ΝΙΚΟΣ ΖΟΝΖΗΛΟ
Οι κίνδυνοι για την ευρωπαϊκή οικονομία που απορρέουν από ενδεχόμενο ελληνικό ατύχημα ελαχιστοποιήθηκαν. Το ελληνικό ζήτημα λύθηκε κατά τρόπον βέλτιστο για τους δανειστές και εξαιρετικά επώδυνο για εμάς τους Ελληνες.
Με την επιτυχή έκβαση των διαπραγματεύσεων και την ολοκλήρωση της αξιολόγησης, έστω και με αδικαιολόγητη καθυστέρηση, τα χειρότερα αποφεύχθηκαν, η χώρα παρέμεινε στη Ζώνη του Ευρώ. Αυτός ήταν και ο κεντρικός στόχος και επιδίωξη της ελληνικής πλευράς κατά την εκτέλεση και των τριών προγραμμάτων που εφαρμόσθηκαν τα τελευταία χρόνια, αφότου η χώρα αποκλείστηκε από τις διεθνείς αγορές και τη χρηματοδότηση της οικονομίας ανέλαβαν οι εταίροι μας. Από την πλευρά των εταίρων και δανειστών, ο ρητός στόχος ήταν ασφαλώς η διάσωση της ελληνικής οικονομίας, υπήρχε όμως και ένας εξίσου σημαντικός αλλά άρρητος στόχος, αυτός της πλήρους διασφάλισης της ευρωπαϊκής οικονομίας από τυχόν ελληνικό ατύχημα.
Οι πολιτικές που εφαρμόσθηκαν τα τελευταία χρόνια είχαν ως αποτέλεσμα η ελληνική οικονομία αφενός μεν να συρρικνωθεί κατά 25% και αφετέρου, με την ανταλλαγή του χρέους (PSI), να αποστειρωθεί πλήρως μέσα στο ευρωπαϊκό σώμα. Οι κίνδυνοι για την ευρωπαϊκή οικονομία που απορρέουν από ενδεχόμενο ελληνικό ατύχημα ελαχιστοποιήθηκαν. Το ελληνικό ζήτημα λύθηκε κατά τρόπον βέλτιστο για τους δανειστές και εξαιρετικά επώδυνο για μας τους Ελληνες. Οσο για την ανάπτυξη, αυτή είναι εσωτερική υπόθεση των Ελλήνων και σε αυτό το ζήτημα στρέφομαι τώρα.
Εκτιμήσεις που διενεργήθηκαν με οικονομετρικό υπόδειγμα καταδεικνύουν ότι η επίτευξη ενός μέσου ρυθμού ανόδου της ελληνικής οικονομίας περίπου 2% στην περίοδο 2016-20 απαιτεί σωρευτικά ακαθάριστες επενδύσεις παγίου κεφαλαίου τουλάχιστον 125 δισ. ευρώ. Σημειωτέον ότι για την επίτευξη αυτού του ρυθμού ανόδου, η ιδιωτική κατανάλωση πρέπει να διατηρεί οριακά θετικούς ρυθμούς μεγέθυνσης και η συμβολή του εξωτερικού τομέα στην άνοδο του ΑΕΠ να είναι ελαφρά θετική. Επιπλέον, το σενάριο υποθέτει λιγότερο φιλόδοξους δημοσιονομικούς στόχους από αυτούς που προβλέπουν και απαιτούν οι Ευρωπαίοι εταίροι μας.
Τα εύλογα ερωτήματα που τίθενται είναι: Μπορεί η ελληνική οικονομία να επιτύχει αυτό τον ρυθμό ανόδου; Μπορεί να επενδύσει 125 δισ. ευρώ έως το 2020;
Ο ρυθμός ανόδου μιας οικονομίας σε μεσοπρόθεσμο ορίζοντα καθορίζεται από δύο παραμέτρους, τον λόγο της εθνικής αποταμίευσης στο εθνικό προϊόν και τον λόγο του φυσικού κεφαλαίου στο προϊόν. Στο ενδιάμεσο αυτών των παραμέτρων βρίσκεται το τραπεζικό σύστημα που συγκεντρώνει την αποταμίευση, τη διευρύνει και ακολούθως τη διοχετεύει στις επιχειρήσεις για την πραγματοποίηση των επενδυτικών τους σχεδίων. Οι παράγοντες αυτοί όπως διαμορφώνονται σήμερα δεν ευνοούν την ανάπτυξη. Η εγχώρια ακαθάριστη αποταμίευση είναι ανεπαρκής και σε ορισμένους θεσμικούς τομείς αρνητική. Το τραπεζικό σύστημα παρά την πρόσφατη ανακεφαλαιοποίηση είναι ασθενές, κυρίως λόγω του όγκου των μη εξυπηρετούμενων δανείων και της έλλειψης αποταμιεύσεων, με συνέπεια να αδυνατεί να διαδραματίσει ικανοποιητικά τον διαμεσολαβητικό του ρόλο. Τέλος, ο λόγος κεφαλαίου προϊόντος έχει τιμή 5, την υψηλότερη στη Ευρώπη, που υπερβαίνει κατά πολύ τον ευρωπαϊκό μέσο όρο που εκτιμάται σε 3, γεγονός που σημαίνει ότι το κεφάλαιο στην Ελλάδα κατά μέσο όρο έχει χαμηλή μέση παραγωγικότητα.
Η επαναφορά της ελληνικής οικονομίας σε τροχιά διατηρήσιμης και περιεκτικής ανάπτυξης θα είναι μια δυσχερής υπόθεση. Είναι δύσκολο να πραγματοποιηθούν επενδύσεις του ύψους που αναφέρθηκε χωρίς τη βελτίωση των παραγόντων που σημειώθηκαν, αλλά και τη σταδιακή αποκατάσταση της εμπιστοσύνης σε όλα τα επίπεδα. Επιπλέον, απαιτείται ισχυρή κυριότητα του μεταρρυθμιστικού προγράμματος. Οι μεταρρυθμίσεις δεν μπορεί να αντιμετωπίζονται σαν δυσάρεστο «προαπαιτούμενο». Αποφασίζονται και πραγματοποιούνται από τους Ελληνες, με στόχο την ευημερία όλων των Ελλήνων και αποτελούν κύριο όπλο στη μάχη ενάντια στα οργανωμένα συμφέροντα.
Παρά τις δυσκολίες, η ανάπτυξη είναι εφικτή, το στοιχείο αισιοδοξίας πηγάζει από πολλά θετικά στοιχεία που περιβάλλουν την ελληνική οικονομία, η σωστή αξιοποίηση των οποίων δημιουργεί τις απαραίτητες προϋποθέσεις ανάκτησης της καθοριστικής για την ανάπτυξη εμπιστοσύνης. Συγκεκριμένα:
• Κατά την περίοδο εφαρμογής των μνημονίων ασφαλώς δεν επετεύχθησαν όλοι οι διαρθρωτικοί στόχοι που είχαν τεθεί. Ομως έγιναν πολλά, και στη λειτουργία των αγορών που βελτιώθηκε αισθητά και στον τομέα της ανταγωνιστικότητας κόστους που αποκαταστάθηκε πλήρως. Το σημαντικότερο όμως είναι η αποκατάσταση των ονομαστικών ανισορροπιών, δημοσιονομικών και ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών, που αποτελεί τη βάση μιας υγιούς επανεκκίνησης της αναπτυξιακής διαδικασίας.
• Οι πρόσφατες ευνοϊκές αποφάσεις της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας ισχυροποιούν το τραπεζικό σύστημα, μειώνουν το κόστος δανεισμού και μαζί με την αναμενόμενη συμμετοχή της Ελλάδος στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης είναι ένα πρώτο βήμα για την έξοδο της χώρας στις αγορές.
• Η επίσης πρόσφατη μεγάλη αλλαγή στάσης του ΔΝΤ ως προς τον απαιτούμενο βαθμό λιτότητας των σταθεροποιητικών προγραμμάτων, το ύψος των πρωτογενών ελλειμμάτων και κυρίως η μεγάλη μεταστροφή του από τη μάλλον αυθαίρετη ανάλυση διατηρησιμότητας προς τις χρηματοδοτικές ανάγκες εξυπηρέτησης του χρέους αποτελούν στοιχεία ευνοϊκά που μειώνουν τον κίνδυνο της χώρας. Μια ενεργητική, δίκαιη και διαφανής διαχείριση των μη εξυπηρετούμενων δανείων φαίνεται να μπαίνει σε εφαρμογή.
• Ορισμένα επενδυτικά προγράμματα (τουρισμός, ενέργεια, ΕΣΠΑ) είναι ήδη σε εξέλιξη. Κυρίως όμως, το πρόγραμμα αποκρατικοποιήσεων αναμένεται να έχει ιδιαίτερα ευεργετικές επιδράσεις σε πολλούς τομείς στην ελληνική οικονομία όπως καταδεικνύουν πρόσφατες μελέτες του ΙΟΒΕ. Ελληνικό, ΟΛΠ και περιφερειακά αεροδρόμια μπορούν να πυροδοτήσουν άμεσα την αναπτυξιακή διαδικασία.
*Ο κ. Νίκος Ζόνζηλος είναι ερευνητικός συνεργάτης του ΙΟΒΕ και πρώην στέλεχος της Διεύθυνσης Οικονομικών Μελετών της Τράπεζας της Ελλάδος.