Η δύσκολη σχέση του Ερντογάν με τον στρατό, οι επιδιώξεις των πραξικοπηματιών και η διεθνής καταδίκη
Συνθήκες εμφυλίου πολέμου απειλείται να διαμορφωθούν στην Τουρκία έπειτα από την απόπειρα πραξικοπήματος που ξέσπασε το βράδυ της Παρασκευής με συγχρονισμένες κινήσεις ομάδων του στρατεύματος σε διάφορες πόλεις, αλλά με έμφαση στην «καρδιά» της χώρας, την Κωνσταντινούπολη. Η πόλωση που έχει διαμορφωθεί σε πολιτικό και κοινωνικό επίπεδο εξαιτίας της σφοδρής επιθυμίας του προέδρου Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν να φέρει στα μέτρα του το ύπατο αξίωμα της χώρας και να ενισχύσει τις αρμοδιότητές του, σε συνδυασμό με την όξυνση της τρομοκρατίας λόγω των επιθέσεων του Ισλαμικού Κράτους και τη χαίνουσα πληγή του Κουρδικού, έχει δημιουργήσει εδώ και αρκετούς μήνες εκρηκτική κατάσταση στη χώρα.
Ο Ερντογάν, ο οποίος όταν ξέσπασε η απόπειρα δεν βρισκόταν στο Προεδρικό Μέγαρο αλλά στη Μαρμαρίδα, κατηγόρησε αμέσως τους γκιουλενιστές και ζήτησε από τον λαό (από όπου ο ίδιος αντλεί τη δύναμή του) να βγει στους δρόμους – παίζοντας με τη φωτιά, καθώς τις πρώτες ώρες μετά την απόπειρα είχαν ξεσπάσει συγκρούσεις στην Κωνσταντινούπολη και συγκεκριμένα στην πλατεία Ταξίμ.
Από τη «Βαριοπούλα» στην ανταρσία
Οι εξελίξεις στην Τουρκία παρουσιάζουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον και η πραγματικότητα είναι ότι δεν είχαν προβλεφθεί. Αυτό που είναι αλήθεια είναι ότι κατά τη διάρκεια των τελευταίων μηνών οι σχέσεις του Ερντογάν με τον Στρατό εμφανίζονταν βελτιωμένες εξαιτίας διαφαινόμενων κοινών συμφερόντων. Επειτα από μια μακρά εκστρατεία «ξεδοντιάσματος» της ηγεσίας των ενόπλων δυνάμεων (βασιζόμενος στις διαβόητες υποθέσεις «Εργκένεκον» και «Βαριοπούλα», που όπως φάνηκε δεν άντεξαν στη δικαστική βάσανο), η φήμη και η εικόνα του στρατού είχε αρχίσει να αποκαθίσταται. Η επιδείνωση της κατάστασης ασφαλείας στις κουρδικές περιοχές της Νοτιοανατολικής Τουρκίας, σε συνδυασμό με τη διάχυση της συριακής κρίσης όλο και περισσότερο εντός τουρκικού εδάφους διά της τρομοκρατίας του Ισλαμικού Κράτους, αλλά και η διάρρηξη των σχέσεων ανάμεσα στο Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (ΑΚΡ) του Ερντογάν και στον Φετουλάχ Γκιουλένέμοιαζαν να έχουν γεφυρώσει το χάσμα. Η δε εθνικιστική ρητορική Ερντογάν άρεσε στους «στρατηγούς».
Ο τουρκικός στρατός έχει επέμβει ως σήμερα τέσσερις φορές στην πολιτική ζωή της χώρας, συγκεκριμένα το 1960, το 1971, το 1980 και το 1997 (με το «μεταμοντέρνο» πραξικόπημα που οδήγησε στην πτώση του Νετσμετίν Ερμπακάν). Στην παρούσα φάση οι αναλύσεις έλεγαν ότι δεν προτίθεται να μπει σε νέες περιπέτειες, αλλά άφηναν μία εξαίρεση. Αυτή σχετιζόταν με το ζήτημα της διατήρησης της εδαφικής ακεραιότητας της Τουρκίας. Η διακινδύνευσή της θα μπορούσε να κινητοποιήσει τον στρατό και το Κουρδικό (τόσο στην εσωτερική όσο και στην εξωτερική του διάσταση, όπως αυτή διαμορφώνεται με την ενδυνάμωση των Κούρδων της Συρίας) φέρνει απειλητικά σύννεφα πάνω από την Τουρκία.
Την ίδια στιγμή όμως η ανακοίνωση που μεταδόθηκε μέσω του κρατικού τηλεοπτικού σταθμού TRT από τους πραξικοπηματίες (προτού τον κλείσουν) έμοιαζε να στρέφεται περισσότερο προς την εσωτερική πολιτική κατάσταση στην Τουρκία και εναντίον της αυταρχικότητας Ερντογάν. «Οι τουρκικές ένοπλες δυνάμεις, με σκοπό την αποκατάσταση και πάλι της συνταγματικής τάξης, της δημοκρατίας, των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και ελευθεριών, την αποκατάσταση εκ νέου του δικαίου στη χώρα και την εξασφάλιση και πάλι της δημόσιας τάξης που έχει επιδεινωθεί, ανέλαβαν τη διοίκηση της χώρας στο σύνολό της»ανέφερε χαρακτηριστικά η ανακοίνωση. Και προσέθετε: «Τηρείται η ισχύς όλων των διεθνών συμφωνιών μας και των δεσμεύσεών μας. Ελπίζουμε να συνεχιστούν οι καλές σχέσεις μας με όλον τον κόσμο».
Η ανακοίνωση αυτή στρεφόταν με σαφήνεια εναντίον των σχεδίων του Ερντογάν για τη μετάλλαξη του πολιτειακού συστήματος από κοινοβουλευτικό σε προεδρικό. Ωστόσο μεγάλες μονάδες όπως η Α’ και η Γ’ Στρατιά δεν φαίνονταν να στηρίζουν τους πραξικοπηματίες, ενώ το πρακτορείο «Ανατολή» κατονόμαζε ως εγκέφαλο του πραξικοπήματος τον πρώην νομικό σύμβουλο του Γενικού Επιτελείου, συνταγματάρχη Μουχαρέμ Κοσέ, που πρόσφατα είχε αποπεμφθεί.
Πάντως αναλυτές με γνώση των ισορροπιών στην Τουρκία έλεγαν ότι ο Ερντογάν δεν αποτελεί πολιτικό που θα εγκαταλείψει τη μάχη. Ο μεγαλύτερος σύμμαχός του είναι ο λαός, όπου η απήχηση του τούρκου προέδρου είναι πολύ υψηλή, ενώ έχει πλέον ισχυρούς συμμάχους και εντός των ενόπλων δυνάμεων. Επιπλέον, το γεγονός ότι όλα τα πολιτικά κόμματα, τόσο το CHP του Κεμάλ Κιλιτσντάρογλου όσο και το ΜΗΡ του Ντεβλέτ Μπαχτσελί, τάχθηκαν υπέρ της δημοκρατίας, ενώ και οι Ηνωμένες Πολιτείες, στην ανακοίνωση του Λευκού Οίκου για τη συνομιλία Μπαράκ Ομπάμα και Τζον Κέρι, ζήτησαν να στηριχθεί η δημοκρατικά εκλεγμένη κυβέρνηση, δείχνει ότι ο κ. Ερντογάν έχει τη στήριξη που χρειάζεται σε αυτή τη φάση.
Στενή παρακολούθηση από την Αθήνα
Οπως ήταν απολύτως αναμενόμενο, στην Αθήνα σήμανε συναγερμός μόλις άρχισαν να κυκλοφορούν οι πληροφορίες για απόπειρα πραξικοπήματος στην Τουρκία. Ο Α/ΓΕΕΘΑ ναύαρχος Ευάγγελος Αποστολάκης αλλά και οι αρχηγοί Στρατού Ξηράς, Πολεμικού Ναυτικού και Πολεμικής Αεροπορίας έσπευσαν στο υπουργείο Εθνικής Αμυνας, όπου μετέβη και ο Πάνος Καμμένος. Ο διευθυντής της ΕΥΠ Γιάννης Ρουμπάτης είχε ενημερώσει τον πρωθυπουργό Αλέξη Τσίπρα για τις εξελίξεις περί τις 22.30 της Παρασκευής. Δόθηκε από την ηγεσία του στρατεύματος εντολή για αυξημένη ετοιμότητα σε συγκεκριμένες μονάδες και αεροδρόμια, ενώ παρά τα όσα κυκλοφορούσαν δεν έγινε ανάκληση αδειών: απλώς, σε όσους είχαν έξοδο από τις μονάδες τούς ζητήθηκε να επιστρέψουν. Αξίζει πάντως να σημειωθεί ότι σύμφωνα με ορισμένες πληροφορίες είχε παρατηρηθεί από ελληνικής πλευράς κινητικότητα σε μονάδες του τουρκικού στρατού ήδη από το απόγευμα της Παρασκευής.