Πριν από 85 χρόνια η Βρετανία είχε αποχωρήσει από το σύστημακαθορισμού των συναλλαγματικών ισοτιμιών του Μεσοπολέμου
Αγαλμα του Γουίνστον Τσόρτσιλ μπροστά από το βρετανικό Κοινοβούλιο. Ως υπουργός Οικονομικών το 1925 είχε προσδέσει τη στερλίνα στον Κανόνα Χρυσού
Είναι ασφαλώς νωρίς ακόμη να ξεκινήσει με αφορμή το Brexit η συζήτηση περί «ξηλώματος του πουλόβερ» και περί «αρχής του τέλους» της Ευρωπαϊκής Ενωσης του ευρώ. Οι τεράστιες δυνάμεις – με πρώτες τις οικονομικές – που βρίσκουν θαλπωρή στο «ευρωπαϊκό πουλόβερ» θα κινητοποιηθούν για να αποτρέψουν το ξήλωμα. Επειδή όμως η Ιστορία επαναλαμβάνεται έστω και ως φάρσα (διότι ήταν όντως γελοία η αφορμή για το βρετανικό δημοψήφισμα που δημιούργησε το όλο σκηνικό), θα πρέπει να επισημάνει κανείς ότι δεν είναι η πρώτη φορά που η Βρετανία αποχωρεί από μια διεθνή σύμβαση. Κάτι ανάλογο είχε πράξει πριν από 85 χρόνια εγκαταλείποντας πρώτη τον Κανόνα Χρυσού τα ταραγμένα χρόνια του Μεσοπολέμου.
Η απόφαση του Τσόρτσιλ
Η ιστορία έχει ως εξής: το τέλος του Μεγάλου Πολέμου βρήκε τη Βρετανία, όπως και όλες τις εμπλακείσες χώρες, σε βαθιά ύφεση. Από το 1921 η βρετανική οικονομία άρχισε ωστόσο να εμφανίζει κάποια σημάδια ανάκαμψης, αλλά τον Απρίλιο του 1925 ο τότε υπουργός Οικονομικών του κυβερνώντος Συντηρητικού Κόμματος Γουίνστον Τσόρτσιλ κατόπιν παραινέσεων της Τράπεζας της Αγγλίας αποφάσισε να προσδέσει τη στερλίνα στον Κανόνα Χρυσού με την ισοτιμία που ίσχυε προ του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου.
Η βρετανική στερλίνα έγινε λοιπόν ένα νόμισμα μετατρέψιμο σε χρυσό αλλά σε ένα επίπεδο που έκανε τα βρετανικά προϊόντα πολύ ακριβότερα στις διεθνείς αγορές. Η τιμή του χρυσού ήταν υπερτιμημένη κατά 10% ως 14% συγκριτικά με τις τιμές του άνθρακα και του χάλυβα. Η Βρετανία διέθετε τότε σημαντική βαριά βιομηχανία και οι χειρισμοί του μετέπειτα «πατέρα της νίκης» αποδείχθηκαν καταστροφικοί για την ανταγωνιστικότητα των βρετανικών εξαγωγών. Η πορεία ανάκαμψης της οικονομίας ανεκόπη πάραυτα και οι βρετανικές βιομηχανίες για να αντιμετωπίσουν τις δυσμενείς επιπτώσεις της ακριβής στερλίνας άρχισαν να περικόπτουν το εργατικό κόστος. Να μειώνουν, δηλαδή, τους μισθούς των εργαζομένων.
Επρόκειτο για ένα πείραμα εσωτερικής υποτίμησης που απέτυχε παταγωδώς σε ό,τι αφορά και τον στόχο της τόνωσης της ανταγωνιστικότητας των βρετανικών προϊόντων και τον στόχο της απασχόλησης στη χώρα. Στα τέλη του 1930 η αξία των εξαγωγών είχε μειωθεί κατά 50%, ενώ ο αριθμός των ανέργων είχε υπερδιπλασιαστεί φθάνοντας από το 1 εκατομμύριο στα 2,5 εκατομμύρια (σε ποσοστό έφθανε το 20% του ασφαλισμένου εργατικού δυναμικού). Σημειωτέον ότι την εποχή εκείνη δεν υπήρχαν επιδόματα ανεργίας, κάτι που σημαίνει ότι ένα μεγάλο ποσοστό του βρετανικού πληθυσμού (αν υπολογίσει κανείς τα παιδιά και τις γυναίκες, που ελάχιστες εξ αυτών δούλευαν) παλινδρομούσε μεταξύ φτώχειας και εξαθλίωσης.
Κολλημένοι με τη λιτότητα
Εν τω μεταξύ όλες οι κυβερνήσεις της περιόδου εκείνης, είτε των Συντηρητικών είτε των Εργατικών, παρέμεναν προσκολλημένες σε μια πολιτική εξορθολογισμού των δημοσίων οικονομικών και μείωσης των ελλειμμάτων. Το 1931 η άρτι σχηματισθείσα δεύτερη κυβέρνηση των Εργατικών του Ράμσεϊ Μακ Ντόναλντ, υποκύπτοντας στις πιέσεις της αντιπολίτευσης των Συντηρητικών αλλά και των κυβερνητικών εταίρων της Φιλελευθέρων, δημιούργησε μια επιτροπή για την καταγραφή της κατάστασης που επικρατούσε στα δημόσια οικονομικά της χώρας. Η περίφημη «May Report» τον Ιούλιο της χρονιάς εκείνης απεφάνθη ότι χρειάζονται νέες περικοπές μισθών στον δημόσιο τομέα και εκτεταμένες μειώσεις των δημοσίων δαπανών εν γένει για να τιθασευθεί το έλλειμμα του προϋπολογισμού.
Ταυτόχρονα οι ειδικοί συνέστησαν την αύξηση της φορολόγησης των πλουσίων. Ο υπουργός Οικονομικών Φίλιπ Σνόουντεν υιοθέτησε πάραυτα τις συστάσεις της επιτροπής, αλλά οι ελπίδες του ότι η φορολόγηση των πλουσίων θα άμβλυνε τις αντιδράσεις στους κόλπους των Εργατικών και βεβαίως των εργατικών συνδικάτων αποδείχθηκαν φρούδες. Ο Σνόουντεν εφάρμοσε τη συνταγή λιτότητας, με αποτέλεσμα να καταβαραθρωθεί η αγοραστική δύναμη των Βρετανών, η οικονομία να βυθιστεί στον αποπληθωρισμό και ο αριθμός των ανέργων το καλοκαίρι του 1931 να πλησιάσει τα 3 εκατομμύρια.
Η έξοδος από τον Κανόνα
Στον βρετανικό Τύπο κάποιοι αρθρογράφοι είχαν από καιρό αρχίσει να στοχοποιούν την πρόσδεση της στερλίνας στον Κανόνα Χρυσού και να αποδίδουν σ’ αυτήν όλα τα δεινά της βρετανικής οικονομίας. Ο Σνόουντεν υποστήριξε με σθένος τα νέα μέτρα, αλλά στις 15-16 Σεπτεμβρίου 1931 ξέσπασε η περίφημη Ανταρσία στο βρετανικό Βασιλικό Ναυτικό. Αντιδρώντας στις περικοπές των μισθών τους, περίπου 1.000 ναύτες και αξιωματικοί, πληρώματα του Βασιλικού Στόλου στον Ατλαντικό, στασίασαν – πρόκειται για μία από τις ελάχιστες απεργίες στρατιωτικών στην παγκόσμια ιστορία.
Πανικόβλητη η κυβέρνηση στις 21 Σεπτεμβρίου εγκατέλειψε τον Κανόνα Χρυσού και αμέσως η στερλίνα υποτιμήθηκε κατά 25% έναντι του δολαρίου, από τα 4,86 στα 3,40 δολάρια. Αποδεσμευμένη από τον «βρόχο» του χρυσού η Τράπεζα της Αγγλίας μείωσε τα επιτόκια, οι εξαγωγείς ανέπνευσαν, η εσωτερική ζήτηση και η οικονομία ανέκαμψαν, η κυβέρνηση αύξησε τις δημόσιες επενδύσεις και ο αριθμός των ανέργων άρχισε να μειώνεται. Από το 1936 ωστόσο η Εθνική Κυβέρνηση του Στάνλεϊ Μπόλντουιν είχε θέσει σε εφαρμογή ένα πρόγραμμα στρατιωτικών εξοπλισμών ως αντίδραση στη ναζιστική απειλή. Το πρόγραμμα αυτό βοήθησε ακόμη περισσότερο στη βελτίωση της απασχόλησης (ο αριθμός των ανέργων το 1937 είχε μειωθεί στο 1,5 εκατομμύριο).
Τη Βρετανία ακολούθησαν και οι άλλες ευρωπαϊκές οικονομίες εγκαταλείποντας τον χρυσό ως αξία αναφοράς και αποδεσμεύοντας τα νομίσματά τους απ’ αυτόν. Η πολιτική κατευνασμού με τη ναζιστική Γερμανία ωστόσο που εφάρμοσε ο επόμενος επικεφαλής της Εθνικής Κυβέρνησης στη Βρετανία Νέβιλ Τσάμπερλεν και η Συμφωνία του Μονάχου που υπέγραψε το 1938 με τον Χίτλερ δεν απέτρεψαν την εισβολή των δυνάμεων του Γ’ Ράιχ στην Πολωνία τον Σεπτέμβριο του 1939. Ο Τσάμπερλεν κήρυξε αμέσως τον πόλεμο στη Γερμανία και η οικονομία της χώρας του, όπως και σχεδόν όλων των χωρών της Ευρώπης, μετατράπηκε σε «πολεμική», με όλα τα δεινά που αυτό συνεπάγεται.
Το Μπρέτον Γουντς
Το 1944 η έκβαση του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου είχε ήδη κριθεί και καταλύτης για την τροπή που πήραν τα πράγματα ήταν ασφαλώς η συμμετοχή των ΗΠΑ στον αγώνα κατά των ναζί. Τα χρόνια του πολέμου ήταν χρόνια οικονομικής καταστροφής για ολόκληρη την υφήλιο, ενώ σε νομισματικό επίπεδο η αστάθεια που είχε φέρει ο υπερπληθωρισμός ήταν τρομακτική. Οι μεταβολές των συναλλαγματικών ισοτιμιών ήταν ιλιγγιώδεις.
Τον Ιούλιο της χρονιάς εκείνης στο Μπρέτον Γουντς των Ηνωμένων Πολιτειών οι εκπρόσωποι 44 συμμαχικών κρατών αποφάσισαν τη δημιουργία ενός συστήματος σταθερών συναλλαγματικών ισοτιμιών με νόμισμα αναφοράς το αμερικανικό δολάριο. Η εμπειρία της Μεγάλης Υφεσης της δεκαετίας του 1930 απέδειξε ότι ο Κανόνας Χρυσού ήταν ένα απολύτως ανασφαλές σύστημα καθορισμού των συναλλαγματικών ισοτιμιών. Ενα άλλο σύστημα αποκαταστάθηκε μεταπολεμικά, που λειτούργησε μεν με μεγάλη επιτυχία τα πρώτα 30 χρόνια της μεγάλης ανάπτυξης, αλλά δεν απέτρεψε το ξέσπασμα αλλεπάλληλων κρίσεων (με πρώτη την πετρελαϊκή του 1973) και πάμπολλων οικονομικών και νομισματικών πολέμων.
Και το χειρότερο, τα δημιουργήματα του Μπρέτον Γουντς (με πρώτο το ΔΝΤ) συνέβαλαν στην όξυνση των οικονομικών ανισοτήτων και των κοινωνικών αποκλεισμών και τη συνεπαγόμενη αναθέρμανση των εθνικιστικών, αποσχιστικών φαινομένων και την επανεμφάνιση του διχαστικού και μισαλλόδοξου δημόσιου λόγου στην Ευρώπη.
Εξυπακούεται ότι οι αναλογίες της βρετανικής αποχώρησης από τον Κανόνα Χρυσού το 1931 και του σημερινού Brexit εντοπίζονται αποκλειστικά και μόνο στην «πρωτιά». Στο γεγονός και μόνο της έναρξης του ξηλώματος του… πουλόβερ. Στο ότι, δηλαδή, οι Βρετανοί πήραν πρώτοι την πρωτοβουλία να εγκαταλείψουν ένα διεθνές modus operandi. Κάθε απόπειρα αναζήτησης περαιτέρω συσχετισμών θα περνούσε στη σφαίρα της πολιτικής φαντασίας.