Η μεθοδολογία προέβλεπε και ανώτατο πλαφόν για έκαστο καταναλωτή, που οριζόταν στο 1 εκατ. ευρώ περίπου ετησίως και κάλυπτε ουσιαστικά την «Αλουμίνιον της Ελλάδος» και τη «Λάρκο» που συγκεντρώνουν τις μεγαλύτερες καταναλώσεις.
Eις βάθος έρευνα, προκειμένου να διαπιστώσει εάν η μεθοδολογία επιμερισμού του ΕΤΜΕΑΡ (πρώην τέλος ΑΠΕ ) στη μεγάλη βιομηχανία αποτελεί κρατική ενίσχυση, αναμένεται να ξεκινήσει η Γενική Διεύθυνση Ανταγωνισμού (DG Comp) της Κομισιόν. Η απόφαση είναι αποτέλεσμα της καθυστέρησης εναρμόνισης της χώρας με τις
κατευθυντήριες γραμμές που έχει θεσπίσει η Ε.Ε. στους τομείς περιβάλλοντος και ενέργειας για την περίοδο 2014-2020 και της υποβολής εκ μέρους τους ενός νέου σχεδίου καταμερισμού του ΕΤΜΕΑΡ συμβατού με αυτές. Η εξέλιξη κρίνεται ιδιαίτερα ανησυχητική για την ενεργοβόρο βιομηχανία της χώρας, η οποία αντί να προστατευθεί μέσω των κατευθυντήριων γραμμών όπως αντίστοιχες βιομηχανίες σε άλλες χώρες, κινδυνεύει να επιβαρυνθεί με αυξήσεις και αναδρομική επιστροφή χρημάτων από το 2014 που μπορούν να χαρακτηριστούν ως κρατικές ενισχύσεις.
Το τέλος ΕΤΜΕΑΡ, το οποίο καλύπτει σε ετήσια βάση τη διαφορά μεταξύ εγγυημένης τιμής της παραγωγής ΑΠΕ και Οριακής Τιμής Συστήματος, επιμερίζεται από το 2013 με βάση μεθοδολογίας (αυστριακό μοντέλο) που υιοθέτησε η ΡΑΕ τον Μάρτιο του 2014 με σκοπό την ελάφρυνση του ενεργειακού κόστους για την ενεργοβόρο βιομηχανία Υψηλής και Μέσης Τάσης. Η μεθοδολογία αυτή προέβλεπε και ανώτατο πλαφόν για έκαστο καταναλωτή που οριζόταν στο 1 εκατ. ευρώ περίπου ετησίως και κάλυπτε ουσιαστικά την Αλουμίνιον της Ελλάδος και τη Λάρκο που συγκεντρώνουν τις μεγαλύτερες καταναλώσεις. Μέσω αυτής της μεθοδολογίας, το κόστος ΕΤΜΕΑΡ για τις βιομηχανίες Υψηλής Τάσης ορίστηκε για τα έτη 2014 και 2015, στα 2,51 και 2,50 ευρώ η μεγαβατώρα αντίστοιχα και για τις βιομηχανίες Μέσης Τάσης με κατανάλωση άνω των 13 GWh στα 8,47 και 9,01 ευρώ η μεγαβατώρα αντίστοιχα και με κατανάλωση κάτω των 13 GWh στα 10,45 και 8,01 ευρώ η μεγαβατώρα αντίστοιχα, όταν το μέσο κόστος ΕΤΜΕΑΡ για τα δύο αυτά έτη εκτιμήθηκε γύρω στα 20 ευρώ η μεγαβατώρα. Η απόκλιση αυτή της επιβάρυνσης της βιομηχανίας σε σχέση με το μέσο κόστος, σύμφωνα με την Επιτροπή αποτελεί κρατική ενίσχυση και επ’ αυτού θα ξεκινήσει έρευνα.
Η πρώτη όχληση της Κομισιόν προς την ελληνική πλευρά για το θέμα έγινε το καλοκαίρι του 2014 μέσω επιστολής, όπου η DG Comp ζητούσε εξηγήσεις για την μεθοδολογία επιμερισμού του ΕΤΜΕΑΡ και υποβολής σχεδίου συμβατού με τις κατευθυντήριες γραμμές. Η Ελλάδα έστειλε ένα χρόνο μετά κάποιες απαντήσεις, στις οποίες διατύπωνε και την πρόθεσή της για σταδιακή συμμόρφωση, επισημαίνοντας τις επιπτώσεις για τη βιομηχανία. Η σχετική γνωμάτευση της ΡΑΕ στην οποία στηρίχτηκε και η απαντητική επιστολή του υπουργείου Ενέργειας και Περιβάλλοντος ανέφερε χαρακτηριστικά ότι «η άμεση και καθολική εφαρμογή των εν λόγω κριτηρίων δύναται να επιφέρει αιφνιδιαστικά σημαντική επαύξηση του ενεργειακού κόστους ορισμένων επιχειρήσεων και να κλονίσει τη ρευστότητα και βιωσιμότητά τους».
Η τελευταία επιστολή από την Κομισιόν έφτασε τον Μάρτιο του 2016 και έθετε προθεσμία 20 εργάσιμων ημερών για την υποβολή συμβατού σχεδίου προκειμένου να μην προχωρήσει σε έρευνα για κρατικές ενισχύσεις. Η προθεσμία παρήλθε άπραγη και το αίτημα επαναδιατυπώθηκε πιο αυστηρά στην κατ’ ιδίαν συνάντηση που είχε στις Βρυξέλλες η γ.γ. του υπουργείου Οικονομικών, Ελενα Παπαδοπούλου, την περασμένη Παρασκευή με τον αναπληρωτή γενικό διευθυντή της Ευρωπαϊκής Επιτροπής αρμόδιο για τις κρατικές ενισχύσεις Γκερτ – Γιαν Κούπμαν. Στην ίδια συνάντηση ο αξιωματούχος της Ε.Ε. έθεσε επιτακτικά το θέμα της ανάκτησης των κρατικών ενισχύσεων σε ελληνική κλωστοϋφαντουργία, Λάρκο και Ναυπηγεία Σκαραμαγκά, ενώ γνωστοποίησε και την απόφαση για έρευνα περί κρατικών ενισχύσεων για την Ελληνική Βιομηχανία Ζάχαρης. Η δυσκολία του υπουργείου, πάντως, να υποβάλει σχέδιο κατανομής του ΕΤΜΕΑΡ συμβατό με την ευρωπαϊκή Οδηγία, δεν συνδέεται με τις επιπτώσεις στη βιομηχανία, αφού η Οδηγία αφήνει το περιθώριο επιλογής που οδηγεί σε ελάφρυνση για τις μεγάλες βιομηχανίες και μικρές επιβαρύνσεις για τις λιγότερο ενεργοβόρες. Η αδράνεια του υπουργείου προκύπτει από την αδυναμία να κλείσει τον λογαριασμό ΑΠΕ που στο τέλος του έτους αναμένεται να εμφανίσει έλλειμμα πάνω από 230 εκατ. ευρώ. Ο ισοσκελισμός του λογαριασμού ΑΠΕ αποτελεί μνημονιακή δέσμευση της χώρας και η αύξηση του ΕΤΜΕΑΡ θεωρείται αναπόφευκτη ελλείψει άλλων μέτρων. Η ελάφρυνση της βιομηχανίας μέσω της υιοθέτησης των κατευθυντήριων γραμμών σημαίνει μεταφορά του αντίστοιχου κόστους σε άλλες κατηγορίες καταναλωτών, με το υπουργείο να αποφεύγει με κάθε τρόπο το πολιτικό κόστος μιας τέτοιας κίνησης. Η βιομηχανία αναμένει με αγωνία τις τελικές αποφάσεις του υπουργείου, καθώς οι επιλογές του θα κρίνουν το κατά πόσο θα επιβαρυνθεί ή όχι με πρόσθετο ενεργειακό κόστος.
κατευθυντήριες γραμμές που έχει θεσπίσει η Ε.Ε. στους τομείς περιβάλλοντος και ενέργειας για την περίοδο 2014-2020 και της υποβολής εκ μέρους τους ενός νέου σχεδίου καταμερισμού του ΕΤΜΕΑΡ συμβατού με αυτές. Η εξέλιξη κρίνεται ιδιαίτερα ανησυχητική για την ενεργοβόρο βιομηχανία της χώρας, η οποία αντί να προστατευθεί μέσω των κατευθυντήριων γραμμών όπως αντίστοιχες βιομηχανίες σε άλλες χώρες, κινδυνεύει να επιβαρυνθεί με αυξήσεις και αναδρομική επιστροφή χρημάτων από το 2014 που μπορούν να χαρακτηριστούν ως κρατικές ενισχύσεις.
Το τέλος ΕΤΜΕΑΡ, το οποίο καλύπτει σε ετήσια βάση τη διαφορά μεταξύ εγγυημένης τιμής της παραγωγής ΑΠΕ και Οριακής Τιμής Συστήματος, επιμερίζεται από το 2013 με βάση μεθοδολογίας (αυστριακό μοντέλο) που υιοθέτησε η ΡΑΕ τον Μάρτιο του 2014 με σκοπό την ελάφρυνση του ενεργειακού κόστους για την ενεργοβόρο βιομηχανία Υψηλής και Μέσης Τάσης. Η μεθοδολογία αυτή προέβλεπε και ανώτατο πλαφόν για έκαστο καταναλωτή που οριζόταν στο 1 εκατ. ευρώ περίπου ετησίως και κάλυπτε ουσιαστικά την Αλουμίνιον της Ελλάδος και τη Λάρκο που συγκεντρώνουν τις μεγαλύτερες καταναλώσεις. Μέσω αυτής της μεθοδολογίας, το κόστος ΕΤΜΕΑΡ για τις βιομηχανίες Υψηλής Τάσης ορίστηκε για τα έτη 2014 και 2015, στα 2,51 και 2,50 ευρώ η μεγαβατώρα αντίστοιχα και για τις βιομηχανίες Μέσης Τάσης με κατανάλωση άνω των 13 GWh στα 8,47 και 9,01 ευρώ η μεγαβατώρα αντίστοιχα και με κατανάλωση κάτω των 13 GWh στα 10,45 και 8,01 ευρώ η μεγαβατώρα αντίστοιχα, όταν το μέσο κόστος ΕΤΜΕΑΡ για τα δύο αυτά έτη εκτιμήθηκε γύρω στα 20 ευρώ η μεγαβατώρα. Η απόκλιση αυτή της επιβάρυνσης της βιομηχανίας σε σχέση με το μέσο κόστος, σύμφωνα με την Επιτροπή αποτελεί κρατική ενίσχυση και επ’ αυτού θα ξεκινήσει έρευνα.
Η πρώτη όχληση της Κομισιόν προς την ελληνική πλευρά για το θέμα έγινε το καλοκαίρι του 2014 μέσω επιστολής, όπου η DG Comp ζητούσε εξηγήσεις για την μεθοδολογία επιμερισμού του ΕΤΜΕΑΡ και υποβολής σχεδίου συμβατού με τις κατευθυντήριες γραμμές. Η Ελλάδα έστειλε ένα χρόνο μετά κάποιες απαντήσεις, στις οποίες διατύπωνε και την πρόθεσή της για σταδιακή συμμόρφωση, επισημαίνοντας τις επιπτώσεις για τη βιομηχανία. Η σχετική γνωμάτευση της ΡΑΕ στην οποία στηρίχτηκε και η απαντητική επιστολή του υπουργείου Ενέργειας και Περιβάλλοντος ανέφερε χαρακτηριστικά ότι «η άμεση και καθολική εφαρμογή των εν λόγω κριτηρίων δύναται να επιφέρει αιφνιδιαστικά σημαντική επαύξηση του ενεργειακού κόστους ορισμένων επιχειρήσεων και να κλονίσει τη ρευστότητα και βιωσιμότητά τους».
Η τελευταία επιστολή από την Κομισιόν έφτασε τον Μάρτιο του 2016 και έθετε προθεσμία 20 εργάσιμων ημερών για την υποβολή συμβατού σχεδίου προκειμένου να μην προχωρήσει σε έρευνα για κρατικές ενισχύσεις. Η προθεσμία παρήλθε άπραγη και το αίτημα επαναδιατυπώθηκε πιο αυστηρά στην κατ’ ιδίαν συνάντηση που είχε στις Βρυξέλλες η γ.γ. του υπουργείου Οικονομικών, Ελενα Παπαδοπούλου, την περασμένη Παρασκευή με τον αναπληρωτή γενικό διευθυντή της Ευρωπαϊκής Επιτροπής αρμόδιο για τις κρατικές ενισχύσεις Γκερτ – Γιαν Κούπμαν. Στην ίδια συνάντηση ο αξιωματούχος της Ε.Ε. έθεσε επιτακτικά το θέμα της ανάκτησης των κρατικών ενισχύσεων σε ελληνική κλωστοϋφαντουργία, Λάρκο και Ναυπηγεία Σκαραμαγκά, ενώ γνωστοποίησε και την απόφαση για έρευνα περί κρατικών ενισχύσεων για την Ελληνική Βιομηχανία Ζάχαρης. Η δυσκολία του υπουργείου, πάντως, να υποβάλει σχέδιο κατανομής του ΕΤΜΕΑΡ συμβατό με την ευρωπαϊκή Οδηγία, δεν συνδέεται με τις επιπτώσεις στη βιομηχανία, αφού η Οδηγία αφήνει το περιθώριο επιλογής που οδηγεί σε ελάφρυνση για τις μεγάλες βιομηχανίες και μικρές επιβαρύνσεις για τις λιγότερο ενεργοβόρες. Η αδράνεια του υπουργείου προκύπτει από την αδυναμία να κλείσει τον λογαριασμό ΑΠΕ που στο τέλος του έτους αναμένεται να εμφανίσει έλλειμμα πάνω από 230 εκατ. ευρώ. Ο ισοσκελισμός του λογαριασμού ΑΠΕ αποτελεί μνημονιακή δέσμευση της χώρας και η αύξηση του ΕΤΜΕΑΡ θεωρείται αναπόφευκτη ελλείψει άλλων μέτρων. Η ελάφρυνση της βιομηχανίας μέσω της υιοθέτησης των κατευθυντήριων γραμμών σημαίνει μεταφορά του αντίστοιχου κόστους σε άλλες κατηγορίες καταναλωτών, με το υπουργείο να αποφεύγει με κάθε τρόπο το πολιτικό κόστος μιας τέτοιας κίνησης. Η βιομηχανία αναμένει με αγωνία τις τελικές αποφάσεις του υπουργείου, καθώς οι επιλογές του θα κρίνουν το κατά πόσο θα επιβαρυνθεί ή όχι με πρόσθετο ενεργειακό κόστος.