ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ – ΣΤΑΘΜΟΣ ΓΙΑ ΑΠΟΖΗΜΙΩΣΕΙΣ ΜΕ ΤΟΚΟ
«Μπλόκο» στις αυθαίρετες και μονομερείς αυξήσεις των ασφαλιστικών εταιρειών, που επί χρόνια χρεώνουν με υπερβολικά ποσά τους πελάτες – ασφαλισμένους τους, βάζει με αλλεπάλληλες αποφάσεις η Δικαιοσύνη, ενώ ταυτόχρονα τις υποχρεώνει να τους επιστρέψουν σημαντικά ποσά, κρίνοντας ότι τα εισέπραξαν αδικαιολόγητα και αχρεωστήτως
Με αποφάσεις-σταθμό για την προστασία των καταναλωτών ακυρώνονται ως καταχρηστικοί διάφοροι Γενικοί Οροι Συναλλαγών (ΓΟΣ) που οι εταιρείες έχουν συχνά
προδιατυπωμένους στα ασφαλιστήρια και οι οποίοι τους επιτρέπουν να «φουσκώνουν» τα ασφάλιστρα ετησίως, χωρίς να το αντιλαμβάνεται αμέσως ο πολίτης, παρά μόνο όταν βρεθεί αντιμέτωπος με ποσά που αδυνατεί πλέον να καταβάλει.
Πρωτοποριακές αποφάσεις Πολυμελών Πρωτοδικείων και Ειρηνοδικείων ανοίγουν τον δρόμο σε μεγάλες ανατροπές και «μπαράζ» αγωγών για επιστροφή χρημάτων, καθώς ακυρώνουν αυξήσεις που επέβαλλαν διάφορες εταιρείες σε ασφάλιστρα νοσοκομειακής περίθαλψης τουλάχιστον για μια 5ετία, ενώ σε κάποια περίπτωση διατάσσουν επιστροφή διογκωμένων ασφαλίστρων για ολόκληρη 10ετία. Επικρίνοντας μεθόδους αυξήσεων που χρησιμοποιούν οι εταιρείες, ως αντίθετες στις αρχές της διαφάνειας και της καλής πίστης, οι δικαστικές αποφάσεις «εξαφανίζουν» τους καταχρηστικούς ΓΟΣ, συμπληρώνουν τους σχετικούς όρους, με βάση την εντιμότητα και τα συναλλακτικά ήθη που πρέπει να διέπουν τις συναλλαγές και «χρεώνουν» ξανά από την αρχή τα ποσά που κανονικά έπρεπε να πληρώνει ο ασφαλισμένος, αντί εκείνων που εκτόξευσαν τα ασφάλιστρά του στα ύψη.
Για τον επανυπολογισμό των φυσιολογικών αυξήσεων-χρεώσεων η δικαιοσύνη αξιοποιεί ως «μπούσουλα» τους υποδείκτες υγείας όπως καταγράφονται ετησίως από τη Στατιστική Αρχή (μέσω του Δείκτη Τιμών Καταναλωτή) δείχνοντας τις μεταβολές στο κόστος των ιατρικών υπηρεσιών. Με τρεις δικαστικές αποφάσεις γίνονται δεκτές αγωγές που υπέβαλαν καταναλωτές διά του συνηγόρου τους Δημ. Σπυράκου και υποχρεώνονται ασφαλιστικές εταιρείες να τους επιστρέψουν ποσά από 1.100 έως και 12.000 ευρώ στον καθένα, με τους νόμιμους τόκους 2-3 ετών και επιπλέον να τους αποζημιώσουν με ποσά 500 έως 2.000 ευρώ λόγω ηθικής βλάβης, συν τα δικαστικά τους έξοδα που προσδιορίζονται σε άλλα 500 ευρώ.
Χωρίς εξηγήσεις
Στην πράξη, η Δικαιοσύνη επιχειρεί να τερματίσει μία απαράδεκτη κατάσταση ετών. Συγκεκριμένα, μολονότι μισθοί και συντάξεις έχουν συρρικνωθεί και ο ΔΤΚ (και οι υποδείκτες υγείας) κινούνται την τελευταία δεκαετία σε ιδιαίτερα χαμηλά ή και αρνητικά επίπεδα, οι ασφαλιστικές εταιρείες αυξάνουν ετησίως τα ασφάλιστρα σε ποσοστά από 8 έως 11%, οδηγώντάς τα συχνά σε δυσθεώρητα ύψη. Στις υποθέσεις που απασχόλησαν τα δικαστήρια, οι χρεώσεις υπερτριπλασιάστηκαν μέσα σε μία 10ετία, προκαλώντας αδιέξοδο στους ασφαλισμένους. Οσοι ζήτησαν πίνακες για τη μεθοδολογία των αυξήσεων συνάντησαν πλήρη αδιαφορία ή την άρνηση χορήγησής τους, με τον εξωπραγματικό ισχυρισμό ότι αφορούν απόρρητα στοιχεία των εταιρειών και τυχόν δημοσιοποίησή τους μπορεί να τις εκθέσει στον κίνδυνο αθέμιτου ανταγωνισμού!
Στην πράξη, η Δικαιοσύνη επιχειρεί να τερματίσει μία απαράδεκτη κατάσταση ετών. Συγκεκριμένα, μολονότι μισθοί και συντάξεις έχουν συρρικνωθεί και ο ΔΤΚ (και οι υποδείκτες υγείας) κινούνται την τελευταία δεκαετία σε ιδιαίτερα χαμηλά ή και αρνητικά επίπεδα, οι ασφαλιστικές εταιρείες αυξάνουν ετησίως τα ασφάλιστρα σε ποσοστά από 8 έως 11%, οδηγώντάς τα συχνά σε δυσθεώρητα ύψη. Στις υποθέσεις που απασχόλησαν τα δικαστήρια, οι χρεώσεις υπερτριπλασιάστηκαν μέσα σε μία 10ετία, προκαλώντας αδιέξοδο στους ασφαλισμένους. Οσοι ζήτησαν πίνακες για τη μεθοδολογία των αυξήσεων συνάντησαν πλήρη αδιαφορία ή την άρνηση χορήγησής τους, με τον εξωπραγματικό ισχυρισμό ότι αφορούν απόρρητα στοιχεία των εταιρειών και τυχόν δημοσιοποίησή τους μπορεί να τις εκθέσει στον κίνδυνο αθέμιτου ανταγωνισμού!
Οι δικαστικές αποφάσεις διαπιστώνουν έλλειψη αντικειμενικών κριτηρίων, που να είναι αντιληπτά στον μέσο καταναλωτή, ώστε να καταλαβαίνει αμέσως πώς προσδιορίζεται το μέτρο των αυξήσεων στα ασφάλιστρα και ποια οικονομική επιβάρυνση επωμίζεται σε βάθος χρόνου, για να μπορεί να συγκρίνει τιμές και να επιλέγει ό,τι τον συμφέρει. Αντίθετα, στην πράξη, μέσα από ένα νεφελώδες καθεστώς αναπροσαρμογής τιμών με ρήτρες ασαφείς και ακατανόητες για τον μέσο καταναλωτή, εκείνος «παγιδεύεται» στο αρχικά χαμηλό ασφάλιστρο, γιατί καθιστά το πρόγραμμα ελκυστικό, χωρίς να μπορεί να κάνει συγκρίσεις ή να αντιληφθεί έγκαιρα, τις μετέπειτα ραγδαίες αυξήσεις.
Το φαινόμενο αυτό υποχρέωσε πολλούς ασφαλισμένους, ενώ πλήρωναν κανονικά το κόστος ασφάλισής τους επί χρόνια αποβλέποντας στη σχετική κάλυψη σε μεγαλύτερες ηλικίες, να την εγκαταλείψουν εκ των υστέρων, εξαιτίας των υπερβολικών αυξήσεων. Μάλιστα, συχνά οι εταιρείες, εκμεταλλευόμενες τους καταχρηστικούς αυτούς όρους, «σπρώχνουν» τους ασφαλισμένους στα ετησίως ανανεούμενα συμβόλαια, που ωστόσο επιτρέπουν σε αυτές όχι μόνο να αυξάνουν κάθε χρόνο τα ασφάλιστρα, χωρίς καμία δέσμευση, αλλά και να τροποποιούν και να μειώνουν τις παροχές τους, φθάνοντας μέχρι κατάργηση συγκεκριμένων ασφαλιστικών καλύψεων.
Οι δικαστικές αποφάσεις καταλογίζουν στις εταιρείες ότι «κρύβονται» πίσω από την επίκληση της εμπειρίας τους, παραμέτρους της αναλογιστικής επιστήμης που απαιτούν ειδικές γνώσεις κ.λπ. Αποκρούοντας την τακτική αυτή, τα δικαστήρια υπογραμμίζουν ότι οι εταιρείες δεν ακολουθούν αντικειμενικά μέτρα καθορισμού των αυξήσεων, τις θεωρούν δική τους αποκλειστικά υπόθεση, ενώ το επικαλούμενο δικαίωμα καθορισμού τιμολογιακής πολιτικής δεν αποτελεί αυτοσκοπό.
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΑΥΛΩΝΙΤΗΣ
Αντιστρόφως… ανάλογα
Ενώ με τους υποδείκτες υγείας, τα ασφάλιστρα του 2007 έπρεπε να αναπροσαρμοστούν κατά 2,98% το 2008, κατά 3,62% το 2009, κατά 3,02% το 2010, κατά 1,49% το 2011, κατά -0,56% το 2012, κ.ο.κ., οι εταιρείες τα αύξησαν κάθε χρονιά κατά 8%, 8%, 11%, 9%, 8%, αντιστοίχως, με συνέπεια να εισπράξουν αδικαιολόγητα και μεγαλύτερα ποσά που οφείλουν να επιστρέψουν.
Ενώ με τους υποδείκτες υγείας, τα ασφάλιστρα του 2007 έπρεπε να αναπροσαρμοστούν κατά 2,98% το 2008, κατά 3,62% το 2009, κατά 3,02% το 2010, κατά 1,49% το 2011, κατά -0,56% το 2012, κ.ο.κ., οι εταιρείες τα αύξησαν κάθε χρονιά κατά 8%, 8%, 11%, 9%, 8%, αντιστοίχως, με συνέπεια να εισπράξουν αδικαιολόγητα και μεγαλύτερα ποσά που οφείλουν να επιστρέψουν.