Πήγαν για κούρεμα δανείου και βγήκαν… κουρεμένοι – Ιστορική απόφαση δικαστηρίου: αντί για τη ρύθμιση Κατσέλη, στέλνει δανειολήπτες και τραπεζικούς υπαλλήλους στον εισαγγελέα για δόλια και σκόπιμη υπερχρέωση
Νέα δεδομένα στις ρυθμίσεις του νόμου Κατσέλη για τα υπερχρεωμένα νοικοκυριά δημιουργεί η απόφαση-σταθμός του Ειρηνοδικείου Νεάπολης Λασιθίου, με την οποία το δικαστήριο απέρριψε τις αιτήσεις των δανειοληπτών και τους παρέπεμψε στον εισαγγελέα μαζί με τους τραπεζοϋπαλλήλους που ενέκριναν τα δάνεια, επιρρίπτοντας σε όλα τα εμπλεκόμενα μέρη τις ευθύνες για τον αλόγιστο δανεισμό του παρελθόντος.
Επιπλέον το δικαστήριο δέχεται ότι:
– Δόλο μπορεί να κρύβει κάποιος όταν ζητά να του εγκριθεί ένα υπέρογκο δάνειο.
– Εχει συνυπαιτιότητα και η τράπεζα που του δίνει το υπέρογκο δάνειο.
– Οι δόσεις για το δάνειο δεν πρέπει να υπερβαίνουν το 40% των εισοδημάτων.
– Εκτός από τον δανειολήπτη και την τράπεζα, από τον αλόγιστο δανεισμό βλάπτονται και όλοι οι υπόλοιποι, ακόμα κι αν δεν έχουν πάρει καν δάνειο.
– Οι πραγματικές αξίες ακινήτων που έχουν στο χαρτοφυλάκιό τους οι τράπεζες μπορεί να είναι έως και 85% χαμηλότερες από την εγγύηση υποθήκης που έχουν εγγράψει (εν προκειμένω αξία 150.000 ευρώ για υποθήκες 636.000 ευρώ)!
Ολα αυτά έρχονται σε αντίθεση με την έως τώρα ισχύουσα νομολογία των δικαστηρίων που, ανεξάρτητα από το ύψος δανεισμού ή τη συμπεριφορά των δανειοληπτών, καταλόγιζαν ευθύνη a priori αποκλειστικά και μόνο στην «επιθετική πολιτική των τραπεζών» και στην «επιθετική στρατηγική πώλησης τραπεζικών προϊόντων μέσω καταιγιστικών διαφημίσεων».
Εγκλημα ο υπερδανεισμός
Εξετάζοντας σε βάθος τα στοιχεία και τους φακέλους που είχε στη διάθεσή του, το Ειρηνοδικείο μετέτρεψε μια «βιομηχανοποιημένη» διαδικασία ρυθμίσεων χρεών σε βαρύ κατηγορητήριο κατά όσων είχαν συμμετοχή στη δημιουργία του προβλήματος των κόκκινων δανείων. Η σημασία της απόφασης είναι τεράστια γιατί έρχεται να διαλύσει και έναν μύθο που, σκοπίμως ή από άγνοια, καλύπτει τις πραγματικές αιτίες του προβλήματος και εμποδίζει την αντιμετώπισή του: στο όνομα της οικονομικής κρίσης και της προστασίας της κατοικίας του μικρού δανειολήπτη, όλες οι ρυθμίσεις που κατά καιρούς αποφασίζονται (αναστολή πλειστηριασμών, κούρεμα χρέους κ.λπ.) βολεύουν ιδιαίτερα τους «στρατηγικούς κακοπληρωτές» που απολαμβάνουν ασυλία. Αποδεικνύεται μάλιστα ότι είναι τέτοιοι από άποψη. Το δικαστήριο δεν κλείνει τα μάτια όμως και στις ευθύνες που έχουν οι τράπεζες, βάζοντάς τις στο ίδιο τσουβάλι με τους… μπαταχτσήδες και στέλνοντάς τους όλους μαζί στον εισαγγελέα, χωρίς να αποκλείει μάλιστα και ευρύτερο σχέδιο καταδολίευσης και απιστίας εκ μέρους κυκλωμάτων και «συμμοριών» στον χώρο της τραπεζικής πίστης.
Οφειλές 800.000 με μισθούς 3.500 ευρώ!
Με τη στάση του το Ειρηνοδικείου Νεάπολης ρίχνει φως στο πρόβλημα των κόκκινων δανείων που ταλανίζει τη χώρα.
Τι ακριβώς συνέβη; Στο Ειρηνοδικείο Νεάπολης Λασιθίου φτάνουν σωρηδόν, όπως και σε όλη τη χώρα, χιλιάδες αιτήσεις δανειοληπτών που ζητούν τη ρύθμιση των χρεών τους και την εξαίρεση της κύριας κατοικίας τους, με βάση τον ν.3869 του 2010 (νόμος Κατσέλη). Επικαλούνται δηλαδή την κακή οικονομική και οικογενειακή κατάσταση στην οποία έχουν περιέλθει για να αποδείξουν πως βρίσκονται σε κατάσταση μόνιµης αδυναµίας πληρωµής των ληξιπρόθεσµων χρεών τους και ζητούν προστασία και ελάφρυνση από το δικαστήριο. Εμφανίζεται τότε και εκπρόσωπος της τράπεζας που, ως συνήθως, ζητά να μη γίνει ρύθμιση υπέρ του δανειολήπτη.
Το δικαστήριο, όμως, έκοψε τη φόρα σε όλους και έκρινε πως υποκρύπτεται «έγκλημα που διώκεται αυτεπαγγέλτως» σε βάρος της εθνικής οικονομίας, των συνεπών δανειοληπτών, των φορολογουμένων και της χώρας παραπέμποντάς την υπόθεση στον εισαγγελέα.
Κι αυτό γιατί έκρινε με βάση τα πραγματικά περιστατικά. Συγκεκριμένα, όπως αναφέρει, η εν λόγω απόφαση:
– Το δάνειο το ζήτησε και το πήρε ένα ζευγάρι δημοσίων υπαλλήλων. Ο άνδρας ήταν γιατρός (Επιμελητής Α) σε κρατικό νοσοκομείο, με μέσο μηνιαίο μισθό σήμερα 2.100 ευρώ. Η σύζυγος είναι νοσηλεύτρια με μέσο μισθό 1.200 ευρώ (με βάση τις αναλύσεις αποδοχών), ενώ έχουν αποκτήσει και ένα ανήλικο παιδί. Από το 2005 και μετά το εισόδημά τους δεν ξεπερνούσε ποτέ τα 5.000 ευρώ τον μήνα (με εφημερίες κ.λπ.) και το 2008-2011 είχε ήδη μειωθεί. Μόνο για έξοδα διαβίωσης δικά τους και του παιδιού τους λένε ότι χρειάζονται 2.500 ευρώ τον μήνα.
– Το μοναδικό περιουσιακό στοιχείο που είχαν και προσέφεραν ως εγγύηση είναι μια μεζονέτα 290 τ.μ. σε οικόπεδο εκτάσεως 650 τ.μ., το οποίο αποτελεί τη μόνη κατοικία αυτών και του παιδιού τους.
– Για να αγοράσουν το οικόπεδο και να χτίσουν, πήραν επτά συνεχόμενα δάνεια από την ίδια τράπεζα. Εχοντας ως μοναδικό εισόδημα τους μισθούς τους πήραν συνολικά δάνεια (από το 2008 ως το 2011) 544.365 ευρώ. Από αυτά, όταν κατέθεσαν αίτηση για ένταξη στον νόμο Κατσέλη (Φεβρουάριος 2013) χρωστούσαν ακόμα τα 532.052 ευρώ.
– Για το σύνολο των δανείων αυτών θα έπρεπε να πληρώσουν σε 20 χρόνια μαζί με τόκους πάνω από 800.000 ευρώ. Η μέση δόση για τα 7 δάνεια που είχαν συμφωνήσει ήταν 3.300 ευρώ τον μήνα, δηλαδή σχεδόν ολόκληρος ο μισθός τους! Υπέβαλαν όμως πρόταση συμβιβασμού προς την τράπεζα, να πληρώνουν 1.000 ευρώ τον μήνα για 48 μήνες και, στη συνέχεια, 353 ευρώ τον μήνα για άλλα 16 χρόνια, δηλαδή όλα μαζί συνολικά περίπου 120.000 ευρώ σε βάθος 20ετίας.
– Οι ίδιοι υπολογίζουν τις βιωτικές τους ανάγκες σε 2.500 ευρώ μηνιαίως και γι’ αυτό το δικαστήριο θεωρεί ότι από την αρχή της λήψης των δανείων τα δηλωθέντα εισοδήματα των αιτούντων δεν επαρκούσαν για την κάλυψη των δανειακών τους υποχρεώσεων επί μια 20ετία, αφού απέμενε μόνο ο μισθός της συζύγου (1.400 ευρώ) για να ζουν.
– Η δόση για την εξυπηρέτηση των δανείων προς το εισόδημα έφταναν στο 70% του μηνιαίου εισοδήματος, όταν ως γενικά αποδεκτό θεωρείται η δόση να μην υπερβαίνει το 40% του μηνιαίου εισοδήματος.
– Από τα παραπάνω προκύπτει ότι οι αιτούντες δεν επέδειξαν συμπεριφορά συνετού καταναλωτή διότι ήδη από τον χρόνο λήψης των ως άνω δανείων, το 2008, διέβλεπαν ως ενδεχόμενη την αδυναμία της αποπληρωμής των υποχρεώσεών τους στο μέλλον, καθώς το μοναδικό αξιόλογο αλλά και σταθερό οικογενειακό εισόδημα ήταν ο μισθός τους και οι εφημερίες, οι οποίες όμως κυμαίνονται και διαφοροποιούνται ανά χρονική περίοδο. Παράλληλα δε οι αιτούντες δεν επικαλούνται ούτε αποδεικνύουν εισοδήματα από άλλες πηγές.
– Η παράλειψη από την πλευρά της τράπεζας να ενεργήσει επισταμένη έρευνα για την πιστοληπτική ικανότητα του δανειολήπτη πριν χορηγήσει την πίστωση δεν συνεπάγεται αυτοδικαίως και ότι δεν έχει ο οφειλέτης την ευθύνη να προβλέψει για τις πληρωμές που αναλαμβάνει.
– Στις περιπτώσεις δανείων που δόθηκαν χωρίς έλεγχο της πιστοληπτικής ικανότητας των δανειοληπτών και χωρίς να εξασφαλίσουν την περιουσία της τράπεζας με αξιόχρεες εγγυήσεις προκύπτει το αδίκημα της απιστίας του άρθρου 390 Π.Κ.
«Στρατηγικοί κακοπληρωτές» και μισθοσυντήρητοι
Στη συγκεκριμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την ένδικη αίτηση, η πιστώτρια τράπεζα έδωσε δάνειο 544.000 ευρώ, ενώ η εμπορική αξία της μεζονέτας και του οικοπέδου ανέρχεται στο ποσό των 150.000 ευρώ. Στο σημείο αυτό, η απόφαση του Ειρηνοδικείου τονίζει ότι:
– Απ’ όλα τα ως άνω εκτεθέντα προκύπτει ότι οι αιτούντες ως οφειλέτες δημιούργησαν χρέη συνολικού ύψους 544.000 ευρώ, υπερβαίνοντας το μέτρο και τη σύνεση του μέσου καταναλωτή, με τον αλόγιστο δανεισμό τους και τη λήψη στεγαστικών και καταναλωτικών δανείων.
– Συνέχισαν δε και μετά το ξέσπασμα της οικονομικής κρίσης να λαμβάνουν δάνεια (2009 και 2011) μολονότι γνώριζαν ότι στο μέλλον θα αδυνατούσαν να τα καλύψουν ή τουλάχιστον προχωρούσαν στη λήψη των δανείων αποδεχόμενοι πλήρως ως πιθανό αποτέλεσμα την αδυναμία πληρωμής τους και αψηφώντας τις συνέπειες.
– Επιπλέον δεν απέδειξαν ότι κατά την ανάληψη των επίδικων οφειλών τους ανέμεναν ή ήλπιζαν σε μεταγενέστερη βελτίωση των οικονομικών τους ώστε να υπάρχει δυνατότητα αποπληρωμής τους.
– Υπό τα περιστατικά αυτά η υπαιτιότητα των αιτούντων είχε τη μορφή του ενδεχόμενου δόλου καθώς προέβλεψαν το αποτέλεσμα της αδυναμίας πληρωμής των χρεών των ως πιθανό και το αποδέχθηκαν.
Μεγάλες αλήθειες
Ετσι, το δικαστήριο κρίνει ότι:
– Η αίτηση υπαγωγής στον νόμο Κατσέλη ασκείται καταχρηστικά. Η επιδίωξή τους για ρύθμιση χρεών με βάση αυτά τα πραγματικά περιστατικά συνιστά καταστρατήγηση του νόμου όχι μόνο σε βάρος της τράπεζας, «αλλά και των συνεπών οφειλετών, που αποτελούν και τη συντριπτική πλειοψηφία», καθώς παραβιάζει και το πνεύμα του νόμου αλλά και «τους ηθικούς κανόνες, που χαρακτηρίζουν τη συμπεριφορά του μέσου συνετού ανθρώπου».
– «Ο υπέρμετρος δανεισμός των δανειοληπτών, με κορύφωση τα έτη 2008, 2009 και 2011, αποσκοπούσε στην επίτευξη από μέρους τους επιπέδου διαβίωσης ανώτερου από τις οικονομικές τους δυνατότητες προκειμένου να κατασκευάσουν νεόδμητη υπερπολυτελή οικία υπερβολικών διαστάσεων για τα δεδομένα μιας τυπικής τριμελούς οικογένειας, η οποία σαφώς δεν ανταποκρινόταν στα μέτρα των οικονομικών δυνατοτήτων τους, ούτε βέβαια στον σκοπό του νομοθέτη, που ήταν κυρίως η εξασφάλιση ενός ελάχιστου επιπέδου διαβίωσης στους οφειλέτες με τη δυνατότητα απαλλαγής από τις υποχρεώσεις προκειμένου να επανενταχθούν στην οικονομική δραστηριότητα».
– Τυχόν ένταξη τέτοιων περιπτώσεων στον νόμο Κατσέλη, τονίζει το δικαστήριο στην ιστορικής σημασίας απόφασή του, «αποβαίνει σε βάρος της εθνικής οικονομίας, των πιστωτικών ιδρυμάτων, των μετόχων, των καταθετών, των πολιτών και είναι αδιανόητη για τα οικονομικά του Ελληνικού Δημοσίου, αφού η διαγραφή τέτοιων χρεών, που έχουν προκύψει για αγορές ή άλλες δραστηριότητες πολυτελείας από απερισκεψία ή κακό οικονομικό προγραμματισμό, και η προνομιακή αυτή αντιμετώπιση ενός μικρού μέρους τέτοιων δανειοληπτών αδικεί όσους με δυσκολία ανταποκρίνονται στις υποχρεώσεις των περιορίζοντας το επίπεδο διαβίωσής τους, όταν μάλιστα είναι γνωστό ότι οι όποιες απώλειες των τραπεζών, από τα νοικοκυριά αυτά, αντισταθμίζονται από ακόμη υψηλότερα επιτόκια χορηγήσεων, με ακόμη μεγαλύτερες επιβαρύνσεις για το σύνολο των πολιτών, σε μια πολύ δύσκολη οικονομική συγκυρία για τη χώρα μας γιατί στην ουσία έτσι μετακυλίεται η αποπληρωμή των οφειλών τους στο Ελληνικό Δημόσιο, το οποίο αναγκάζεται να στηρίξει χρηματικά τις τράπεζες, και κατά συνέπεια στην ελληνική κοινωνία και στους Ελληνες φορολογούμενους».
– «Συμπερασματικά, μια τέτοια εφαρμογή του νόμου και διαγραφή υπέρογκων ή αλόγιστων χρεών θα προσέκρουε σε κάθε περίπτωση στο άρθρο 4 παρ. 1 του Συντάγματος, κατά το οποίο οι Ελληνες είναι ίσοι απέναντι στον νόμο, κατά την οποία η αρχή της ισότητας αποκλείει την εκδήλως άνιση μεταχείριση, είτε με τη μορφή της εισαγωγής καθαρά χαριστικών μέτρων ή προνομίων, είτε με τη μορφή της επιβολής αδικαιολόγητης επιβάρυνσης, όπως συμβαίνει στην περίπτωση όπου οι πιστωτές χάνουν το μεγαλύτερο μέρος ή και ολόκληρη την απαίτησή τους».
– «Εξάλλου το σύνηθες πρότυπο του οφειλέτη, στον οποίο αφορά ο νόμος, είναι αυτό του μικροοφειλέτη – στις περισσότερες περιπτώσεις με πενιχρά εισοδήματα, με πενιχρά περιουσιακά στοιχεία και έλλειψη συναλλακτικής εμπειρίας και όχι η προστασία καταναλωτών με πολύ μεγάλη δανειακή επιβάρυνση, η οποία κείται εκτός κάθε λογικής συνετού και υπεύθυνου εκ μέρους του δανειολήπτη δανεισμού».
– «Η συνυπαιτιότητα των τραπεζών στη λήψη δανείων δεν αίρει τις συνέπειες της δόλιας και καταχρηστικής συμπεριφοράς του υπερχρεωμένου, που είναι η μη υπαγωγή του στις ευεργετικές διατάξεις του ως άνω νόμου, ακόμη και αν σε αυτό συνέβαλε η συμπεριφορά των πιστωτικών ιδρυμάτων που χορηγούσαν δάνεια, χωρίς να ελέγξουν την οικονομική δυνατότητα του αιτούμενου το δάνειο και χωρίς να διαπιστώσουν και τις λοιπές δανειακές υποχρεώσεις του και την εν γένει οικονομική του συμπεριφορά και συνεπώς φέρουν ευθύνη για την επισφάλεια αυτή».
– Η εμπορική αξία όλης της μονοκατοικίας ανέρχεται στο ποσό των 150.000 ευρώ, επί της οποίας η πιστώτρια τράπεζα ενέγραψε τις προσημειώσεις υποθηκών συνολικού ύψους 636.000 ευρώ.