Η σύντομη απάντηση είναι όχι -όχι αν καθορίσετε την ισχύ με βάση την οικονομική βαρύτητα και την διπλωματική επιρροή. ΚΑι με τα δύο μέτρα σύγκρισης, η Γερμανία έχει γίνει ο απαράμιλλος ηγέτης στην Ευρώπη. Και η σημασία της είναι πιθανό να
αυξηθεί μετά από την απόφαση της Βρετανίας να αποχωρήσει από την Ευρωπαϊκή Ένωση.
Αλλά η γερμανική δύναμη είναι πιο επισφαλής από ό,τι θεωρείται συνήθως, και έχει κολακευτεί από την συγκριτική αδυναμία των Ευρωπαίων εταίρων της Γερμανίας, κυρίως της Γαλλίας. Κάτω από την επιφάνεια, η γερμανική οικονομία δεν φαίνεται τόσο τρομερή όσο η φήμη της. Οι πολιτικοί στο Βερολίνο την τελευταία δεκαετία έχουν αποτύχει να στηριχθούν πάνω στις οικονομικές μεταρρυθμίσεις του πρώην Καγκελαρίου Gerhard Schroder. Με τα επιτόκια σε ιστορικό χαμηλό, η κυβέρνηση της Καγκελαρίου Angela Merkel ίσως χάνει ιστορική ευκαιρία να επενδύσει περισσότερο στο μέλλον της χώρας. Το γερμανικό τραπεζικό σύστημα φαίνεται κατακερματισμένο και αδύναμο, έχοντας υποστεί πολλά από πολιτικούς και ρυθμιστικές αρχές. ΚΑι η ίδια η Merkel έχει επισημάνει ότι ο κλάδος του αυτοκινήτου, το στολίδι στο οικονομικό στέμμα της Γερμανίας, μπορεί σύντομα να ξεπεραστεί από ξένους ανταγωνιστές, επειδή άργησε να υιοθετήσει τις νέες τεχνολογίες.
Η Γερμανία έχει ξεκινήσει να εγκαταλείπει την μεταπολεμική αποστροφή της σε οτιδήποτε στρατιωτικό. Μετά από δεκαετίες εγκατάλειψης, οι πολιτικοί υπόσχονται να επενδύσουν περισσότερα στην άμυνα και να αυξήσουν το μέγεθος του Bundeswehr. Αλλά και εδώ επίσης, η Γερμανία ίσως χρειαστεί να δράσει πιο γρήγορα και πιο τολμηρά εάν θέλει οι δυνατότητές της να ταιριάξουν με τις πιο φιλόδοξες επιδιώξεις της.
Sophia Besch, ερευνήτρια στο Centre for European Reform
Η ισχύς της Γερμανίας βρίσκεται στην μεγάλη της οικονομία, την σχετική πολιτική της σταθερότητα και την εμπειρία της Καγκελαρίου της. Η γερμανική δύναμη επίσης βρίσκεται στην σχετική αδυναμία των Ευρωπαίων γειτόνων της χώρας. Αλλά η ισχύς έχει λίγη σημασία αν δεν μπορεί να μεταφραστεί σε ηγετική θέση, και στην τρέχουσα κρίση ταυτότητας της Ευρώπη, η ηγετική θέση by default, δεν θα είναι αρκετή. Η Γερμανία θα πρέπει να εδραιώσει την περίπλοκη εικόνα της με ένα πανίσχυρο όραμα για την Ευρώπη. Αναδύονται δύο προκλήσεις.
Πρώτον, λόγω του βαθμού στον οποίο η γερμανική δύναμη είναι μια συνάρτηση της δύναμης της Καγκελαρίου Angela Merkel. οι εθνικές εκλογές του 2017 θα μπορούσαν να αποδυναμώσουν την αποφασιστικότητα της Γερμανίας. Η μεταναστευτική κρίση έχει ενισχύσει τις δεξιές φωνές. Και ενώ οι κεντροαριστεροί Σοσιαλδημοκράτες της Γερμανίας έχουν τα τελευταία χρόνια βρεθεί να πιέζονται να ακολουθήσουν την πορεία της Merkel χωρίς εναλλακτική, τελευταία έχουν αρχίσει να επανεμφανίζουν ένα ανεξάρτητο προφίλ. Αμφισβητώντας τις κυρώσεις στην Ρωσία και τις ασκήσεις του ΝΑΤΟ, όλα εξελίσσονται σε ένα εσωστρεφή ακροατήρια και υπονομεύουν την γερμανική ηγετική θέση στο εξωτερικό.
Δεύτερον, η απόφαση της Βρετανίας να αποχωρήσει από την ΕΕ, ενισχύει περαιτέρω τον ρόλο του Βερολίνου στην Ευρώπη, ενώ την ίδια στιγμή “κλέβει” από τη Γερμανία έναν καθιερωμένο σύμμαχο στις οικονομικές πολιτικές και στις κυρώσεις κατά της Ρωσίας. Ο ενισχυμένος ρόλος του Βερολίνου θα προκαλέσει σκεπτικισμό μεταξύ των συμμάχων που φοβούνται την ανεξέλεγκτη γερμανική δύναμη. Από την πλευρά του, το Βερολίνο δεν έχει αισθανθεί ποτέ άνετα με τον ηγετικό ρόλο και προσπαθεί να παραμένει στις αρχές του. Η ισχύς τς Γερμανίας θα μπορούσε να αποδειχθεί μια ψευδαίσθηση εαν η πολιτική της τάξη, αποθαρρυμένη από τις δοκιμασίες, αρνηθεί να δράσει επί αυτού.
Frederica Bindi, ανώτερη συνεργάτης στο Κέντρο Διατλαντικών Σχέσεων στην Σχολή Προηγμένων Διεθνών Σπουδών του John Hopkins και διευθύντρια της πρωτοβουλίας εξωτερικής πολιτικής στο ινστιτούτο ερευνών πολιτικής της γυναίκας
Όχι, η γερμανική δύναμη δεν είναι μια ψευδαίσθηση, για πέντε βασικούς λόγους.
Πρώτον, η Γερμανία είναι η μεγαλύτερη χώρα και έχει την πιο μεγάλη οικονομία στην Ευρώπη. Με το Ηνωμένο Βασίλειο έτοιμο να αποχωρήσει από την ΕΕ, η Γερμανία θα είναι ακόμη περισσότερο από πριν πρώτη μεταξύ των ίσων, καθώς τα δύο άλλα μεγάλα κράτη -Γαλλία και Ιταλία- δεν θα είναι σε θέση να ανταγωνιστούν την οικονομική και πολιτική επιρροή του Βερολίνου.
Δεύτερον, μετά από το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, η Γερμανία ήταν γρήγορα σε θέση να επαναπροσδιορίσει τον ρόλο της στη νέα παγκόσμια τάξη. Αυτό ειδικότερα συνεπάγεται την ικανότητα να λειτουργεί σαν μια γέφυρα μεταξύ των ΗΠΑ και της Ρωσίας. Για πολλές άλλες χώρες (όπως η Ιταλία), χρειάστηκε να περάσουν περισσότερα από 20 χρόνια για να αρχίσουν να συνειδητοποιήσουν αυτόν τον ρόλο.
Τρίτον, η Γερμανίδα Καγκελάριος Angela Merkel είναι η μακροβιότερη και μακράν ο εθνικός ηγέτης μς την μεγαλύτερη επιρροή στην Ευρώπη. Αυτή είναι που δίνει κατευθύνσεις σε δύσκολους καιρούς, όπως τώρα με το Brexit ή πριν με την προσφυγική κρίση.
Τέταρτον, οι Γερμανοί είναι στην κορυφή των κύριων οργάνων της Ευρωπαϊκής Ένωσης- πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ο Martin Schulz, γενικός γραμματέας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ο Klaus Welle, και γενικός γραμματέας της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Εξωτερικής Δράσης η Helga Schmid, είναι μόνο κάποια παραδείγματα -και είναι εκλογείς πολλών άλλων, μη Γερμανών ηγετών, όπως του Donald Tusk του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, του Jean-Claude Juncker και του Alexander Italianer της Κομισιόν ή ο Mario Draghi της ΕΚΤ.
Τελευταίο αλλά όχι ασήμαντο, σε αντίθεση με τους Νότιους Ευρωπαίους, οι Γερμανοί ηγέτες είναι σε θέση όταν απαιτείται -παρά τις εσωτερικές ή προσωπικές διαφορές- να εργαστούν από κοινού για να υπερασπιστούν τα γερμανικά συμφέροντα, όπως έχει συμβεί στη διάρκεια των πρόσφατων οικονομικών κρίσεων.
Istvan Gyarmati, πρόεδρος του Διεθνούς Κέντρου Δημοκρατικής Μετάβασης
Η Γερμανία είναι ισχυρή. Όσο ισχυρή θέλει να είναι. Αλλά η Γερμανία έχει τρία μεγάλα προβλήματα.
Το πρώτο είναι η ιστορία. Ενώ όλοι κατηγορούν την Γερμανία ότι δεν είναι σε θέση να ηγηθεί, η μόνη φορά που οι ευρωπαϊκές χώρες ενώνονται, είναι όταν η Γερμανία προσπαθεί να το κάνει. Εν ολίγοις, όλοι είναι εναντίον της γερμανικής ηγετικής θέσης.
ΤΟ δεύτερο είναι επίσης η ιστορία. Οι Γερμανοί της γενιάς της Καγκελαρίου Angela Merkel, αισθάνονται ακόμη ένοχοι για τον Χίτλερ και είναι εξαιρετικά προσεκτικοί να αποφύγουν να θεωρηθούν πολύ δυναμικοί.
τρίτον είναι η ψευδαίσθηση ότι ο κατευνασμός, λόγω οικονομικών συμφερόντων, θα φέρει αποτέλεσμα επιτέλους “δένοντας” τη Ρωσία με την Ευρώπη. Το σύνδρομο του Rapallo -η υποψία που προκύπτει όταν η Γερμανία και η Ρωσία έρχονται πολύ κοντά σε μια σχέση- έχει στοιχειώσει την Γερμανία για πάρα πολύ καιρό, και δεν υπάρχει κανένας Otto von Bismarck (ίσως ο τελευταίος Ευρωπαίος ηγέτης ο οποίος κατανοούσε την Ρωσία) εν όψει.
Josef Janning, επικεφαλής του γραφείου του Βερολίνου και ανώτερος συνεργάτης πολιτικής στο ECFR
Η Γερμανική ισχύς είναι κυρίως μια ψευδαίσθηση καθώς δύσκολα μπορεί να υπάρξει μια ισχυρή Γερμανία σε μια αδύναμη Ευρωπαϊκή Ένωση μακροπρόθεσμα.
Από τη μία πλευρά, τα κράτη-μέλη έχουν εξουσία στους θεσμούς και τις διαδικασίες της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, και η Γερμανία έχει ένα αρκετά καλό μερίδιο σε αυτό. Η βαθιά ολοκλήρωση όπως η νομισματική ένωση της ΕΕ δεν εξουδετερώνει αυτή την δύναμη, αλλά έχει συμβάλει σε αυτή.
Από την άλλη πλευρά, η εξουσία που έχουν οι κυβερνήσεις είναι κυρίως αρνητική -η εξουσία να μπλοκάρουν ή να ασκούν βέτο σε αποφάσεις. Η διαμόρφωση πολιτικής ή οι καινοτόμες πολιτικές απαιτούν άλλες ικανότητες, όπως ο καθορισμός ατζέντας και η δημιουργία συνασπισμών. Η ισχύς της Γερμανίας εξαρτάται σημαντικά από τη θέση και τον ρόλο της στο γεωγραφικό και πολιτικό επίκεντρο της ΕΕ.
Το Βερολίνο είναι πιο ικανό όταν ενεργεί στο πλαίσιο μιας ομάδας συναίνεσης των κρατών-μελών που θα μπορούσαν να υπερβούν πιθανούς συνασπισμούς βέτο και έχει την αξιοπιστία να προχωρήσει έαν η ΕΕ στο σύνολό της ήταν ανίκανη να φέρει αποτελέσματα σε κρίσιμα θέματα συμφερόντων. Ένα τέτοιο πολιτικό κέντρο δεν υπάρχει αυτή τη στιγμή. Πρέπει να μπει η γερμανική δύναμη στην υπηρεσία της Ευρώπης.
Bruno MAcaes, μη μόνιμος συνεργάτης του carnegie Europe
Ναι, η εικόνα της γερμανικής ισχύος που έχει αναπτυχθεί την τελευταία δεκαετία, είναι μια ψευδαίσθηση.
Πρώτον, η εξουσία στην Ευρωπαϊκή Ένωση είναι πάντα στο πλευρό του status quo. Στη διάρκεια της κρίσης της ευρωζώνης, η Γερμανία αγωνίστηκε με επιτυχία να διατηρήσει το status quo σε θέματα όπως η δημοσιονομική ένωση ή τα ευρώομόλογα. ΤΟ Βερολίνο βίωσε πολύ μεγαλύτερη δυσκολία όταν προσπάθησε να αλλάξει το status quo, για παράδειγμα στην μετανάστευση και τον Κανονισμό του Δουβλίνου για τις αιτήσεις ασύλου. Εάν η ισχύς μετριέται σε όρους ικανότητας να αμφισβητεί το status quo, τότε η γερμανική δύναμη είναι αρκετά περιορισμένη.
Δεύτερον, η Γερμανία επωφελήθηκε από ορισμένα πρότυπα στην παγκόσμια οικονομία, που βοήθησαν ώστε να κρυφτούν βαθιές διαρθρωτικές αδυναμίες στη γερμανική οικονομία. Η Κίνα τρέφει την μηχανή εξαγωγών της αλλά τώρα η Κίνα είναι πολύ κοντά στο τεχνολογικό μέτωπο και αρχίζει να αποκτά μερίδια συμμετοχής σε ζωτικής σημασίας γερμανικές τεχνολογικές επιχειρήσεις. Η απουσία διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων θα γίνεται όλο και περισσότερο ορατή και η Γερμανία δεν δείχνει καμία προθυμία να ασχοληθεί με το πρόβλημα,.
Είναι δύσκολο να είναι κανείς αισιόδοξος για την γερμανική οικονομία τώρα, που επίσης με κάνει λιγότερο αισιόδοξη από ό,τι είναι οι περισσότεροι ειδικοί, για την ανάπτυξη στην ευρωζώνη συνολικά.
Ulrich Speck, ανεξάρτητος αναλυτής εξωτερικής πολιτικής
Η γερμανική δύναμη είναι πραγματική. Η χώρα έχει μια ισχυρή οικονομία και βρίσκεται ψηλά στην κατάταξη παγκοσμίως. Ασφαλώς, όλα είναι σχετικά: όταν υπάρχει φως, υπάρχει επίσης και σκιά. Αλλά γενικά, η Γερμανία σαφώς ανήκει στους νικητές της παγκοσμιοποίησης μετά από το 1989.
Η πρόκληση είναι να διατηρηθεί αυτή η θέση. Αυτό απαιτεί επενδύσεις. Η Γερμανία πρέπει να επενδύει όλο και περισσότερο στην διατήρηση και στην προώθηση της ευρωπαϊκής και παγκόσμιας τάξης από την οποία κερδίζει επίσης τόσα πολλά. Πρέπει να επενδύσει στην ανάπτυξη υποδομών στο εσωτερικό και στο να παραμείνει στην κορυφή του οικονομικού παιχνιδιού στην ψηφιακή εποχή.
Αλλά ακόμη και αν η Γερμανία είναι μια ισχυρή χώρα, είναι μια ψευδαίσθηση να νομίζει κανείς ότι θα μπορούσε να ηγηθεί της Ευρώπης μόνη. Η Γερμανία χρειάζεται εξίσου σταθερούς εταίρους στην Ευρώπη. Η κύρια ανησυχία στο Βερολίνο αυτή την στιγμή είναι η αδυναμία των κυβερνήσεων στη Γαλλία, στη Βρετανία και στην Πολωνία, τις ευρωπαϊκές χώρες που έχουν μεγαλύτερη σημασία για την Γερμανία.
Stephen Szabo, εκτελεστικός διευθυντής της Διατλαντικής Ακαδημίας
Η Γερμανία είναι ασφαλώς μια ισχυρή χώρα με βάση τα περισσότερα αντικειμενικά κριτήρια. Έχει τον μεγαλύτερο πληθυσμό και την μεγαλύτερη οικονομία στην Ευρώπη και είναι ο τρίτος μεγαλύτερος εξαγωγέας στον κόσμο, με το μεγαλύτερο πλεόνασμα ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών. Η σχετική πολιτική ισχύς της Γερμανίας έχει αυξηθεί λόγω της κάμψης του Ηνωμένου Βασιλείου και της Γαλλίας ως ευρωπαϊκές δυνάμεις. Το Βερολίνο είναι από πολλές απόψεις, ο ηγέτης της Ευρώπης by default.
Αλλά δεν είναι μια μεγάλη στρατιωτική δύναμη, και η οικονομία της Γερμανίας παραμένει ευάλωτη στις εξωτερικές δυνάμεις δεδομένης της δυσανάλογης εξάρτησής της από το εμπόριο. Έχει μεγάλα δημογραφικά προβλήματα επίσης, με έναν γηρασμένο και μειούμενο πληθυσμό. Και τόσο οι ηγέτες της όσο και ο λαός της, κατανοούν τα πραγματικά όρια της γερμανικής ηγεσίας στην Ευρώπη.
Η ιστορία έχει αποδείξει ότι κανένας ηγεμόνας δεν μπορεί να ηγηθεί ή να κυβερνήσει την Ευρώπη. Οι Γερμανοί έχουν μάθει τα διδάγματα που τους δίδαξε ο otto von Bismarck -να αποφεύγουν να γίνονται πάρα πολύ κυρίαρχοι και ως εκ τούτου να δημιουργούν αντισταθμιστικούς συνασπισμούς. Η πολιτική κουλτούρα της Γερμανίας είναι επίσης αυτή της συναίνεσης, της αποκέντρωσης και της οικοδόμησης συνασπισμού.
Επομένως, ναι, οι προσδοκίες ότι το Βερολίνο είναι ο βασικός παίκτης στην ΕΕ είναι σωστές, αλλά η Γερμανία θα ηγηθεί από το μέσον και ελπίζει ότι υπάρχουν ακόμη εταιροι που μπορούν να συμμερισθούν αυτόν τον ηγετικό ρόλο. Οι εταίροι της Γερμανίας θα είναι Ευρωπαίοι από επιλογή, αλλά μπορεί να πρέπει να οικοδομήσει μια εταιρική σχέση στην ηγεσία με την Ουάσιγκτον, εάν οι ευρωπαϊκές της επιλογές αποτύχουν.
Antonio Villafranca, συντονιστής ερευνών και επικεφαλής του ευρωπαϊκού προγράμματος στο Ιταλικό Ινστιτούτο Διεθνών Πολιτικών Σπουδών
Η δύναμη της Γερμανίας δεν είναι μια ψευδαίσθηση αλλά μια κρυστάλλινη πραγματικότητα. Δυστυχώς ωστόσο, η Γερμανία ως χώρα είναι περισσότερο μη ισορροπημένη από ό,τι πολλοί είναι πρόθυμοι να αναγνωρίσουν.
Από μια οικονομική άποψη, η γερμανική δύναμη τροφοδοτείται το κόστος της εξωτερικής ανταγωνιστικότητας και από ένα πολύ υψηλό πλεόνασμα τρεχουσών συναλλαγών. Αλλά η γερμανική οικονομική ανδρεία μπορεί να είναι θύμα της δικής της επιτυχίας: τα τελευταία χρόνια, οι καλές οικονομικές επιδόσεις έχουν επιτρέψει στους φορείς χάραξης πολιτικής να αποφύγουν να έλθουν αντιμέτωποι με μακροπρόθεσμες προκλήσεις, δηλαδή με το ότι η εγχώρια παραγωγικότητα αυξάνεται με αργό ρυθμό και οι επενδύσεις υπολείπονται κατά πολύ αυτού που απαιτείται. Με βάση αυτή την άποψη, ο στόχος της γερμανικής κυβέρνησης να πετύχει έναν ισορροπημένο προϋπολογισμό, κινδυνεύει να αποτελέσει απόδειξη περισσότερο της μυωπίας παρά της λιτότητας.
Στο πολιτικό μέτωπο, η Γερμανία φαίνεται πρόθυμη να φέρει την εικόνα ενός απρόθυμου ηγέτη. Ωστόσο, είτε μας αρέσει είτε όχι, το Βερολίνο χρειάζεται να αποδείξει στον εαυτό του ότι είναι ένας ηγέτης που θα φέρει την ΕΕ έξω από το τρέχον τέλμα. Εάν αποτύχει, οι εθνικιστικές και λαϊκιστικές δυνάμεις στην Ευρώπη ίσως υπονομεύσουν την ίδια την ευρωπαϊκή διαδικασία από την οποία προέκυψε η γερμανική ευημερία και ηγετική διάθεση.
Stefani Weiss, διευθυντής του γραφείου των Βρυξελλών του Bertelsmann Stiftung
Όχι πριν από πολύ καιρό, λίγοι άνθρωποι θα σκεφτόταν τόσο πολύ στο εάν η Γερμανία είναι ισχυρή ή όχι. Εάν το έκαναν, πρώτα και κύρια σκεφτόταν το πώς να ελέγχουν την Γερμανία και να την κρατήσουν σε υποτονικότητα, για να καταστείλουν μια και καλή την πιθανότητα οι Γερμανοί να προκαλέσουν ξανά ανείπωτη βλάβη στην ήπειρο και στον κόσμο.
Αυτό έχει αλλάξει. Σφιχτοδεμένη με το ΝΑΤΟ για την ασφάλειά της και κερδίζοντας από την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση, η Γερμανία έχει αναπτυχθεί σε μία από τις κορυφαίες οικονομικές δυνάμεις παγκοσμίως. Η Γερμανία αναλαμβάνει επίσης κορυφαίες θέσεις σε ό,τι αφορά τις δεξιότητες της ήπιας εξουσίας της, όπως καταδεικνύουν πολλές κατατάξεις.
Δεν αποτελεί έκπληξη τότε πως υπάρχουν εκκλήσεις για γερμανικό ηγετικό ρόλο -αν και όχι Deutsche Fuhrerschaft. Εδώ είναι που μπαίνει στο παιχνίδι αυτή η ψευδαίσθηση με τη γερμανική ισχύ. Ως χώρα που γιόρτασε την λήθη της εξουσίας ενώ την ίδια στιγμή συναγωνίζεται σκληρά για τα πλεονεκτήματά της, η Γερμανία δεν έχει ακόμη ωριμάσει αρκετά για να ανταπεξέλθει στις νέες προσδοκίες και να γίνει ο απαραίτητος και καλοπροαίρετος παράγοντας της Ευρώπης. Για τον σκοπό αυτό, θα χρειαστεί την βοήθεια άλλων ευρωπαϊκών χωρών, κάτι που θα είναι δύσκολο να αποκτηθεί δεδομένης της αμφιθυμίας τους προς τον ρόλο της Γερμανίας.
Για την ώρα, η γερμανική δύναμη ως εκ τούτου μοιάζει με αυτή της ομάδας ποδοσφαίρου της χώρας στο Euro 2016. Η τεχνική της εμφάνιση ήταν μεταξύ των καλύτερων, και η Γερμανία κυριάρχησε στο παιχνίδι.αλλά η ομάδα δεν σκόραρε, απογοητεύοντας τον εαυτό της και άλλους.