Το Συμβούλιο της Επικρατείας έκρινε ότι καθηγητής της Νομικής Σχολής ο οποίος ήταν μέλος της εξεταστικής επιτροπής των εισαγωγικών εξετάσεων στην Εθνική Σχολή Δικαστικών Λειτουργών καλώς δεν δήλωσε κώλυμα ασυμβίβαστου λόγω του γεγονότος ότι δύο υποψήφιες ήταν συνέταιροι στις δικηγορικές εταιρίες που είχε και η μία έκανε άσκηση στο γραφείο του. Συγκεκριμένα, δυο υποψήφιοι που δεν πέρασαν στις τελευταίες εισαγωγικές εξετάσεις της Εθνικής Σχολής Δικαστικών Λειτουργών προσέφυγαν στο Συμβούλιο της Επικρατείας καταγγέλλοντας το γεγονός.
Το ΣτΕ έκρινε ότι δεν συντρέχει ασυμβίβαστο συμμετοχής του καθηγητή στην επιτροπή αξιολόγηση, παρά τις σχέσεις που είχε με τις δυο συνεργάτιδες του στις δικηγορικές του εταιρείες, οι οποίες διεκόπησαν μόλις μόλις δύο μήνες πριν τη συγκρότηση της επιτροπής του διαγωνισμού.
Συγκεκριμένα στην απόφαση του Ανωτάτου Ακυρωτικού Δικαστηρίου επισημαίνεται πως «για τη στοιχειοθέτηση, της ιδιάζουσας σχέσεως ή του ιδιαίτερου δεσμού μέλους συλλογικού οργάνου προς κρινόμενο υποψήφιο δεν αρκεί οποιαδήποτε προσωπική ή επαγγελματική σχέση, αλλά τέτοια που, ενόψει των συντρεχουσών περιστάσεων της συγκεκριμένης περιπτώσεως, είναι πρόσφορη να δημιουργήσει εύλογες υπόνοιες ότι το μέλος του οργάνου έχει ήδη σχηματισμένη και, συνεπώς, προκατειλημμένη γνώμη για τον υποψήφιο τον οποίο πρόκειται να κρίνει».
Στην συνέχεια το ΣτΕ κατά πλειοψηφία, αποφάνθηκε ότι δεν στοιχειοθετείται η ύπαρξη ιδιάζουσας σχέσης του καθηγητή με τις δύο συναιτέρες του και απέρριψε ως αβάσιμους όλους τους ισχυρισμούς των δυο υποψηφίων που έμειναν εκτός Σχολής. Αντίθετα, η προεδρεύουσα του Τμήματος του ΣτΕ, Κατερίνα Σακελλαροπούλου υπογραμμίζει στις αποφάσεις ότι η σχέση του καθηγητή με τις πρώην συνεργάτιδές τους συνιστούν ιδιαίτερη και ιδιάζουσα σχέση.
Αξίζει να σημειωθεί πως κατά την ακροαματική διαδικασία ενώπιον του ΣτΕ ειπώθηκε πως όταν η μία εκ των συνεταίρων του Πανεπιστημιακού διδασκάλου εισήλθε στο χώρο της προφορικής εξέτασης, την προσφώνησε παρουσία όλων, με το χαϊδευτικό της όνομα, «Πένυ».
Επίσης, ο ένας εκ των υποψηφίων που προσέφυγε στο ΣτΕ, επικαλέσθηκε ότι κατά την προφορική εξέταση ο καθηγητής απευθύνθηκε προς την παλαιά συνεργάτιδα του «σε τόνο προσωπικό και οικείο» κάτι που «θα μπορούσε να επηρεάσει καιτα λοιπά μέλη της επιτροπής».
Πάντως, και η επιτροπή του διαγωνισμού είχε την ίδια άποψη με το Συμβουλίου της Επικρατείας. Συγκεκριμένα, ο καθηγητής υπέβαλε δήλωση προ την επιτροπή του διαγωνισμού στην οποία ανέφερε ότι στις εξετάσεις που καλείται να διεξαγάγει προσεχώς επιτροπή «θα μετάσχει και δικηγόρος που συνεργάσθηκε μαζί μου στο παρελθόν, σε συνεργασία η οποία ουσιαστικά διεκόπη πριν από ενάμισι περίπου χρόνο, ήταν όμως και εταίρος σε δικηγορική εταιρεία της οποίας κύριος εταίρος ήμουν και εγώ, όπου και παρέμεινε τυπικά μέχρι την διάλυσή της, την 31η Δεκεμβρίου 2015. Θέτω το γεγονός αυτό υπόψη σας, ώστε να κρίνετε αν συντρέχει λόγος ασυμβιβάστου της συμμετοχής μου σε αυτήν”. Ίδια δήλωση υπέβαλε και για την δεύτερη δικηγόρο η οποία ήταν συνέταιρος του σε άλλη δικηγορική εταιρεία του.
Η επιτροπή του διαγωνισμού αποφάνθηκε ότι «δεν θεωρεί ότι συντρέχει στο πρόσωπό του νόμιμο κώλυμα συμμετοχής». Μάλιστα η επιτροπή έλαβε την απόφασή της «σε συνδυασμό με την προφορική δήλωση» του καθηγητή ότι «δεν θεωρεί ο ίδιος» ότι «συντρέχει στο πρόσωπό του νόμιμο κώλυμα συμμετοχής».