Το πρόβλημα με τη Μαρινόπουλος δεν είναι καινούργιο. Για πάνω από μια τετραετία τα προβλήματα της αλυσίδας κρύβονταν κάτω από το χαλάκι και αρκετοί προμηθευτές της έκαναν τα στραβά μάτια, εκτιμώντας ότι είναι καλύτερα να έχεις θέση στα ράφια της μεγαλύτερης αλυσίδας της χώρας, κερδίζοντας πόντους έναντι του ανταγωνισμού, παρά να είσαι εκτός.
Το έργο είναι γνωστό. Αρκετά γνωστά ονόματα του ελληνικού επιχειρείν “χτίστηκαν” στην κυριολεξία με τις πλάτες της Μαρινόπουλος, σε ένα win win deal μέσω του οποίου κάποιοι παίκτες πετάχτηκαν έξω από τα ράφια της Μαρινόπουλος και κάποιοι άλλοι κέρδισαν χώρο, μερίδιο και όνομα παραμένοντας μέσα στο παιγνίδι.
Και αν όλα αυτά είναι ιστορία, δυστυχώς ιστορία δεν είναι το πρόβλημα. Απλά τώρα ήρθε η ώρα του λογαριασμού ο οποίος είναι αστρονομικός. Όχι μόνο για την αλυσίδα Μαρινόπουλος, ούτε αποκλειστικά και μόνο για τους 13.000 εργαζόμενους αυτής, αλλά για το σύνολο της εθνικής οικονομίας, η οποία δεν μπορεί να σηκώσει το βάρος μιας βόμβας μεγατόνων σε περίπτωση “ατυχήματος” που για τα μέτρα της χώρας θα είναι πολλαπλάσια από τη ζημιά που προκάλεσε η Lehman Brothers, όπως υποστηρίζουν στελέχη της αγοράς που βλέπουν τη μεγάλη εικόνα.
Τεράστιο άνοιγμα
Οι αριθμοί, άλλωστε, δεν λένε ψέματα. Το άνοιγμα της αλυσίδας Μαρινόπουλος στην αγορά εκτιμάται σε πάνω από 1,5 δισ. ευρώ (σ.σ. σημειώνεται πως η αλυσίδα δεν έχει δημοσιεύσει ισολογισμό τα τελευταία χρόνια, δηλαδή από τότε που έσπασε το deal με την Carrefour), που ισοδυναμεί με το 1% του ΑΕΠ της χώρας. Πρόκειται για μείζον πρόβλημα, για το οποίο αν δεν βρεθεί λύση, πολύ απλά κανείς δεν μπορεί να εγγυηθεί για το τι ξημερώνει αύριο στην ελληνική οικονομία και το ελληνικό επιχειρείν.
Περισσότερες από 1.500 μικρές και μεσαίες κατά βάση ελληνικές επιχειρήσεις έχουν ως βασικό πελάτη τους την αλυσίδα Μαρινόπουλος. Για αυτές τις εταιρείες, η πλειοψηφία των οποίων βρίσκεται στην επαρχία, ενδεχόμενη κατάρρευση της Μαρινόπουλος θα σημάνει το δικό τους κανόνι που με τη σειρά του θα συμπαρασύρει ως ένα άλλο ντόμινο δεκάδες άλλες επιχειρήσεις.
Domino effect
Την ωρολογιακή αυτή βόμβα, επ’ ουδενί η κυβέρνηση επιθυμεί να σκάσει στα χέρια τους αλλά ούτε και οι τράπεζες, οι οποίες μπορεί να έχουν σχετικά ελεγχόμενη έκθεση στη Μαρινόπουλος, έχουν όμως πελάτες που έχουν μεγάλη έκθεση στην αλυσίδα.
Η πλειοψηφία των επιχειρηματιών με τους οποίους μίλησε το “Κ” τις τελευταίες ημέρες τρέμει στην ιδέα να καταρρεύσει ο Μαρινόπουλος γιατί φοβούνται όχι μόνο ότι το “φέσι” που θα τους αφήσει, για κάποιους ίσως να μην είναι καν διαχειρίσιμο, αλλά ότι ο τζίρος που έκανε ο Μαρινόπουλος θα χαθεί εντελώς από την αγορά.
Ως πλέον χαρακτηριστικό παράδειγμα έφεραν την περίπτωση της αγοράς γάλακτος όπου με βάση στοιχεία της αγοράς η κατανάλωση τη φετινή χρονιά το πρώτο δίμηνο υποχώρησε 15%, για να “κλειδώσει” στο -14% το πρώτο τρίμηνο για το γάλα ψυγείου, στο -15% για το εβαπορέ και στο -11% για το υψηλής παστερίωσης σε αξία και στο -10% σε όγκο πωλήσεων.
Ο ρόλος των προσφορών
Πίσω από αυτή τη ραγδαία υποχώρηση στις πωλήσεις γάλακτος, εν προκειμένω, υπάρχει μια δεύτερη ανάγνωση. Με βάση στελέχη της αγοράς του λιανεμπορίου, η πτώση στην κατανάλωση γάλακτος στο σύνολο της αγοράς, οφείλεται στα προβλήματα της Μαρινόπουλος η οποία είχε “παίξει” πέρυσι δυνατά το χαρτί των προσφορών και της χαμηλής τιμής στο γάλα, με αποτέλεσμα να κερδίσει πελάτες όχι μόνο από τη λιανική αλλά και από τα μικρά σημεία πώλησης που επέλεγαν να αγοράσουν το συγκεκριμένο εμπόρευμα με τιμολόγιο από τα εν λόγω δίκτυα. Αυτό τη φετινή χρονιά δεν υφίσταται. Οπότε μέρος της κάμψης που καταγράφεται εφέτος οφείλεται εν μέρει και σε αυτό το γεγονός.
Και αν η αγορά του γάλακτος είναι το δέντρο, στο δάσος, δηλαδή στο σύνολο της αγοράς, η πτώση είναι εντυπωσιακή. Το πρώτο τετράμηνο του έτους σύμφωνα με στελέχη της αγοράς χάθηκαν πάνω από 200 εκατ. ευρώ. Και να φανταστεί κανείς ότι οι υπόλοιποι παίκτες του κλάδου τρέχουν με θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης, κάποιοι δε καταγράφουν διψήφια ποσοστά ανάπτυξης. Κι όμως δεν μπορούν να καλύψουν την “τρύπα” που αφήνει η Μαρινόπουλος, τζίρος ο οποίος πολύ δύσκολα θα επανέλθει, όπως υποστηρίζουν παράγοντες του οργανωμένου λιανεμπορίου.