Και μετά το λιγνίτη, τι; Τι κρύβει το μέλλον για τη Δυτική Μακεδονία, που δεκαετίες τώρα στηρίζει την οικονομία της στην εξόρυξη του ορυκτού και ήδη μαστίζεται από την ανεργία; Συμβάλλοντας εποικοδομητικά στον δημόσιο διάλογο για το θέμα, η περιβαλλοντική οργάνωση WWF παρουσίασε χθες οδικό χάρτη ήπιας μετάβασης της περιφέρειας Δυτικής Μακεδονίας στη μεταλιγνιτική περίοδο.
Σύμφωνα με την έκθεση που υπογράφουν οι Αντώνης Ροβολής (αν. καθηγητής Παντείου Πανεπιστημίου) και Παναγιώτης Καλημέρης (Επιστημονικό Πανεπιστημιακό Ινστιτούτο Αστικού Περιβάλλοντος και Ανθρώπινου Δυναμικού, Πάντειο Πανεπιστήμιο), η προγραμματισμένη απόσυρση 3.500 MW λιγνιτικών μονάδων που λειτουργούσαν στην περιοχή θα οδηγήσει σε απώλεια 6.128 θέσεων εργασίας και 1,14 δισ. ευρώ τοπικού εισοδήματος. Ωστόσο, η δρομολογούμενη κατασκευή νέων λιγνιτικών μονάδων, όπως οι Πτολεμαΐδα V και Μελίτη II, δεν λύνει το πρόβλημα, αφού μπορούν να υποκαταστήσουν μόλις το 30% των απωλειών, παρά το γεγονός ότι για την κατασκευή τους θα απαιτηθούν επενδύσεις της τάξης των 2,5 δισ. ευρώ.
Οι επιστήμονες διαμόρφωσαν και κοστολόγησαν μία «απάντηση» στο πρόβλημα, καταρτίζοντας τρία σενάρια, ένα ήπιας, ένα μέσης και ένα ισχυρής ανάπτυξης, που επικεντρώνονται σε οικονομικές δραστηριότητες και η υλοποίησή τους εκτείνεται σε βάθος 15ετίας. Στον πρωτογενή τομέα έμφαση δόθηκε στις αγροτικές καλλιέργειες (κρόκου, αρωματικών και ενεργειακών φυτών) και τη δασοπονία, στον δευτερογενή τομέα στην ανάπτυξη των Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας, την εξοικονόμηση ενέργειας, τη διαχείριση απορριμμάτων και ιπτάμενης τέφρας, τη μεταποίηση αρωματικών φυτών, ενώ στον τριτογενή τομέα έμφαση δόθηκε στην ανάπτυξη του τουρισμού (βιομηχανικός τουρισμός, οικοτουρισμός), αλλά και στην ανάπτυξη της έρευνας από τα ερευνητικά κέντρα της Δ. Μακεδονίας.
Οπως προκύπτει, ακόμα και στο σενάριο «ήπιας ανάπτυξης» με τις πιο μετριοπαθείς παραδοχές για τις 12 αυτές οικονομικές δραστηριότητες, η οικονομία της Δ. Μακεδονίας δεν καταρρέει, καθώς αναπληρώνονται οι περισσότερες θέσεις εργασίας και δημιουργείται μεγαλύτερη Τοπική Προστιθέμενη Αξία σε σχέση με τις απώλειες από την απόσυρση των λιγνιτικών μονάδων. Το σενάριο «μέσης ανάπτυξης» οδηγεί σε 2.197 περισσότερες θέσεις εργασίας από αυτές που θα χαθούν από την απόσυρση των λιγνιτικών σταθμών έως το 2030, και σε 0,7 δισ. ευρώ μεγαλύτερη ΤΠΑ από την αντίστοιχη στο σενάριο αδράνειας (την απόσυρση των μονάδων χωρίς άλλες ενισχυτικές δράσεις).
Η υλοποίηση του σεναρίου «ισχυρής ανάπτυξης», τέλος, φαίνεται ότι δημιουργεί σχεδόν διπλάσιες θέσεις εργασίας (11.595) και παραπάνω από δύο φορές το τοπικό εισόδημα (2,48 δισ. ευρώ) που θα χαθεί την επόμενη 15ετία, ενώ οι απαιτούμενες επενδύσεις (2,35 δισ. ευρώ) είναι συγκρίσιμες με το κόστος των δύο νέων λιγνιτικών μονάδων που επιδιώκει να κατασκευάσει η ΔΕΗ. Και στα τρία σενάρια ο κλάδος των ΑΠΕ συνεισφέρει ένα πολύ σημαντικό ποσοστό των συνολικών άμεσων θέσεων εργασίας, καθώς, εκτός από τον δευτερογενή τομέα, η ανάπτυξή τους επηρεάζει θετικά και τον πρωτογενή τομέα, λόγω της καλλιέργειας ενεργειακών φυτών που απαιτούνται για τη λειτουργία της μονάδας βιομάζας της ΔΕΗ Ανανεώσιμες. Συνεπώς, ο σημερινός ενεργειακός χαρακτήρας της ΠΔΜ είναι δυνατόν να διατηρηθεί και μετά την απόσυρση των υφιστάμενων λιγνιτικών σταθμών και χωρίς κατασκευή νέων, με στροφή στις ΑΠΕ.
Σύμφωνα με την έκθεση που υπογράφουν οι Αντώνης Ροβολής (αν. καθηγητής Παντείου Πανεπιστημίου) και Παναγιώτης Καλημέρης (Επιστημονικό Πανεπιστημιακό Ινστιτούτο Αστικού Περιβάλλοντος και Ανθρώπινου Δυναμικού, Πάντειο Πανεπιστήμιο), η προγραμματισμένη απόσυρση 3.500 MW λιγνιτικών μονάδων που λειτουργούσαν στην περιοχή θα οδηγήσει σε απώλεια 6.128 θέσεων εργασίας και 1,14 δισ. ευρώ τοπικού εισοδήματος. Ωστόσο, η δρομολογούμενη κατασκευή νέων λιγνιτικών μονάδων, όπως οι Πτολεμαΐδα V και Μελίτη II, δεν λύνει το πρόβλημα, αφού μπορούν να υποκαταστήσουν μόλις το 30% των απωλειών, παρά το γεγονός ότι για την κατασκευή τους θα απαιτηθούν επενδύσεις της τάξης των 2,5 δισ. ευρώ.
Οι επιστήμονες διαμόρφωσαν και κοστολόγησαν μία «απάντηση» στο πρόβλημα, καταρτίζοντας τρία σενάρια, ένα ήπιας, ένα μέσης και ένα ισχυρής ανάπτυξης, που επικεντρώνονται σε οικονομικές δραστηριότητες και η υλοποίησή τους εκτείνεται σε βάθος 15ετίας. Στον πρωτογενή τομέα έμφαση δόθηκε στις αγροτικές καλλιέργειες (κρόκου, αρωματικών και ενεργειακών φυτών) και τη δασοπονία, στον δευτερογενή τομέα στην ανάπτυξη των Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας, την εξοικονόμηση ενέργειας, τη διαχείριση απορριμμάτων και ιπτάμενης τέφρας, τη μεταποίηση αρωματικών φυτών, ενώ στον τριτογενή τομέα έμφαση δόθηκε στην ανάπτυξη του τουρισμού (βιομηχανικός τουρισμός, οικοτουρισμός), αλλά και στην ανάπτυξη της έρευνας από τα ερευνητικά κέντρα της Δ. Μακεδονίας.
Οπως προκύπτει, ακόμα και στο σενάριο «ήπιας ανάπτυξης» με τις πιο μετριοπαθείς παραδοχές για τις 12 αυτές οικονομικές δραστηριότητες, η οικονομία της Δ. Μακεδονίας δεν καταρρέει, καθώς αναπληρώνονται οι περισσότερες θέσεις εργασίας και δημιουργείται μεγαλύτερη Τοπική Προστιθέμενη Αξία σε σχέση με τις απώλειες από την απόσυρση των λιγνιτικών μονάδων. Το σενάριο «μέσης ανάπτυξης» οδηγεί σε 2.197 περισσότερες θέσεις εργασίας από αυτές που θα χαθούν από την απόσυρση των λιγνιτικών σταθμών έως το 2030, και σε 0,7 δισ. ευρώ μεγαλύτερη ΤΠΑ από την αντίστοιχη στο σενάριο αδράνειας (την απόσυρση των μονάδων χωρίς άλλες ενισχυτικές δράσεις).
Η υλοποίηση του σεναρίου «ισχυρής ανάπτυξης», τέλος, φαίνεται ότι δημιουργεί σχεδόν διπλάσιες θέσεις εργασίας (11.595) και παραπάνω από δύο φορές το τοπικό εισόδημα (2,48 δισ. ευρώ) που θα χαθεί την επόμενη 15ετία, ενώ οι απαιτούμενες επενδύσεις (2,35 δισ. ευρώ) είναι συγκρίσιμες με το κόστος των δύο νέων λιγνιτικών μονάδων που επιδιώκει να κατασκευάσει η ΔΕΗ. Και στα τρία σενάρια ο κλάδος των ΑΠΕ συνεισφέρει ένα πολύ σημαντικό ποσοστό των συνολικών άμεσων θέσεων εργασίας, καθώς, εκτός από τον δευτερογενή τομέα, η ανάπτυξή τους επηρεάζει θετικά και τον πρωτογενή τομέα, λόγω της καλλιέργειας ενεργειακών φυτών που απαιτούνται για τη λειτουργία της μονάδας βιομάζας της ΔΕΗ Ανανεώσιμες. Συνεπώς, ο σημερινός ενεργειακός χαρακτήρας της ΠΔΜ είναι δυνατόν να διατηρηθεί και μετά την απόσυρση των υφιστάμενων λιγνιτικών σταθμών και χωρίς κατασκευή νέων, με στροφή στις ΑΠΕ.