Το περασμένο Σάββατο, η «Κ» δημοσίευσε ένα λεπτομερές γράφημα για τη διαδικασία που πρέπει να ακολουθηθεί, προκειμένου το Ηνωμένο (προσώρας, ας πούμε) Βασίλειο να επιστρέψει στη μακάρια μοναξιά του. Οσο κι αν προσπαθεί η Βρετανία να τρενάρει την ενεργοποίηση του Αρθρου 50 περί εκκίνησης διαδικασιών αποχώρησης ενός κράτους-μέλους από την Ευρωπαϊκή Ενωση, η ίδια η Ε.Ε. έχει φροντίσει για την απορρόφηση των
κραδασμών και του επακολουθούντος πανικού από τέτοιες αποφάσεις.
Ευρωσκεπτικιστές αναλυτές και δημοσιολόγοι, από την επαύριο του Brexit κι ένθεν, βρέθηκαν να κριτικάρουν εκ νέου τις Βρυξέλλες, τη γραφειοκρατική δομή της, την Ε.Ε. που δεν ξέρει πού πατά και πού πηγαίνει και που η ίδια επιβάλλει πολιτικές λιτότητας εις βάρος των λαών, και έτερα τοιαύτα. Το Brexit θεωρείται, πλέον, το κερασάκι στην τούρτα της κατιούσας που έχει πάρει η Ευρώπη και, ταυτόχρονα, το πρώτο ξήλωμα του πουλόβερ που ονομάζεται Ε.Ε. (Αλλωστε, με τα κλισέ συνεννοούμαστε καλύτερα.) Κανείς, ωστόσο, δεν σκέφτηκε ότι οι Βρετανοί υπέρμαχοι της εξόδου από την Ε.Ε. ψήφισαν με γνώμονα (και) τον κακό και σπάταλο Νότο, τον οποίον η Ένωση τροφοδοτεί χτυπώντας τον μαλακά στην πλάτη. Μία απλή δημοσκόπηση στις χώρες του Βορρά θα δείξει, σύμφωνα με τις αναλύσεις ειδικών, ότι το πρόβλημα των οικονομικά εύρωστων κρατών είναι η λίγη λιτότητα της Ε.Ε.
Επιπλέον, κανείς δεν θορυβήθηκε από το γεγονός ότι αυτή η επιστροφή στη μακαριότητα της απομόνωσης που επέλεξε η Βρετανία στηρίχθηκε από τους υπερσυντηρητικούς, τους ακροδεξιούς (πλην, φαινομενικά παραδόξως, της πλειονότητας των Σκώτων εθνικιστών) και τους ηλικιωμένους, που είχαν μάθει «αλλιώς». Ας είναι.
Ζήτω η γραφειοκρατία των Βρυξελλών;
Επιπλέον, αυτό που δεν πρέπει ν’ αγνοήσουμε, παρακολουθώντας τις εξελίξεις στην Ε.Ε., είναι ότι ακριβώς αυτή η γραφειοκρατία των Βρυξελλών και το σύνθετο της λήψης αποφάσεων είναι που αποτρέπει φαινόμενα πολιτικού πανικού. Η διαδικασία που πρέπει ν’ ακολουθηθεί κατά γράμμα δεν επιτρέπει σε καμία περίπτωση κανένα πουλόβερ να ξηλωθεί, πέρα από μια κλωστή στο μανίκι – τουλάχιστον, τις πρώτες ημέρες ή εβδομάδες της ανακοίνωσης ενός τόσο ατυχούς αποτελέσματος, όπως ήταν αυτό του βρετανικού δημοψηφίσματος.
Η γραφειοκρατία των Βρυξελλών, λοιπόν, τουλάχιστον σε πολιτικό επίπεδο, έχει βρει τον τρόπο, αφενός, να μην κλείνει τα ξηλωμένα πουλόβερ στο πατάρι με τις ναφθαλίνες και, αφετέρου, να μην αφήνει τα ξέφτια να πετάγονται από τις σακούλες αποθήκευσης, ακριβώς για να μην τις βρίσκει οποιοσδήποτε επιτήδειος και τις τραβήξει μέχρι πλήρους αποσύνθεσης του ευρωπαϊκού ρουχισμού εις τα εξ ων συνετέθη.
Και είναι αυτό λόγος να αναφωνήσουμε «ζήτω η γραφειοκρατία των Βρυξελλών», θ’ αναρωτηθεί κάποιος, κι όχι άδικα. Ακόμη κι αν δεν δηλώσουμε την απροϋπόθετη στήριξή μας στον καφκικό λαβύρινθο της ευρωπαϊκής πρωτεύουσας, πρέπει τουλάχιστον να αναγνωρίσουμε ότι η Ε.Ε. έχει οικοδομήσει ένα σύστημα αυτοσυντήρησης, έστω και μ’ έναν στρεβλό τρόπο. Μπορεί οι ατελεύτητες διαδικασίες να δημιουργούν εκνευρισμό και αδημονία, όπως συμβαίνει στην περίπτωση της Ελλάδας και της δόσης της, ωστόσο είναι ένας ασφαλής τρόπος για να λειτουργούν όλα κατά κανόνα, by the book που λένε οι Αγγλοσάξονες.
Επομένως, όχι, δεν θ’ αναφωνήσουμε φιλάρεσκα και αφελώς «ζήτω η γραφειοκρατία των Βρυξελλών». Δεν είναι αυτός ο τρόπος για μια ένωση τέτοιου είδους να υπάρχει.
Καταλυτικές προτάσεις από Σουλτς και Γκάμπριελ
Ακριβώς αυτήν τη γραφειοκρατία θέλουν να καταπολεμήσουν δύο εξέχουσες μορφές της γερμανικής και ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας, ο Μάρτιν Σουλτς (πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου) και ο Ζίγκμαρ Γκάμπριελ (αντικαγκελάριος της Γερμανίας και ηγέτης των Γερμανών Σοσιαλδημοκρατών), δημοσιεύοντας στον γερμανικό Spiegel τις προτάσεις τους για τη μετά Brexit εποχή της Ευρώπης.
Οι δύο ανώτατοι αξιωματούχοι προτείνουν ότι αυτό που πρέπει να αναγνωριστεί ως σημαντικό κριτήριο για κάθε μεταρρύθμιση είναι: 1. Ανάπτυξη και οικονομική ανάκαμψη στην Ευρώπη· 2. Η Ευρώπη να φροντίζει για τον σχεδιασμό των μελλοντικών κινήσεών της· 3. Δημοκρατία και διαφάνεια· 4. Να συμβάλλει στη διαρκή ειρήνη και τη μεγαλύτερη ασφάλεια στο εσωτερικό της Ε.Ε.
Πιο συγκεκριμένα, Σουλτς και Γκάμπριελ δηλώνουν ότι η Ευρώπη πρέπει να επικεντρωθεί στα ουσιώδη, όπως είναι ο διαχωρισμός των καλών πρακτικών από τις κακές, η αξιολόγηση («να εντοπίζεται ο υπαίτιος της αδράνειας») και η επίλυσή τους. Η δημοκρατική νομιμοποίηση της Κομισιόν, από την άλλη, θα της επιφέρει περισσότερες εξουσίες, αποσκοπώντας στην εμβάθυνση της ίδιας της Ε.Ε., αφού θα λειτουργεί ως ευρωπαϊκή κυβέρνηση.
Στη συνέχεια, η ίδια η κοινή πολιτική ισοκατανεμημένης ανάπτυξης (με κοινούς ευρωπαϊκούς κανόνες), επανεκβιομηχάνισης (με κοινά δίκτυα ενέργειας, για παράδειγμα) και κοινών πρωτοβουλιών, ενδεικτικά, για ψηφιακή σύγκλιση και περαιτέρω εφαρμογή της ψηφιακής οικονομίας είναι μερικές από τις απτές προτάσεις προς την εμβάθυνση της Ε.Ε.
Μεταξύ άλλων, Σουλτς και Γκάμπριελ επισημαίνουν την κοινή φωνή διεθνώς που πρέπει να κατοχυρώσει η Ενωση, ταυτόχρονα με τα ζητήματα ισότητας των εργαζομένων στην ευρωπαϊκή επικράτεια, προκειμένου ν’ απαλειφθούν οι τεράστιες ανισότητες στο βιοτικό επίπεδο των Ευρωπαίων πολιτών. Χαρακτηριστικά, αναφέρουν: «Μια ευρωπαϊκή κοινωνική πολιτική δεν μπορεί και δεν πρέπει ν’ αντικαταστήσει την πρόνοια των εθνικών κρατών, αλλά θα πρέπει ταυτόχρονα να προσπαθήσουμε για την προσέγγιση των υφιστάμενων εθνικών συστημάτων κοινωνικής προστασίας μεταξύ τους».
Μία από τις σημαντικότερες προτάσεις τους είναι η αναπροσαρμογή του μέλλοντος των επερχόμενων γενεών: «Περισσότερα χρήματα στην εκπαίδευση των μελλοντικών γενεών, στον τομέα της έρευνας και των πανεπιστημίων, στην ανάπτυξη ψηφιακών υποδομών για την παραγωγή υγιεινών τροφίμων, στην προστασία του περιβάλλοντος και την οικολογική ενέργεια και σε μια έξυπνη σύνδεση βιομηχανίας και μικρομεσαίων επιχειρήσεων».
Στο κλείσιμο της παρέμβασής του, Σουλτς και Γκάμπριελ κάνουν λόγο για ενίσχυση της ευρωπαϊκής ασφάλειας (μεταξύ άλλων, προτείνουν τη δημιουργία ενός ευρωπαϊκού FBI), την κοινή μεταναστευτική πολιτική, τη διασφάλιση των συνόρων και, τέλος, την αποτελεσματική προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων, ώστε, όπως λένε, να οικοδομηθεί επιτέλους η Ευρώπη των πολιτών.
Παρέμβαση Γερμανού και Γάλλου ΥΠΕΞ
Μία ακόμη απάντηση που θέλει να προλάβει τα μοιραία γεγονότα βρίσκεται στο κοινό ανακοινωθέν του Γερμανού και του Γάλλου υπουργού Εξωτερικών, Φρανκ-Βάλτερ Σταϊνμάγιερ και Ζαν-Μαρκ Ερό αντίστοιχα. Οι δύο αξιωματούχοι υπογραμμίζουν ότι «ούτε μια απλή έκκληση για περισσότερη Ευρώπη ούτε απλώς μια φάση στοχασμού μπορεί να είναι η αρμόζουσα απάντηση», και προτείνουν τα πρώτα βήματα που χρειάζονται, κατ’ εκείνους, να γίνουν: Ευρωπαϊκό Σύμφωνο Ασφαλείας (εξωτερική πολιτική και άμυνα)· κοινή ευρωπαϊκή πολιτική για το άσυλο και τη μετανάστευση (πολυεθνή σύνορα, πολυεθνής ακτοφυλακή)· ενθάρρυνση της ανάπτυξης και ολοκλήρωση της Οικονομικής και Νομισματικής Ενωσης (ΟΝΕ) με περισσότερες ιδιωτικές και δημόσιες επενδύσεις.
Από τα «χαρτιά» στην πράξη
Η Ευρώπη που θέλουμε μοιάζει να υπάρχει, τουλάχιστον «στα χαρτιά» όσων θέλουν να την αλλάξουν. Ενδέχεται το Brexit, πολιτικά τουλάχιστον, να λειτουργήσει υπέρ της Ε.Ε. Χρειάζεται πολιτική βούληση και κοινωνική κινητοποίηση. Οι δικαιολογίες για επιπλέον αναβολές έχουν εξαντληθεί. Να μετρηθούμε και ν’ αποφασίσουμε δημοκρατικά, διορθώνοντας ταυτόχρονα το έλλειμμα δημοκρατίας για το οποίο κατηγορούμε την Ευρωπαϊκή Ενωση. Τώρα.