Η επιλογή του Ταγίπ Ερντογάν να επιτρέψει την ανάγνωση του Κορανίου στην Αγία Σοφία έχει στρατηγική και τακτική στόχευση: προωθεί το ισλαμικό αφήγημά του που έχει αποδέκτες τόσο στο εσωτερικό της Τουρκίας όσο και στον μουσουλμανικό κόσμο, ενώ παράλληλα πιέζει την Ελλάδα για την ανέγερση τεμένους στην Αθήνα και προβάλλει διεκδικήσεις στη Θράκη.
Τα τελευταία χρόνια ο Τούρκος πρόεδρος συγκρούεται με τους κεμαλιστές επειδή προωθεί τον εξισλαμισμό της κοινωνίας και του κράτους. Οι συσχετισμοί δυνάμεων που διαμορφώνονται στον κρατικό μηχανισμό, αλλά και τα αποτελέσματα των εκλογικών αναμετρήσεων καθόλη τη διάρκεια
αυτής της περιόδου, δείχνουν ότι κερδίζει αυτή τη μάχη. Η Αγία Σοφία εντάσσεται στην προσεκτική υλοποίηση της επιδίωξής του να επισκιάσει τον Κεμάλ Ατατούρκ, καθώς ο ιδρυτής της σύγχρονης Τουρκίας ήταν αυτός που το 1935 μετέτρεψε την Αγία Σοφία από τζαμί σε μουσείο – το αν το έκανε στο πλαίσιο της ελληνοτουρκικής φιλίας, ή για να αναδείξει ένα διαφορετικό πρόσωπο της νέας Τουρκίας, το θέμα είναι ότι επρόκειτο για μια ενέργεια ιδιαίτερου συμβολισμού.
Τώρα, 80 χρόνια μετά, και αφού έχει πετύχει την άρση της απαγόρευσης της μαντίλας, την ελεύθερη λειτουργία και τον πολλαπλασιασμό των θρησκευτικών σχολείων, τον δραστικό περιορισμό στη χρήση του αλκοόλ, αλλά και τη στροφή στο διπλωματικό πεδίο από τη στρατηγική συστράτευση με τη Δύση προς την αναζήτηση ηγετικού ρόλου στον ισλαμικό κόσμο, ο Ερντογάν απειλεί να ανατρέψει και αυτή την πτυχή της κοσμικής διαδρομής της χώρας. Οχημα αυτή τη φορά η μετάδοση από την κρατική τηλεόραση στη διάρκεια του Ραμαζανίου προγράμματος ισλαμικής καθοδήγησης από την Αγία Σοφία, εξέλιξη που απευθύνεται πρωτίστως στους οπαδούς του ισλαμιστικού κυβερνώντος κόμματος (ΑΚΡ) που βλέπουν τη μετατροπή της Αγίας Σοφίας σε τζαμί ως επιβεβαίωση της ήττας της ελληνοχριστιανικής ηγεμονίας και της επικράτησης της τουρκομουσουλμανικής.
Οργή της Αθήνας
Στο επίπεδο των ελληνοτουρκικών σχέσεων, η απόπειρα επανισλαμοποίησης του κορυφαίου μνημείου της Ορθοδοξίας προκάλεσε την οργή της Αθήνας που αποδοκίμασε «εμμονές, που αγγίζουν τα όρια της θρησκοληψίας, για μουσουλμανικές τελετές σε ένα μνημείο παγκόσμιας πολιτιστικής κληρονομιάς», καταγγέλλοντας «έλλειψη σεβασμού και επαφής με την πραγματικότητα». Ελληνικές διπλωματικές πηγές αδυνατούσαν να εξηγήσουν τη σκοπιμότητα μιας τέτοιας κίνησης και μάλιστα σε μια στιγμή κατά την οποία γίνονται προσπάθειες για εξεύρεση κοινών τόπων σε ζητήματα πολιτισμού και θρησκείας.
Στο πλαίσιο της προώθησης του τακτικού στόχου της κατασκευής τεμένους στην Αθήνα, η Τουρκία κατηγόρησε την Ελλάδα για παραβίαση θρησκευτικών ελευθεριών, ισχυριζόμενη ότι «εδώ και χρόνια δεν επιτρέπει την κατασκευή τεμένους στην πρωτεύουσά της, παρεμβαίνει συνεχώς στις θρησκευτικές ελευθερίες της τουρκικής μειονότητας στη Δ. Θράκη και μπερδεύει την εναντίωση προς το Ισλάμ με τον εκσυγχρονισμό». Η Αθήνα ανταπάντησε πως στη Θράκη λειτουργούν απρόσκοπτα πάνω από 320 μουσουλμανικά τεμένη και πως η Τουρκία με το να μη σέβεται τις δεσμεύσεις της που έχει αναλάβει να προστατεύει τα μνημεία παγκόσμιας πολιτιστικής κληρονομιάς, όπως έχει ανακηρυχθεί η Αγία Σοφία από την UNESCO, δείχνει ότι «δεν έχει φτάσει ακόμα στον 21ο αιώνα».
Οπως η στόχευση είναι διττή, έτσι είναι και οι αντιδράσεις. Δεν είναι μόνο η αγανάκτηση της Αθήνας, αλλά και της διεθνούς κοινότητας – ο εκπρόσωπος του Στέιτ Ντιπάρτμεντ τόνισε ότι «οι ΗΠΑ αναγνωρίζουν την Αγία Σοφία ως ένα μνημείο ιδιαίτερης σημασίας» και κάλεσε την Τουρκία να την διατηρήσει «με τρόπο που θα σέβεται την παράδοσή της και την πολύπλοκη ιστορία της». Είναι και η έντονη δυσφορία της κοσμικής Τουρκίας που βλέπει στην υπόθεση της Αγίας Σοφίας άλλη μια έκφανση εξισλαμισμού της χώρας. Το 1926 ο Ατατούρκ είχε δηλώσει: «Εύχομαι όλες οι θρησκείες να χαθούν στον βυθό της θάλασσας. Ο λαός μου θα διδαχθεί τις αρχές της δημοκρατίας, τις αρετές της ειλικρίνειας και τις αλήθειες της επιστήμης». Αντίθετα, ο Ερντογάν μιλώντας κατά την επέτειο της Αλωσης της Κωνσταντινούπολης, ανέδειξε το νεοοθωμανικό όραμά του διαμηνύοντας ότι «με την κατάκτηση ήρθε ο πολιτισμός».