Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα εξετάζει το ενδεχόμενο να χαλαρώσει τους κανόνες του προγράμματος ποσοτικής χαλάρωσης (QE) ή μαζικής αγοράς περιουσιακών στοιχείων, σύμφωνα με πληροφορίες του πρακτορείου Bloomberg. Οι κεντρικοί τραπεζίτες υποστηρίζουν ότι πρέπει να διασφαλίσουν πως υπάρχουν επαρκή περιουσιακά στοιχεία προς αγορά. Βέβαια, η πρόθεση χαλάρωσης των κανόνων περί αγοράς κρατικών ομολόγων σχετίζεται και με το Brexit και με την επιθυμία της ΕΚΤ να θέλει να ενισχύσει τη ρευστότητα στις αγορές. Οι τραπεζικές μετοχές δέχθηκαν ιδιαίτερα σκληρό πλήγμα από το Brexit, ωστόσο η πρόθεση της ΕΚΤ αναμένεται να προκαλέσει την έντονη αντίδραση του Βερολίνου και της γερμανικής κεντρικής τράπεζας.
Μέχρι σήμερα, η ΕΚΤ και οι εθνικές κεντρικές τράπεζες αγοράζουν περιουσιακά στοιχεία ύψους 80 δισ. ευρώ τον μήνα, με βάση τη συμμετοχή κάθε κράτους-μέλους στο κεφάλαιο της ΕΚΤ, η οποία εξαρτάται ουσιαστικά από το μέγεθος κάθε οικονομίας. Πλέον ορισμένα μέλη του διοικητικού συμβουλίου της ΕΚΤ τάσσονται υπέρ της εγκατάλειψης αυτού του μέτρου, με βάση το οποίο ευνοούνται οι μεγάλες οικονομίες της Ευρωζώνης. Υποστηρίζουν ότι οι αγορές περιουσιακών στοιχείων, κατά κύριο λόγο κρατικών ομολόγων (πλην των ελληνικών και των κυπριακών), θα πρέπει να γίνονται με βάση το ύψος του δημοσίου χρέους κάθε κράτους-μέλους. Στην περίπτωση που υπάρξει τέτοια αλλαγή θα ευνοηθούν περισσότερο κράτη-μέλη όπως η Ιταλία, η οποία έχει δημόσιο χρέος ύψους 132%, η Ισπανία με δημόσιο χρέος ύψους 100% του ΑΕΠ το 2016, αλλά και η Ιρλανδία και η Πορτογαλία με δημόσιο χρέος πάνω από 100%. Οι μαζικές αγορές ομολόγων της ΕΚΤ έχουν ως στόχο την ενίσχυση του πληθωρισμού, ο οποίος αυξήθηκε τον Ιούνιο μόλις στο 0,1%, και ως συνέπεια τη μεγάλη πτώση της απόδοσης των κρατικών ομολόγων στην Ευρωζώνη. Η πτώση των αποδόσεων ενισχύθηκε ακόμη περισσότερο μετά το Brexit, διότι πολλοί επενδυτές αναζήτησαν ασφάλεια στα γερμανικά, στα γαλλικά και σε άλλα κρατικά ομόλογα. Η αύξηση της ζήτησης έφερε μοιραία την πτώση των αποδόσεων, με αποτέλεσμα να έχει περιοριστεί ακόμη περισσότερο η «δεξαμενή» των ομολόγων που μπορεί να αγοράσει η ΕΚΤ. Η κεντρική τράπεζα έχει ορίσει ότι δεν θα αγοράσει κρατικά ομόλογα με απόδοση μικρότερη από το επιτόκιο καταθέσεων για τράπεζες, που σήμερα βρίσκεται στο -0,4%. Τα γερμανικά κρατικά ομόλογα έχουν αρνητική απόδοση για διάρκεια μέχρι και δέκα χρόνια, ενώ απόδοση χαμηλότερη από -0,4% έχουν τα γερμανικά ομόλογα διάρκειας μέχρι έξι χρόνων.
Ωστόσο, η ενδεχόμενη χαλάρωση των κανόνων για την αγορά κρατικών ομολόγων είναι πολύ πιθανό να προκαλέσει αντιδράσεις, κυρίως από την πλευρά της Γερμανίας, η οποία θα θεωρήσει ότι η αλλαγή θα ευνοήσει κράτη-μέλη με μεγάλο δανεισμό, όπως η Ιταλία. Ηδη Γερμανοί πολίτες έχουν προσφύγει δύο φορές στο συνταγματικό δικαστήριο της χώρας τους υποστηρίζοντας ότι η ΕΚΤ παραβιάζει την ευρωπαϊκή συνθήκη αγοράζοντας κρατικά ομόλογα. Και οι δύο προσφυγές έχουν απορριφθεί από το γερμανικό συνταγματικό δικαστήριο (στη μία περίπτωση και από το δικαστήριο της Ε.Ε.). Σύμφωνα με το Bloomberg, είναι πολύ πιθανό η γερμανική κεντρική τράπεζα να υποστηρίξει ότι η εγκατάλειψη του κανόνα για αγορές κρατικών ομολόγων με βάση τη συμμετοχή κάθε κράτους-μέλους στο κεφάλαιο της ΕΚΤ αλλάζει τη φύση της ποσοτικής χαλάρωσης. Από την άλλη, οι αγορές όπως γίνονται μέχρι σήμερα έχουν ευνοήσει κατά κύριο λόγο τη Γερμανία, η απόδοση των ομολόγων της οποίας είναι από τις χαμηλότερες στην Ευρωζώνη. «Εδώ και κάποιο χρονικό διάστημα ήταν πιθανό ότι θα κινούμασταν προς αυτή την κατεύθυνση και ότι τελικά (η ΕΚΤ) θα αναγκαζόταν να το κάνει. Το Brexit μπορεί να επιτάχυνε τη συζήτηση», σχολίασε στο Bloomberg ο Ρίτσαρντ Μπάργουελ, υψηλόβαθμος αναλυτής της BNP Paribas. Το ευρώ υποχωρούσε κατά 0,8% έναντι του δολαρίου, ενώ υποχώρησαν και οι αποδόσεις ισπανικών και ιταλικών ομολόγων.
Μέχρι σήμερα, η ΕΚΤ και οι εθνικές κεντρικές τράπεζες αγοράζουν περιουσιακά στοιχεία ύψους 80 δισ. ευρώ τον μήνα, με βάση τη συμμετοχή κάθε κράτους-μέλους στο κεφάλαιο της ΕΚΤ, η οποία εξαρτάται ουσιαστικά από το μέγεθος κάθε οικονομίας. Πλέον ορισμένα μέλη του διοικητικού συμβουλίου της ΕΚΤ τάσσονται υπέρ της εγκατάλειψης αυτού του μέτρου, με βάση το οποίο ευνοούνται οι μεγάλες οικονομίες της Ευρωζώνης. Υποστηρίζουν ότι οι αγορές περιουσιακών στοιχείων, κατά κύριο λόγο κρατικών ομολόγων (πλην των ελληνικών και των κυπριακών), θα πρέπει να γίνονται με βάση το ύψος του δημοσίου χρέους κάθε κράτους-μέλους. Στην περίπτωση που υπάρξει τέτοια αλλαγή θα ευνοηθούν περισσότερο κράτη-μέλη όπως η Ιταλία, η οποία έχει δημόσιο χρέος ύψους 132%, η Ισπανία με δημόσιο χρέος ύψους 100% του ΑΕΠ το 2016, αλλά και η Ιρλανδία και η Πορτογαλία με δημόσιο χρέος πάνω από 100%. Οι μαζικές αγορές ομολόγων της ΕΚΤ έχουν ως στόχο την ενίσχυση του πληθωρισμού, ο οποίος αυξήθηκε τον Ιούνιο μόλις στο 0,1%, και ως συνέπεια τη μεγάλη πτώση της απόδοσης των κρατικών ομολόγων στην Ευρωζώνη. Η πτώση των αποδόσεων ενισχύθηκε ακόμη περισσότερο μετά το Brexit, διότι πολλοί επενδυτές αναζήτησαν ασφάλεια στα γερμανικά, στα γαλλικά και σε άλλα κρατικά ομόλογα. Η αύξηση της ζήτησης έφερε μοιραία την πτώση των αποδόσεων, με αποτέλεσμα να έχει περιοριστεί ακόμη περισσότερο η «δεξαμενή» των ομολόγων που μπορεί να αγοράσει η ΕΚΤ. Η κεντρική τράπεζα έχει ορίσει ότι δεν θα αγοράσει κρατικά ομόλογα με απόδοση μικρότερη από το επιτόκιο καταθέσεων για τράπεζες, που σήμερα βρίσκεται στο -0,4%. Τα γερμανικά κρατικά ομόλογα έχουν αρνητική απόδοση για διάρκεια μέχρι και δέκα χρόνια, ενώ απόδοση χαμηλότερη από -0,4% έχουν τα γερμανικά ομόλογα διάρκειας μέχρι έξι χρόνων.
Ωστόσο, η ενδεχόμενη χαλάρωση των κανόνων για την αγορά κρατικών ομολόγων είναι πολύ πιθανό να προκαλέσει αντιδράσεις, κυρίως από την πλευρά της Γερμανίας, η οποία θα θεωρήσει ότι η αλλαγή θα ευνοήσει κράτη-μέλη με μεγάλο δανεισμό, όπως η Ιταλία. Ηδη Γερμανοί πολίτες έχουν προσφύγει δύο φορές στο συνταγματικό δικαστήριο της χώρας τους υποστηρίζοντας ότι η ΕΚΤ παραβιάζει την ευρωπαϊκή συνθήκη αγοράζοντας κρατικά ομόλογα. Και οι δύο προσφυγές έχουν απορριφθεί από το γερμανικό συνταγματικό δικαστήριο (στη μία περίπτωση και από το δικαστήριο της Ε.Ε.). Σύμφωνα με το Bloomberg, είναι πολύ πιθανό η γερμανική κεντρική τράπεζα να υποστηρίξει ότι η εγκατάλειψη του κανόνα για αγορές κρατικών ομολόγων με βάση τη συμμετοχή κάθε κράτους-μέλους στο κεφάλαιο της ΕΚΤ αλλάζει τη φύση της ποσοτικής χαλάρωσης. Από την άλλη, οι αγορές όπως γίνονται μέχρι σήμερα έχουν ευνοήσει κατά κύριο λόγο τη Γερμανία, η απόδοση των ομολόγων της οποίας είναι από τις χαμηλότερες στην Ευρωζώνη. «Εδώ και κάποιο χρονικό διάστημα ήταν πιθανό ότι θα κινούμασταν προς αυτή την κατεύθυνση και ότι τελικά (η ΕΚΤ) θα αναγκαζόταν να το κάνει. Το Brexit μπορεί να επιτάχυνε τη συζήτηση», σχολίασε στο Bloomberg ο Ρίτσαρντ Μπάργουελ, υψηλόβαθμος αναλυτής της BNP Paribas. Το ευρώ υποχωρούσε κατά 0,8% έναντι του δολαρίου, ενώ υποχώρησαν και οι αποδόσεις ισπανικών και ιταλικών ομολόγων.