Στις 13 Ιουνίου, ο πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Ντόναλντ Τουσκ δήλωσε ότι ενδεχόμενη επικράτηση του Brexit θα μπορούσε να επιφέρει «το τέλος του δυτικού πολιτικού πολιτισμού». Η μελοδραματική τοποθέτησή του, όπως και άλλες, κινδυνολογικού χαρακτήρα προειδοποιήσεις ισχυρών διεθνών παραγόντων, προφανώς δεν έπεισε την
πλειονότητα των Βρετανών. Σε κάθε περίπτωση, δεν μπορεί να υποτιμήσει κανείς τις τεράστιες γεωπολιτικές επιπτώσεις που προοιωνίζεται το αποτέλεσμα του βρετανικού δημοψηφίσματος για την Ευρώπη και τον κόσμο όλο.
Με τη δρομολογημένη έξοδο του Ηνωμένου Βασιλείου, μιας μεγάλης, πυρηνικής δύναμης, που αντιπροσωπεύει τη δεύτερη οικονομία της Ε.Ε., θα προκύψει μια πιο μικρή, αλλά και περισσότερο εύθραυστη Ενωση.
Ακόμη κι αν ξεπεράσει χωρίς μεγάλες απώλειες τις οικονομικές «μετασεισμικές» δονήσεις, η Ε.Ε. είναι καταδικασμένη σε ένα με δύο χρόνια πολιτικής εσωστρέφειας, όπου βασικός στόχος θα είναι να αποφευχθεί ένα φαινόμενο ντόμινο, με άλλες χώρες να ακολουθούν το βρετανικό παράδειγμα. Η πίεση του ανερχόμενου ευρωσκεπτικισμού θα είναι ιδιαίτερα ισχυρή όσον αφορά την Αγκελα Μέρκελ και τον Φρανσουά Ολάντ, οι οποίοι πρέπει να δώσουν τη μάχη για την επανεκλογή τους το 2017.
Οσοι, στην Αθήνα και αλλού, ονειρεύονται ότι η κρίση του Brexit θα ωθήσει την Ε.Ε. των «27» σε μια αναζωογονητική «φυγή προς τα εμπρός», με πιο ισχυρή και προοδευτική ενοποίηση, μάλλον βρίσκονται σε κατάσταση ονειροφαντασίας. Ηδη από την προηγούμενη εβδομάδα, ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, ένας πολιτικός που δεν μπορεί να κατηγορηθεί για έλλειψη πολιτικού ρεαλισμού, προειδοποιούσε ότι, ακόμη κι αν επικρατούσε το Remain, η Ε.Ε. θα όφειλε να «κατεβάσει ταχύτητα» γιατί προσκρούει σε τείχος δυσπιστίας «όχι μόνο από τα δεξιά, αλλά και από τα αριστερά».
Αυτό ισχύει πολύ περισσότερo μετά τη νίκη του Brexit. Εκείνο που πρέπει να αναμένεται είναι μια διαδικασία ενδοσκόπησης και αναθεώρησης πολιτικών, ώστε να διασκεδαστούν οι διογκούμενες ανησυχίες, κυρίως εκ δεξιών. Σύμφωνα με αξιόπιστες πηγές, η συζήτηση για αναθεώρηση των ευρωπαϊκών Συνθηκών, με βασικό άξονα μια πιο ευέλικτη Ευρώπη πολλών ταχυτήτων, έχει ήδη ξεκινήσει υπογείως, μεταξύ Γαλλίας και Γερμανίας, ενώ σύντομα αναμένεται να εμπλακεί και η Ιταλία.
Παράπλευρες απώλειες
Στις «παράπλευρες απώλειες» του Brexit περιλαμβάνεται και η Τουρκία. Αν μέχρι χθες η ένταξή της στην Ε.Ε. εμφανιζόταν δύσκολη, τώρα φαντάζει ουτοπική, αφού μόνο ένας Γερμανός καγκελάριος ή ένας Γάλλος πρόεδρος με τάσεις πολιτικής αυτοκτονίας θα αναλάμβαναν παρόμοιο τόλμημα. Ηδη, ο ευρωπαϊστής προεδρικός υποψήφιος της γαλλικής Κεντροδεξιάς, Αλέν Ζιπέ, τάχθηκε κατηγορηματικά εναντίον της τουρκικής ένταξης, για να μην υστερήσει της Μαρίν Λεπέν και του Νικολά Σαρκοζί. Ακόμη πιο δύσκολες μέρες περιμένουν τους πρόσφυγες και τις χώρες, σαν την Ελλάδα, όπου έχουν εγκλωβιστεί, καθώς οι κυβερνήσεις της Βόρειας και της Δυτικής Ευρώπης θα πιεστούν για πιο σκληρή γραμμή.
Νέφος αβεβαιότητας καλύπτει την τροπή που θα πάρουν οι ευρωατλαντικές σχέσεις. Αποτελεί κοινό μυστικό ότι το τμήμα των βρετανικών ελίτ που ενθάρρυνε το Brexit έχει στο μυαλό του όχι μια νέα περίοδο «λαμπράς απομόνωσης» του Ηνωμένου Βασιλείου, κάτι που θα ήταν εντελώς ουτοπικό στην εποχή της παγκοσμιοποίησης, αλλά μια στενότερη εμπορική ένωση με τις ΗΠΑ, τον Καναδά και άλλες αγγλόφωνες χώρες της Κοινοπολιτείας. Μάλιστα, την περίοδο 1999-2000, στην αυγή της εποχής του ευρώ, ισχυροί παράγοντες του αμερικανικού Ρεπουμπλικανικού Κόμματος και των Βρετανών Συντηρητικών συζητούσαν, ακόμη και στην αρμόδια επιτροπή της αμερικανικής Γερουσίας, σχέδιο για αποχώρηση του Ηνωμένου Βασιλείου από την Ε.Ε. και για την ένταξή του στη βορειοαμερικανική ζώνη ελεύθερου εμπορίου, NAFTA.
Η αλήθεια είναι ότι η κυβέρνηση Ομπάμα δεν είδε ποτέ με καλό μάτι παρόμοια σχέδια, αντίθετα επιθυμούσε ζωηρά την παραμονή της Βρετανίας στην Ε.Ε. θεωρώντας ότι αποτελούσε εγγύηση για τον βορειοατλαντικό προσανατολισμό της Ενωσης. Από τη στιγμή, όμως, που η Βρετανία αποφασίζει να αποχωρήσει, η Αμερική ασφαλώς δεν μπορεί να μείνει αδιάφορη.
Ποιοι και γιατί θα το… γιορτάσουν
Το αποτέλεσμα του βρετανικού δημοψηφίσματος έφερε ούριο άνεμο στα πανιά του Ντόναλντ Τραμπ, ο οποίος είχε φροντίσει να βρίσκεται Παρασκευή πρωί στο Ηνωμένο Βασίλειο, για να γιορτάσει επί τόπου το Brexit, υπέρ του οποίου είχε ταχθεί από την πρώτη στιγμή. Ο Ρεπουμπλικανός υποψήφιος θα προσπαθήσει να εκμεταλλευθεί πολιτικά το Brexit, για να εμφανίσει δικαιωμένη τη σκληρή, αντιμεταναστευτική γραμμή του και τη δεξιά, λαϊκιστική δημαγωγία του εναντίον της παγκοσμιοποίησης.
Σε ένα ευρύτερο πλαίσιο, η επικράτηση του Brexit θα δράσει ως καταλύτης, ενισχύοντας τις ήδη ανερχόμενες τάσεις αμφισβήτησης του «πολιτικού κατεστημένου» και των «οικονομικών ελίτ» ένθεν κακείθεν του Ατλαντικού. Δεξιά και αριστερά ρεύματα που εχθρεύονται την Ε.Ε. και την παγκοσμιοποίηση θα έχουν την ευκαιρία τους, έστω κι αν τα περισσότερα από αυτά δείχνουν να ξέρουν τι θέλουν να γκρεμίσουν, αλλά όχι και τι θέλουν να χτίσουν στη θέση του.
Σε αυτούς που έχουν ισχυρούς λόγους να επιχαίρουν για το Brexit συμπεριλαμβάνεται ο Βλαντιμίρ Πούτιν. Βεβαίως, ο Ρώσος πρόεδρος υπήρξε πολύ προσεκτικός ώστε να μην παρέμβει καθόλου στη βρετανική αντιπαράθεση – σε αντίθεση με τις καθόλου διακριτικές παρεμβάσεις των Δυτικών εταίρων της Βρετανίας. Ωστόσο η έξοδος του Ηνωμένου Βασιλείου από την Ευρωπαϊκή Ενωση θα εξασθενίσει έναν από τους ισχυρότερους παράγοντες μετάδοσης των ατλαντικών πιέσεων προς τη Ρωσία. Μία αυριανή γαλλο-γερμανο-ιταλική Ευρώπη των 27 θα έχει μεγαλύτερη άνεση να προχωρήσει σε επανεκκίνηση των σχέσεων με τη Ρωσία, αρχής γενομένης από τη βαθμιαία άρση των αμοιβαία επιζήμιων κυρώσεων.