Οι τρεις εφοριακοί φέρονται, έναντι 95.000 δολαρίων, να «πείραξαν» τα αποτελέσματα φορολογικού ελέγχου προκειμένου να απαλλαγεί η εταιρεία από τους προβλεπόμενους φόρους
Την κατηγορία της υπηρεσιακής απιστίας σε βαθμό κακουργήματος αντιμετωπίζουν τρεις εφοριακοί που φέρονται να «πείραξαν» τα αποτελέσματα φορολογικού ελέγχου που διενήργησαν σε αμερικανική εταιρεία προϊόντων καπνού, προκειμένου η επιχείρηση να απαλλαγεί από την προβλεπόμενη καταβολή φόρων.
Σύμφωνα με το κατηγορητήριο, έλαβαν «μίζα» 95.000 δολαρίων. Την υπόθεση αποκάλυψε η αμερικανική υπηρεσία πάταξης της διαφθοράς και κατόπιν ήρθε εις γνώσιν του ΣΔΟΕ που διαβίβασε την καταγγελία στις αρμόδιες δικαστικές αρχές προς διερεύνηση τυχόν ποινικών ευθυνών.
Τον Σεπτέμβριο του 2013 δόθηκε εντολή για διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης από τον τότε εισαγγελέα Διαφθοράς Θεσσαλονίκης, Αργύρη Δημόπουλο – έρευνα που ανατέθηκε στις Εσωτερικές Υποθέσεις του υπουργείου Οικονομικών.
Σύμφωνα με το πόρισμα που συντάχθηκε, οι εφοριακοί, (μία γυναίκα και δύο άνδρες που εμφανίζονται σήμερα ως συνταξιούχοι), φέρονται να χρηματίστηκαν με το ποσό των 95.000 δολαρίων από εκπροσώπους της επιχείρησης, προκειμένου να αλλοιώσουν τα πραγματικά οικονομικά στοιχεία της ελεγχόμενης εταιερίας, με σκοπό αυτή να γλιτώσει φόρους άνω των 2,3 εκατ. ευρώ, καταβάλλοντας μόνο 600.000 ευρώ.
Ο φερόμενος χρηματισμός έγινε το 2003, ενώ ο φορολογικός έλεγχος αφορούσε προηγούμενες οικονομικές χρήσεις. Από τον επανέλεγχο που ακολούθησε, προέκυψε ότι η τελική οφειλή ανέρχεται σε 23,5 εκατ. ευρώ.
Υπό αυτές τις συνθήκες, ο σημερινός εισαγγελέας Διαφθοράς Θεσσαλονίκης Αχιλλέας Ζήσης παρήγγειλε την άσκηση ποινικής δίωξης για απιστία στην υπηρεσία (με τις επιβαρυντικές διατάξεις του νόμου περί καταχραστών του Δημοσίου), σε βάρος των εμπλεκόμενων εφοριακών, οι οποίοι θα κληθούν το επόμενο διάστημα να λογοδοτήσουν στην ειδική ανακρίτρια Διαφθοράς, στην οποία διαβιβάζεται η δικογραφία.
Κατά πληροφορίες, η επιχείρηση προσέφυγε ήδη στα αρμόδια πολιτικά δικαστήρια, αφού πρώτα κατέβαλε χρηματικό ποσό που ανέρχεται στο ήμισυ του βεβαιωθέντος ποσού, δηλαδή περί τα 12 εκατ. ευρώ.