– Αμέσως μετά το Brexit ο Ιρλανδός πρωθυπουργός συγκάλεσε έκτακτο υπουργικό συμβούλιο
– Ο Έντα Κένι δήλωσε πως η χώρα του θα διαπραγματευτεί τα συμφέροντά της με κάθε τρόπο μετά το δημοψήφισμα
– Η Ιρλανδία “τρέμει” στο ενδεχόμενο να μπουν ξανά τελωνειακοί φραγμοί με το Ηνωμένο Βασίλειο
Ο πρωθυπουργός της Ιρλανδίας Έντα Κένι διαβεβαίωσε σήμερα το κοινοβούλιο ότι θα υπερασπιστεί τα συμφέροντα της χώρας του στις διαπραγματεύσεις που πρόκειται να γίνουν για την έξοδο του Ηνωμένου Βασιλείου από την Ευρωπαϊκή Ένωση.
“Πιστεύω ότι όλες οι κυβερνήσεις θα συμφωνούσαν με την άποψη ότι το Ηνωμένο Βασίλειο έζησε έναν πολιτικό σεισμό, τις επιπτώσεις του οποίου θα χρειαστούμε κάποιο χρονικό διάστημα για να τις συλλάβουμε” είπε ο Κένι ο οποίος την Παρασκευή, μόλις έγιναν γνωστά τα αποτελέσματα του δημοψηφίσματος, συγκάλεσε έκτακτη συνεδρίαση του ιρλανδικού κοινοβουλίου.
Το διακύβευμα του δημοψηφίσματος “ήταν ανέκαθεν σημαντικότερο για την Ιρλανδία σε σύγκριση με οποιαδήποτε άλλη χώρα της ΕΕ”, πρόσθεσε. Υπογράμμισε επίσης ότι η χώρα του θα πρέπει τώρα “να εξετάσει κατά προτεραιότητα τα πολιτικά και στρατηγικά θέματα που εγείρονται από τις συνέπειες για τη Βόρεια Ιρλανδία, τα σύνορα και την κοινή ζώνη ταξιδίου (CTA)” που συμφωνήθηκε τη δεκαετία του 1920 με το Ηνωμένο Βασίλειο, αφού η Ιρλανδία κέρδισε την ανεξαρτησία της.
Η Ιρλανδία ανησυχεί ιδιαίτερα για την πιθανότητα επαναφοράς των τελωνειακών φραγμών με τη Βρετανία. Σήμερα το Ηνωμένο Βασίλειο παραμένει ο κυριότερος εμπορικός εταίρος της Ιρλανδίας σε πολλούς τομείς, όπως στον αγροτικό. Έτσι, το 52% του ιρλανδικού βοδινού, το 60% των τυριών και το 84% των πτηνοτροφικών προϊόντων εξάγονται στο Ηνωμένο Βασίλειο, με το οποίο οι ανταλλαγές φτάνουν στο 1 δισεκ. ευρώ την εβδομάδα. Περίπου 200.000 θέσεις εργασίας εξαρτώνται επίσης από αυτές τις εμπορικές συναλλαγές ενώ η Βρετανία είναι ο τρίτος μεγαλύτερος επενδυτής στην Ιρλανδία, μετά τις ΗΠΑ και τη Γερμανία.
Εκτός από τις ανταλλαγές προϊόντων και υπηρεσιών, τρία εκατομμύρια Βρετανοί τουρίστες επισκέφθηκαν το 2013 την Ιρλανδία, τα έσοδα για την οποία ανήλθαν στα 819 εκατομμύρια ευρώ.