Του Χρήστου Κολώνα
Με εξωδικαστικό σύστημα διακανονισμών θα επιδιώξει η κυβέρνηση να αντιμετωπίσει τα «κόκκινα» δάνεια των μικρών, μεσαίων και μεγάλων επιχειρήσεων,
καθώς και των ελεύθερων επαγγελματιών. Τη σχετική αναγγελία έκανε ο υπουργός Οικονομίας, Ανάπτυξης και Τουρισμού Γιώργος Σταθάκης με χθεσινή του ομιλία στη Βουλή.
Πρόκειται, σύμφωνα με πληροφορίες της «Η», για νομοσχέδιο που ουσιαστικά θα αντικαθιστά τον «νόμο Δένδια» και θα επιδιώκει τη διευθέτηση ακόμη και με δραστική αναδιάρθρωση μέρους των «κόκκινων» επιχειρηματικών δανείων που ανέρχονται στα περίπου 60 δισ. ευρώ.
Κεντρικοί άξονές του είναι το ταυτόχρονο «κούρεμα» μέρους ληξιπρόθεσμων δανείων αλλά και οφειλών (προσαυξήσεις και πρόστιμα) προς την εφορία και τα ασφαλιστικά ταμεία, με διαδικασίες που μπορούν να κρατούν από δύο έως και τέσσερις μήνες. Διαγραφές τις οποίες θα πετυχαίνουν μόνο βιώσιμες επιχειρήσεις με σχέδιο αναδιάρθρωσης που θα επικυρώνεται από τα δικαστήρια.
Σύμφωνα με πληροφορίες της, το σχέδιο νόμου που βρίσκεται σε φάση διαβούλευσης ανάμεσα στον υπουργό Γιώργο Σταθάκη και τους θεσμούς, αναμένεται να πάρει τον δρόμο για τη Βουλή στις αρχές του φθινοπώρου και θα στηρίζεται σε τρεις πυλώνες:
Επιτροπή
Συγκροτείται ειδική επιτροπή που θα απαρτίζεται από τους εκπροσώπους των πιστωτών (τράπεζες), του δημοσίου, των ασφαλιστικών ταμείων και ενδεχομένως και του υπουργείου Οικονομίας.
Συγκροτείται ειδική επιτροπή που θα απαρτίζεται από τους εκπροσώπους των πιστωτών (τράπεζες), του δημοσίου, των ασφαλιστικών ταμείων και ενδεχομένως και του υπουργείου Οικονομίας.
• Συστήνεται Μητρώο Ειδικών Εμπειρογνωμόνων που θα ερευνούν και θα υποβάλουν μελέτη βιωσιμότητας μίας επιχείρησης με ληξιπρόθεσμες οφειλές σε τράπεζες και δημόσιο.
• Ειδικά δικαστήρια (ειρηνοδικεία) που θα επικυρώνουν το σχέδιο διαγραφής χρεών.
• Θεσπίζεται, όπως, αναφέρουν πληροφορίες ένα συγκεκριμένο πλαίσιο εξωδικαστικών επιλύσεων με τυποποιημένες διαδικασίες, οι οποίες θα επιτρέπουν σε σχετικά γρήγορους χρόνους (ανάλογα και με το ύψος των χρεών και την πολυπλοκότητα του δανεισμού) το «κούρεμα» των οφειλών. Όριο για την υπαγωγή στο νέο σύστημα, δηλαδή μέγεθος επιχείρησης ύψος χρέους δεν θα υπάρχει. Θα μπορούν να διεκδικούν αναδιάρθρωση μικρές, μεσαίες και μεγάλες επιχειρήσεις με χρέη προς τράπεζες, εφορία και ασφαλιστικούς φορείς.
• Οι επιχειρήσεις λοιπόν εφόσον λάβουν τη σύμφωνη γνώμη της πλειοψηφίας των πιστωτών θα ακολουθούν τα εξής βήματα:
• Θα εκπονείται μελέτη βιωσιμότητας από ειδικό εμπειρογνώμονα, ο οποίος θα επιλέγεται από το μητρώο.
• Η μελέτη θα υποβάλλεται στην αρμόδια επιτροπή, η οποία θα απαρτίζεται από τους πιστωτές.
• Η επιτροπή θα αποφασίζει για το αν το σχέδιο είναι βιώσιμο ή όχι και θα συμφωνείται η διαγραφή οφειλών, αλλά προφανώς και η επιχείρηση θα συνεισφέρει στην αναδιάρθρωσή της. Πληροφορίες θέλουν ότι θα αναλαμβάνουν για παράδειγμα ένα μέρος της οφειλής να το αποπληρώνουν με συγκεκριμένους όρους και αυστηρά χρονοδιαγράμματα.
Σχέδιο διάσωσης
Αν αποφασίζεται ότι το σχέδιο διάσωσης είναι βιώσιμο θα επικυρώνεται από τα ειρηνοδικεία και θα προχωρεί η επόμενη φάση της αναδιάρθρωσης των οφειλών. Τα χρέη προς τους δημόσιους φορείς δεν θα διαγράφονται ως προς το ύψος του κεφαλαίου αλλά ως προς τα πρόστιμα και τις προσαυξήσεις.
Αν αποφασίζεται ότι το σχέδιο διάσωσης είναι βιώσιμο θα επικυρώνεται από τα ειρηνοδικεία και θα προχωρεί η επόμενη φάση της αναδιάρθρωσης των οφειλών. Τα χρέη προς τους δημόσιους φορείς δεν θα διαγράφονται ως προς το ύψος του κεφαλαίου αλλά ως προς τα πρόστιμα και τις προσαυξήσεις.
Επιπλέον, ο μηχανισμός αναδιάρθρωσης είναι κατάλληλα δομημένος, όπως σημειώνουν οι ίδιες πηγές, ώστε να αποκλείει επιχειρήσεις που δεν αποπληρώνουν χρέη κατ’ επιλογή τους (κακοπληρωτές) και να επικεντρώνεται στη διάσωση κατά τα άλλα υγιών επιχειρήσεων.
Στο σημείο αυτό πρέπει να σημειωθεί πως μεταξύ του οικονομικού επιτελείου της κυβέρνησης και των θεσμών υπάρχει απόσταση ως προς την τύχη των επιχειρήσεων για τις οποίες κρίνεται ότι δεν είναι βιώσιμες. Σύμφωνα με πληροφορίες, το κουαρτέτο και ιδίως το ΔΝΤ απαιτεί για αυτές να κινούνται άμεσα οι διαδικασίες εκκαθάρισης, δηλαδή πτώχευσης.
Η ελληνική πλευρά διεκδικεί τη δυνατότητα προσφυγής του επιχειρηματία στη Δικαιοσύνη.