Επαναφορά των κλαδικών συλλογικών συμβάσεων, διατήρηση του 5% στις ομαδικές απολύσεις και μη θέσπιση του Lock Out είναι οι “κόκκινες γραμμές” του Υπ. Εργασίας στην επικείμενη διαπραγμάτευση για το νέο Εργασιακό, η οποία πρέπει να καταλήξει στην θέσπισή του κατά το προσεχές Φθινόπωρο. Αντίθετα, η ελληνική πλευρά δεν φαίνεται να επιμείνει σε ακραίο βαθμό στην επαναφορά των συλλογικών διαπραγματεύσεων για τον εθνικό κατώτατο μισθό και τη διατήρηση της εμπλοκής του Υπ. Εργασίας στην απόφαση για ομαδικές απολύσεις.
Παράλληλα, σύμφωνα με όσα δήλωσε χθες ο Υπ. Εργασίας, δεν έχει υπάρξει ρητό αίτημα των θεσμών για μείωση των αποδοχών στον ιδιωτικό τομέα, αν και δεν απέκλεισε το ενδεχόμενο να συμβεί κάτι τέτοιο από πλευράς ΔΝΤ.
Επόμενη συνεδρίαση της 8μελούς διεθνούς επιτροπής εμπειρογνωμόνων που έχει συσταθεί από το Υπ. Εργασίας και τους θεσμούς με στόχο την έκδοση ενός πορίσματος που θα δείχνει τους δρόμους “ευθυγράμμισης” του ελληνικού θεσμικού εργασιακού πλαισίου στις βέλτιστες ευρωπαϊκές πρακτικές θα γίνει στις 18-20 Ιουλίου. Εξάλλου, τον ερχόμενο Σεπτέμβριο (ενώ θα είναι έτοιμο το πόρισμα της εν λόγω επιτροπής και θα οδεύει για τον ILO) αναμένεται να οργανωθεί διεθνές συνέδριο για τα εργασιακά στην Αθήνα με συμμετοχή ευρωπαϊκών συνδικάτων και Υπ. Εργασίας της ΕΕ. Μέχρι τότε αναμένεται στην Αθήνα και η ομάδα παρακολούθησης που έχει συστήσει το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο για τις διαπραγματεύσεις κυβέρνησης –θεσμών για το Εργασιακό.
Πιο αναλυτικά, τρία είναι τα βασικά σημεία στα οποία αναμένεται να επιμείνει η κυβέρνηση στη διαπραγμάτευση με τους θεσμούς για το νέο Εργασιακό:
1. Επαναφορά των κλαδικών συλλογικών διαπραγματεύσεων: Αντίθετα, η ελληνική πλευρά φέρεται να είναι διατεθειμένη (αν εκπληρωθεί το παραπάνω αίτημα) να μην αλλάξει το ισχύον πλαίσιο καθορισμού του εθνικού κατώτατου μισθού που προβλέπει τον ορισμού από την κυβέρνηση –και όχι από τους κοινωνικούς εταίρους– μετά το πέρας του προγράμματος προσαρμογής (μέσα 2018).
Με άλλα λόγια, η ελληνική πλευρά αναμένεται να επιμείνει στην επαναφορά της επεκτασιμότητας των κλαδικών συλλογικών συμβάσεων και της υπερίσχυσής τους έναντι των επιχειρησιακών συμβάσεων. Κάτι τέτοιο θα σήμαινε πως οι κλαδικές συλλογικές συμβάσεις θα ίσχυαν υποχρεωτικά και για τα μη – μέλη των εργοδοτικών ενώσεων, ενώ οι όροι τους θα είναι η βάση για κάθε άλλη επιχειρησιακή σύμβαση. Παράλληλα, το υπουργείο Εργασίας επιδιώκει το δραστικό περιορισμό της ικανότητας των “ενώσεων προσώπων” να υπογράφουν επιχειρησιακές συμβάσεις. Ο περιορισμός αυτός θα μπορούσε να γίνει πχ με την αύξηση του ελάχιστου αριθμού των εργαζομένων που απαιτείται για τη σύσταση μίας “ένωσης προσώπων” (από 5 σε 20, σύμφωνα με ένα σενάριο που εξετάζει το υπουργείο Εργασίας) θεσμικά ικανής να υπογράφει επιχειρησιακές συμβάσεις. Στη θέση αυτή φέρονται να είναι θετικοί όλοι οι εργοδοτικοί φορείς στην Ελλάδα, πλην του ΣΕΒ ο οποίος δεν έχει ξεκαθαρίσει τη θέση του. Από την άλλη μεριά, αν και το υπουργείο Εργασίας τάσσεται υπέρ των συλλογικών διαπραγματεύσεων για τον καθορισμό του εθνικού κατώτατου μισθού, δεν φαίνεται διατεθειμένο να επιμείνει “μέχρι τέλους”. Αν δεν υπάρξει καμία αλλαγή στο ισχύον πλαίσιο, τότε ο νέος εθνικός κατώτατος μισθός θα πρέπει να αναπροσαρμοστεί γύρω στα μέσα του 2018 ή το αργότερο 1.1.2019 από τον Υπ. Εργασίας. Έτσι μέχρι τότε ενδέχεται να παραμείνει στα ίδια επίπεδα με τα σημερινά ο εθνικός κατώτατος μισθός (586 ευρώ), ενώ γρίφος παραμένει το τι θα γίνει με τις τριετίες.
2) Τη διατήρηση του ποσοστού 5% για τις ομαδικές απολύσεις (έναντι της αύξησης του στο 10% όπως ζητά το ΔΝΤ). Από την άλλη μεριά, η κυβέρνηση εμφανίζεται ανοιχτή στην εμπλοκή δημοσίου φορέα (πχ του Οργανισμού Μεσολάβησης και Διαιτησίας) στην απόφαση των ομαδικών απολύσεων και όχι του Υπ. Εργασίας διαμέσου της συμμετοχή του γενικού γραμματέα του στο Ανώτατο Συμβούλιο Εργασίας όπως ισχύει σήμερα.
3) Την μη θέσπιση της δυνατότητας ανταπεργίας (lock out) από τους εργοδότες:
Από την άλλη, το Υπ. Εργασίας εξετάζει το ενδεχόμενο να “περιορίσει” τη δυνατότητα της κήρυξης απεργίας από τους εργαζομένους, βάζοντας κριτήρια πλήθους των εργαζομένων ανά επιχείρηση όσον αφορά τον τρόπο με τον οποίο λαμβάνεται μία απόφαση για απεργία. Παράλληλα, το Υπ. Εργασίας εξετάζει τον περιορισμό της κρατικής χρηματοδότησης προς τα συνδικάτα, αν και –όπως τονίζουν οι συνδικαλιστικές- η χρηματοδότηση αυτή προέρχεται από εισφορές που καταβάλλουν οι μισθωτοί και όχι από τη φορολογία.