Νέα παρέμβαση -στη στρατηγική της Ενωμένης Ευρώπης, για την προσφυγική κρίση- του Τζορτζ Σόρος με άρθρο του, αυτή τη φορά στην ηλεκτρονική έκδοση του Foreign Policy.
Ο Σόρος κρούει «καμπανάκια» προς την ΕΕ ότι στην Ελλάδα βρίσκεται σε εξέλιξη μία ανθρωπιστική καταστροφή. Η λύση που προτείνει είναι η παροχή επαρκών κονδυλίων στη χώρα μας ώστε να φροντίσει τους αιτούντες άσυλο. Επίσης, να εφαρμοστεί η υπόσχεση που μας έχει δοθεί, να μετεγκατασταθούν 60.000 αιτούντες άσυλο από την Ελλάδα σε άλλα κράτη μέλη της ΕΕ.
Κατά τον πρόεδρο του Soros Fund Management και των Ιδρυμάτων Open Society, η προσφυγική κρίση, αλλά και το Brexit, αποτελούν ένα εκρηκτικό μείγμα που μπορεί να διαλύσει την ΕΕ. Η αποτελεσματική διαχείριση της προσφυγικής κρίσης θα απαιτήσει «κύμα» χρηματοδότησης -επισημαίνει- και αυτό πρέπει να το αποδεχθούν οι ευρωπαίοι ηγέτες, όπως και έναν εγγυημένο στόχο, τουλάχιστον, 300.000 προσφύγων, ετησίως.
Ταυτόχρονα, προτείνει μια αποτελεσματική εναλλακτική στην παρούσα προσέγγιση της ΕΕ για το προσφυγικό, η οποία θα μπορούσε να δομηθεί επάνω σε επτά πυλώνες.
Πρώτο, η ΕΕ και ο υπόλοιπος κόσμος πρέπει να δεχθούν έναν σημαντικό αριθμό προσφύγων από χώρες της πρώτης γραμμής με έναν ασφαλή και μεθοδικό τρόπο που θα ήταν πολύ πιο αποδεκτός στο κοινό από την τρέχουσα αναταραχή.
Δεύτερο, η ΕΕ οφείλει να καταλαγιάσει την αναταραχή και να αντιμετωπίσει το χάος στα σύνορά της. Τίποτα δεν αποξενώνει και δεν φοβίζει τον κόσμο περισσότερο από τις σκηνές χάους. Η άμεση λύση είναι απλή: παροχή επαρκών κονδυλίων σε Ελλάδα και Ιταλία, ώστε να φροντίσουν τους αιτούντες άσυλο, εντολή στις ναυτικές δυνάμεις να αναγάγουν την αναζήτηση και διάσωση (και όχι την «προστασία» των συνόρων) σε προτεραιότητά τους και εφαρμογή της υπόσχεσης να μετεγκατασταθούν 60.000 αιτούντες άσυλο από την Ελλάδα σε άλλα κράτη μέλη της ΕΕ.
Τρίτο, η ΕΕ πρέπει να δημιουργήσει οικονομικά εργαλεία, ικανά να παράσχουν επαρκή κονδύλια για τις μακροπρόθεσμες προκλήσεις που αντιμετωπίζει και να μη χωλαίνει από επεισόδιο σε επεισόδιο. Θα χρειαστούν, τουλάχιστον, 30 δισ. ευρώ ανά έτος, προκειμένου η ΕΕ να καταρτίσει ένα ολοκληρωμένο σχέδιο ασύλου. Μολονότι αυτό μπορεί να μοιάζει με ένα τεράστιο ποσό, ωχριά μπροστά στο πολιτικό, ανθρωπιστικό και οικονομικό κόστος μιας παρατεταμένης κρίσης. Υπάρχει και η πραγματική απειλή ότι το σύστημα Σένγκεν της Ευρώπης για ανοικτά εσωτερικά σύνορα θα καταρρεύσει. Το Ίδρυμα Μπέρτελσμαν εκτιμά ότι μια υπαναχώρηση από τη Σένγκεν θα κόστιζε στην ΕΕ από 47 έως 140 δισ. ευρώ σε απολεσθέν ΑΕΠ, ετησίως.
Τέταρτο, η κρίση θα πρέπει να χρησιμοποιηθεί για τη δημιουργία κοινών ευρωπαϊκών μηχανισμών, για την προστασία των συνόρων, τον προσδιορισμό των αιτημάτων ασύλου, καθώς και τη μετεγκατάσταση των προσφύγων. Κάποια μικρή πρόοδος είναι σε εξέλιξη: η νομοθεσία για την καθιέρωση των ευρωπαϊκών συνόρων και της ακτοφυλακής εγκρίθηκε από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο. Όμως, ο κανονισμός του Δουβλίνου -η βάση του προσδιορισμού για το ποια χώρα φέρει ευθύνη για την επεξεργασία και τη φιλοξενία των αιτούντων άσυλο- αποτρέπει την αλληλεγγύη μεταξύ των κρατών-μελών της ΕΕ, αποθέτοντας το μεγαλύτερο βάρος στη χώρα πρώτης εισόδου. Για το ζήτημα αυτό πρέπει να γίνει επαναδιαπραγμάτευση.
Μια ευρωπαϊκή λύση αρχίζει να αναφαίνεται αυτή τη στιγμή στην Ελλάδα, όπου η Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Υποστήριξης για το Άσυλο (EASO) εξετάζει de facto τις αιτήσεις ασύλου, προκειμένου να συνδράμει τις ελληνικές αρχές που έχουν κατακλυστεί από τον όγκο.
Πέμπτο, μόλις πρόσφυγες έχουν αναγνωριστεί, πρέπει να υπάρχει ένας μηχανισμός για τη μετεγκατάστασή τους εντός της Ευρώπης, βάσει ενός συμφωνημένου τρόπου.
Έκτο, η Ευρωπαϊκή Ένωση, μαζί με τη διεθνή κοινότητα, πρέπει να στηρίξουν τις χώρες υποδοχής των προσφύγων πολύ πιο γενναιόδωρα από ό,τι πράττουν σήμερα. Η απαιτούμενη υποστήριξη είναι εν μέρει οικονομική, έτσι ώστε χώρες όπως η Ιορδανία να μπορεί να παρέχει επαρκή εκπαίδευση, στέγαση, εξειδίκευση και υγειονομική περίθαλψη για τους πρόσφυγες, και εν μέρει με τη μορφή εμπορικών προτιμήσεων, έτσι ώστε οι χώρες αυτές να παρέχουν απασχόληση τόσο για τους πρόσφυγες, αλλά και για τους γηγενείς πληθυσμούς.
Ο έβδομος πυλώνας είναι ότι, δεδομένης της γήρανσης του πληθυσμού της, η Ευρώπη πρέπει, τελικώς, να δημιουργήσει ένα περιβάλλον στο οποίο η πολυμορφία και η οικονομική μετανάστευση είναι ευπρόσδεκτες. Τώρα, η ΕΕ χρειάζεται επειγόντως να περιορίσει τη συνολική ροή των νεοεισερχομένων και μπορεί να το κάνει μόνο προβαίνοντας σε διακρίσεις εις βάρος των οικονομικών μεταναστών.
Είναι απαραίτητο, καταλήγει ο Σόρος, να ακολουθήσουμε αυτές τις επτά αρχές, προκειμένου να καθησυχαστεί ο φόβος του κοινού, να μειωθούν οι χαοτικές ροές των αιτούντων άσυλο, να διασφαλιστεί ότι οι νέες αφίξεις ενσωματώνονται πλήρως, να καθοριστούν οι αμοιβαία επωφελείς σχέσεις με τις χώρες της Μέσης Ανατολής και της Αφρικής και να εκπληρωθούν οι διεθνείς ανθρωπιστικές υποχρεώσεις της Ευρώπης.
Ο Σόρος κρούει «καμπανάκια» προς την ΕΕ ότι στην Ελλάδα βρίσκεται σε εξέλιξη μία ανθρωπιστική καταστροφή. Η λύση που προτείνει είναι η παροχή επαρκών κονδυλίων στη χώρα μας ώστε να φροντίσει τους αιτούντες άσυλο. Επίσης, να εφαρμοστεί η υπόσχεση που μας έχει δοθεί, να μετεγκατασταθούν 60.000 αιτούντες άσυλο από την Ελλάδα σε άλλα κράτη μέλη της ΕΕ.
Κατά τον πρόεδρο του Soros Fund Management και των Ιδρυμάτων Open Society, η προσφυγική κρίση, αλλά και το Brexit, αποτελούν ένα εκρηκτικό μείγμα που μπορεί να διαλύσει την ΕΕ. Η αποτελεσματική διαχείριση της προσφυγικής κρίσης θα απαιτήσει «κύμα» χρηματοδότησης -επισημαίνει- και αυτό πρέπει να το αποδεχθούν οι ευρωπαίοι ηγέτες, όπως και έναν εγγυημένο στόχο, τουλάχιστον, 300.000 προσφύγων, ετησίως.
Ταυτόχρονα, προτείνει μια αποτελεσματική εναλλακτική στην παρούσα προσέγγιση της ΕΕ για το προσφυγικό, η οποία θα μπορούσε να δομηθεί επάνω σε επτά πυλώνες.
Πρώτο, η ΕΕ και ο υπόλοιπος κόσμος πρέπει να δεχθούν έναν σημαντικό αριθμό προσφύγων από χώρες της πρώτης γραμμής με έναν ασφαλή και μεθοδικό τρόπο που θα ήταν πολύ πιο αποδεκτός στο κοινό από την τρέχουσα αναταραχή.
Δεύτερο, η ΕΕ οφείλει να καταλαγιάσει την αναταραχή και να αντιμετωπίσει το χάος στα σύνορά της. Τίποτα δεν αποξενώνει και δεν φοβίζει τον κόσμο περισσότερο από τις σκηνές χάους. Η άμεση λύση είναι απλή: παροχή επαρκών κονδυλίων σε Ελλάδα και Ιταλία, ώστε να φροντίσουν τους αιτούντες άσυλο, εντολή στις ναυτικές δυνάμεις να αναγάγουν την αναζήτηση και διάσωση (και όχι την «προστασία» των συνόρων) σε προτεραιότητά τους και εφαρμογή της υπόσχεσης να μετεγκατασταθούν 60.000 αιτούντες άσυλο από την Ελλάδα σε άλλα κράτη μέλη της ΕΕ.
Τρίτο, η ΕΕ πρέπει να δημιουργήσει οικονομικά εργαλεία, ικανά να παράσχουν επαρκή κονδύλια για τις μακροπρόθεσμες προκλήσεις που αντιμετωπίζει και να μη χωλαίνει από επεισόδιο σε επεισόδιο. Θα χρειαστούν, τουλάχιστον, 30 δισ. ευρώ ανά έτος, προκειμένου η ΕΕ να καταρτίσει ένα ολοκληρωμένο σχέδιο ασύλου. Μολονότι αυτό μπορεί να μοιάζει με ένα τεράστιο ποσό, ωχριά μπροστά στο πολιτικό, ανθρωπιστικό και οικονομικό κόστος μιας παρατεταμένης κρίσης. Υπάρχει και η πραγματική απειλή ότι το σύστημα Σένγκεν της Ευρώπης για ανοικτά εσωτερικά σύνορα θα καταρρεύσει. Το Ίδρυμα Μπέρτελσμαν εκτιμά ότι μια υπαναχώρηση από τη Σένγκεν θα κόστιζε στην ΕΕ από 47 έως 140 δισ. ευρώ σε απολεσθέν ΑΕΠ, ετησίως.
Τέταρτο, η κρίση θα πρέπει να χρησιμοποιηθεί για τη δημιουργία κοινών ευρωπαϊκών μηχανισμών, για την προστασία των συνόρων, τον προσδιορισμό των αιτημάτων ασύλου, καθώς και τη μετεγκατάσταση των προσφύγων. Κάποια μικρή πρόοδος είναι σε εξέλιξη: η νομοθεσία για την καθιέρωση των ευρωπαϊκών συνόρων και της ακτοφυλακής εγκρίθηκε από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο. Όμως, ο κανονισμός του Δουβλίνου -η βάση του προσδιορισμού για το ποια χώρα φέρει ευθύνη για την επεξεργασία και τη φιλοξενία των αιτούντων άσυλο- αποτρέπει την αλληλεγγύη μεταξύ των κρατών-μελών της ΕΕ, αποθέτοντας το μεγαλύτερο βάρος στη χώρα πρώτης εισόδου. Για το ζήτημα αυτό πρέπει να γίνει επαναδιαπραγμάτευση.
Μια ευρωπαϊκή λύση αρχίζει να αναφαίνεται αυτή τη στιγμή στην Ελλάδα, όπου η Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Υποστήριξης για το Άσυλο (EASO) εξετάζει de facto τις αιτήσεις ασύλου, προκειμένου να συνδράμει τις ελληνικές αρχές που έχουν κατακλυστεί από τον όγκο.
Πέμπτο, μόλις πρόσφυγες έχουν αναγνωριστεί, πρέπει να υπάρχει ένας μηχανισμός για τη μετεγκατάστασή τους εντός της Ευρώπης, βάσει ενός συμφωνημένου τρόπου.
Έκτο, η Ευρωπαϊκή Ένωση, μαζί με τη διεθνή κοινότητα, πρέπει να στηρίξουν τις χώρες υποδοχής των προσφύγων πολύ πιο γενναιόδωρα από ό,τι πράττουν σήμερα. Η απαιτούμενη υποστήριξη είναι εν μέρει οικονομική, έτσι ώστε χώρες όπως η Ιορδανία να μπορεί να παρέχει επαρκή εκπαίδευση, στέγαση, εξειδίκευση και υγειονομική περίθαλψη για τους πρόσφυγες, και εν μέρει με τη μορφή εμπορικών προτιμήσεων, έτσι ώστε οι χώρες αυτές να παρέχουν απασχόληση τόσο για τους πρόσφυγες, αλλά και για τους γηγενείς πληθυσμούς.
Ο έβδομος πυλώνας είναι ότι, δεδομένης της γήρανσης του πληθυσμού της, η Ευρώπη πρέπει, τελικώς, να δημιουργήσει ένα περιβάλλον στο οποίο η πολυμορφία και η οικονομική μετανάστευση είναι ευπρόσδεκτες. Τώρα, η ΕΕ χρειάζεται επειγόντως να περιορίσει τη συνολική ροή των νεοεισερχομένων και μπορεί να το κάνει μόνο προβαίνοντας σε διακρίσεις εις βάρος των οικονομικών μεταναστών.
Είναι απαραίτητο, καταλήγει ο Σόρος, να ακολουθήσουμε αυτές τις επτά αρχές, προκειμένου να καθησυχαστεί ο φόβος του κοινού, να μειωθούν οι χαοτικές ροές των αιτούντων άσυλο, να διασφαλιστεί ότι οι νέες αφίξεις ενσωματώνονται πλήρως, να καθοριστούν οι αμοιβαία επωφελείς σχέσεις με τις χώρες της Μέσης Ανατολής και της Αφρικής και να εκπληρωθούν οι διεθνείς ανθρωπιστικές υποχρεώσεις της Ευρώπης.