια (όπως εισόδημα μικρότερο από την πρώτη ομάδα εύλογων δαπανών διαβίωσης και απουσία περιουσιακών στοιχείων, πλην της κατοικίας, στην οποία ο δανειολήπτης διαμένει και η αντικειμενική αξία της οποίας δεν υπερβαίνει το ποσό των 140.000 ευρώ) η τράπεζα θα πρέπει να προτείνει:
1. Είτε λύση ρύθμισης με όρους βάσει του νόμου Κατσέλη.
2. Είτε πρόταση οριστικής διευθέτησης, η οποία σε περίπτωση που περιλαμβάνει εκποίηση της κατοικίας θα παρέχει στον δανειολήπτη τη δυνατότητα να εξοφλήσει τυχόν υπόλοιπο οφειλής του με δόση που δεν θα υπερβαίνει ένα συγκεκριμένο ποσοστό του καθαρού του εισοδήματός του.
Μεγαλύτερη ενημέρωση θα πρέπει να έχουν όσοι δανειολήπτες δεν συνεργαστούν με την τράπεζα και ο αποχαρακτηρισμός τους ως συνεργάσιμου μπορεί να έχει συνέπεια τον πλειστηριασμό της κύριας κατοικίας του. Στις περιπτώσεις αυτές η τράπεζα οφείλει να τον ενημερώσει για το γεγονός αυτό εντός δεκαπέντε ημερολογιακών ημερών γραπτώς για τις επόμενες διαδικασίες και τους κινδύνους που υπάρχουν.