ΝΑΠΟΛΕΩΝ ΜΑΡΑΒΕΓΙΑΣ*, ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΣ ΧΡΥΣΟΜΑΛΛΙΔΗΣ*
Yστερα από επτά χρόνια ύφεσης είναι κοινά αποδεκτό ότι το ελληνικό παραγωγικό σύστημα υπόκειται σε ένα είδος διπλής διαρθρωτικής πίεσης: αφενός από τον ανταγωνισμό που προέρχεται από χώρες με χαμηλό κόστος εργασίας που
παράγουν φθηνά, αλλά όχι απαραίτητα χαμηλής ποιότητας αγαθά και υπηρεσίες, και αφετέρου από τις προηγμένες χώρες που διαθέτουν παραγωγική διάρθρωση και δυνατότητες στηριγμένες στην γνώση, στην εκπαίδευση και στην έρευνα και νοτομία.
Το ερώτημα που προκύπτει είναι αν η Ελλάδα θα γίνει μια οικονομία χαμηλού κόστους που θα ανταγωνίζεται σε αυτή τη βάση τις αναδυόμενες οικονομίες, όπως φαίνεται να ωθείται από τους δανειστές μας και κυρίως το ΔΝΤ ή αν θα προσανατολιστεί στην αναβάθμιση της τεχνολογικής και γνωσιακής βάσης του περιεχομένου των προϊόντων και των υπηρεσιών που προσφέρει σε παγκόσμια κλίμακα.
Η πρώτη επιλογή φαίνεται αδιέξοδη, διότι στο σύγχρονο παγκοσμιοποιημένο πλαίσιο με τις ταχείς μεταφορές κεφαλαίου, πάντα θα υπάρχει μια περιοχή του κόσμου όπου το κόστος εργασίας και η φορολογία θα είναι χαμηλότερα. Η δεύτερη επιλογή είναι δύσκολη, απαιτεί εθνική προσπάθεια και προγραμματισμό και θα αποφέρει αποτελέσματα σε μακροχρόνια βάση, εξασφαλίζοντας την έξοδο από την κρίση.
Ως προς αυτό, δεν θα πρέπει να λησμονείται πως ήδη η χώρα βρίσκεται για έβδομο έτος σε βαθιά ύφεση και, αν είχε υπάρξει μια σημαντική οικονομική και οργανωτική ενίσχυση των δράσεων έρευνας και ανάπτυξης (Ε&Α), καθώς και της εκπαίδευσης σε όλες τις βαθμίδες, αυτή η πολιτική θα είχε αποφέρει ορισμένα πρώτα θετικά αναπτυξιακά αποτελέσματα.
Αυτό θα μπορούσε ίσως να είχε συμβεί αν το κεντρικό επιχείρημα του σχεδίου(;) για την ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας, αντί της υποχώρησης στις πιέσεις των δανειστών μας για μείωση του εργασιακού κόστους, είχε τεκμηριωθεί στη βάση της ύπαρξης ικανού ερευνητικού ανθρώπινου δυναμικού και είχε δοθεί έμφαση στην έρευνα, στην τεχνολογία και στην εκπαίδευση ως εθνική επιλογή. Βασικός στόχος θα ήταν η μεγαλύτερη δυνατή αξιοποίηση των ερευνητικών αποτελεσμάτων από ένα άρτια εκπαιδευμένο ανθρώπινο δυναμικό σε τομείς υψηλής τεχνολογίας, παράλληλα με την ενίσχυση της συναφούς επιχειρηματικότητας.
Η προσπάθεια θα μπορούσε να στηριχθεί στις πολλές υπάρχουσες νησίδες αριστείας που αποδίδουν, σημειώνοντας καλές επιδόσεις, και συνεπώς δεν θα χρειαζόταν να δημιουργηθεί κάτι νέο από την αρχή. Ετσι θα μπορούσε να είχε, μερικώς τουλάχιστον, αποτραπεί η μετανάστευση, κατά χιλιάδες, καταρτισμένων νέων από τη χώρα μας.
Ωστόσο, η προσπάθεια αυτή μπορεί και τώρα να ξεκινήσει! Σήμερα, η Ελλάδα βρίσκεται στις τελευταίες θέσεις της διεθνούς κατάταξης σε δείκτες που αφορούν τον τομέα της έρευνας και της τεχνολογίας και της εκπαίδευσης, καθώς δεν έχει ακόμη κατορθώσει να διαμορφώσει τις συνθήκες για τον προσδιορισμό της γνώσης ως τον σημαντικότερο παράγοντα ανάπτυξης. Για αυτό θα πρέπει να επιδιωχθεί η αναθεώρηση της υφιστάμενης ιεράρχησης των δημόσιων πολιτικών προς την κατεύθυνση της αναβάθμισης της σημασίας του τομέα της έρευνας, της τεχνολογίας, της καινοτομίας και της εκπαίδευσης στην πολιτική ημερήσια διάταξη.
Η διαπίστωση αυτή συνεπάγεται την ανάγκη για μεγαλύτερη αλληλεπίδραση και συνεργασία μεταξύ τους, αποδίδοντας παράλληλα μεγαλύτερη έμφαση στη χρηματοδότηση, στην οργάνωση και στις επιδόσεις του εθνικού συστήματος έρευνας και καινοτομίας, καθώς και του εκπαιδευτικού της συστήματος, στο πλαίσιο της προσπάθειας συγκρότησης –όχι κατ’ όνομα, αλλά με ουσιαστικό τρόπο– του ευρύτερου χώρου έρευνας και εκπαίδευσης.
Στην παρούσα δημοσιονομική και χρηματοοικονομική κρίση, οι συνθήκες έχουν επιδεινωθεί περαιτέρω, και αυτό δεν θα πρέπει να υποτιμάται, καθώς οι τομείς της έρευνας-καινοτομίας ακόμη και της εκπαίδευσης θεωρούνται δημόσιες πολιτικές «πολυτελείας». Δεδομένης μάλιστα της ανάγκης περιορισμού του δημοσιονομικού ελλείμματος, οι δημόσιες δαπάνες για εκπαίδευση, έρευνα-τεχνολογία έχουν υποστεί «οριζόντιες» περικοπές, όπως και όλες οι υπόλοιπες δαπάνες του Δημοσίου, ανεξάρτητα από την αναπτυξιακή τους δυναμική.
Αλλες χώρες –όπως η Πορτογαλία ή παλαιότερα η Φινλανδία, η Κορέα, η Γερμανία, αλλά και οι ΗΠΑ– που ήρθαν αντιμέτωπες με την οικονομική κρίση επεδίωξαν την αύξηση των σχετικών δαπανών, παρά τους δημοσιονομικούς περιορισμούς1. Συνεπώς η κατάσταση αυτή θα πρέπει να αλλάξει και στη χώρα μας και να δημιουργηθεί ευρεία συναίνεση ότι οι δαπάνες για την εκπαίδευση και την έρευνα-τεχνολογία αποτελούν προϋπόθεση για την αναβάθμιση του γνωσιακού υπόβαθρου της ελληνικής οικονομίας, προκειμένου η Ελλάδα να ξεφύγει οριστικά από την κρίση.
1. Ν. Μαραβέγιας (επιμ.) 2012. Εξοδος από την Κρίση. Η Συμβολή της Ερευνας & Τεχνολογίας. Εκδόσεις Θεμέλιο.
*Ο Ναπολέων Μαραβέγιας είναι αντιπρύτανης του Πανεπιστημίου Αθηνών, πρ. υπουργός.
**Ο Χαράλαμπος Χρυσομαλλίδης είναι δρ Πανεπιστημίου Αθηνών, επιστημονικός συνεργάτης του Εθνικού Κέντρου Τεκμηρίωσης.
**Ο Χαράλαμπος Χρυσομαλλίδης είναι δρ Πανεπιστημίου Αθηνών, επιστημονικός συνεργάτης του Εθνικού Κέντρου Τεκμηρίωσης.
Έντυπη