στις επίσημες κυβερνητικές ανακοινώσεις των τελευταίων έξι ετών, πολλώ δε μάλλον στις δηλώσεις των εκάστοτε κυβερνητικών στελεχών –των οποίων το έργο είναι, βεβαίως, ευθέως ανάλογο προς την ασυναρτησία και αντιστρόφως ανάλογο προς την ποσότητα του λόγου τους– , σχηματίζει την εντύπωση ότι στο διάστημα αυτό έχουν συμβεί ή δρομολογηθεί σοβαρές διαρθρωτικές αλλαγές που θα συμβάλουν θετικά στην αναμόρφωση του φαραωνικού διοικητικού και παραγωγικού μοντέλου και στη ριζική αντιμετώπιση των παθογενειών του δημόσιου βίου, των διαχρονικών και επίμονων αιτιών των ελλειμμάτων και της αναποτελεσματικής δημοσιονομικής διαχείρισης. Ευτυχώς που ο υποψιασμένος ακροατής αντιλαμβάνεται την επόμενη κιόλας στιγμή ότι όλα αυτά είναι λόγοι Ελλήνων υπουργών και τους αποδίδει την προσήκουσα σημασία με την προσήκουσα μελαγχολία…
χρήστης του Forum του Capital Ιουλιανός
Η συζήτηση περί μεταρρυθμίσεων έχει εξελιχθεί, ήδη από την είσοδο της χώρας στην εποχή των Μνημονίων, σε μια αυταπάτη που περιέχει όλες τις άλλες αυταπάτες, στις οποίες αναφέρθηκε πρόσφατα και ο ίδιος ο Πρωθυπουργός. Εάν κανείς δώσει βάση
Αφορμή για το σημερινό θέμα αποτέλεσαν δύο πρόσφατα περιστατικά: μια ραδιοφωνική συνέντευξη του προέδρου των εργαζομένων στην ΤΡΑΙΝΟΣΕ και μια συζήτηση με ένα μακροχρόνια άνεργο φίλο ο οποίος απασχολήθηκε με πεντάμηνη σύμβαση στην ίδια επιχείρηση, στο πλαίσιο προγράμματος κατάρτισης για ανέργους. Τα δύο περιστατικά σχεδόν συνέπεσαν με την πρόσφατη απόφαση της COSCO να “παρακάμψει” την ελληνική επικράτεια μεταφέροντας απευθείας εμπορεύματα σε άλλο λιμάνι της Βαλκανικής, προκειμένου να ελαχιστοποιήσει τις ζημίες που της προκαλεί η απεργία της ΤΡΑΙΝΟΣΕ. Συνέπεσε επίσης με τις επικριτικές παρατηρήσεις σχετικά με τη συχνότητα και τη διάρκεια των απεργιών σε επιχειρήσεις του δημόσιου τομέα στην Ελλάδα που διατυπώθηκαν από την πολιτική ηγεσία της Κίνας κατά την επίσκεψη του Πρωθυπουργού στην αχανή χώρα προς άγραν –μεταξύ άλλων– επενδύσεων.
Όταν ο πρόεδρος των εργαζομένων κλήθηκε από τον δημοσιογράφο να παρουσιάσει τις θέσεις τους και τους λόγους για τους οποίους απεργούν, ούτε λίγο ούτε πολύ αμφισβήτησε τη σκοπιμότητα της πώλησης της ΤΡΑΙΝΟΣΕ, την οποία χαρακτήρισε “σκανδαλώδη”, θεωρώντας μάλιστα ότι μια τέτοια ενέργεια βλάπτει ευθέως το “δημόσιο συμφέρον”. Στην παρατήρηση του δημοσιογράφου ότι άλλοι –το ίδιο το Δημόσιο– είναι αρμόδιοι να κρίνουν τι ωφελεί και τι βλάπτει το δημόσιο συμφέρον και ότι η επιχείρηση δεν ανήκει στους εργαζομένους, αλλά απλώς τους απασχολεί, καθώς και ότι στον ιδιωτικό τομέα είναι αδιανόητη η αντίρρηση οιουδήποτε στην απόφαση του ιδιοκτήτη μιας επιχείρησης να την πωλήσει, ο εν λόγω “πολλά βαρύς” εργατοπατέρας εξεμάνη και δεν δίστασε να θέσει θέμα “συνιδιοκτησίας”. Όλα αυτά, βεβαίως, για μια επιχείρηση ελλειμματική, παρωχημένη, μη ανταγωνιστική και εντέλει με σοβαρότατο πρόβλημα χρηματοδότησης, η οποία αμείβει τους εργαζομένους της με μέσους μισθούς πολύ υψηλότερους από τους προβλεπόμενους στο ενιαίο μισθολόγιο, παρότι η συγκεκριμένη επιχείρηση δεν παράγει κέρδη και συνεπώς οι όποιες αυξήσεις προέρχονται είτε από τη βαρεία φορολόγηση πολιτών με πολύ χαμηλότερα εισοδήματα είτε από τον “επαχθή”, όπως τον χαρακτήριζε μέχρι πρότινος η Αριστερά, δανεισμό της χώρας.
Περισσότερα σχόλια θα ακολουθήσουν μετά την παρουσίαση και του δεύτερου περιστατικού.
Ο φίλος Γιώργος Ε. έχει τη δική μου ηλικία, πλησιάζει δηλαδή τα πενήντα. Τον γνώρισα πριν από περίπου είκοσι χρόνια, οπότε οι εντυπώσεις μου από αυτόν δεν είναι ούτε επιφανειακές ούτε επιπόλαιες. Έως την εκδήλωση της κρίσης διατηρούσε ένα μικρό ηλεκτρονικό εργαστήριο στην Άνω Τούμπα Θεσσαλονίκης, όπου επισκεύαζε τηλεοράσεις, ραδιόφωνα, στερεοφωνικά συστήματα και άλλες ηλεκτρικές συσκευές. Ήταν ένα παιδί ανήσυχο, που ολόκληρα βράδια ξενυχτούσε σχεδιάζοντας κυκλώματα ενισχυτών, διαβάζοντας, μελετώντας, προσπαθώντας με κόπο και μεράκι και πενιχρά κεφάλαια να σχεδιάσει και να υλοποιήσει μια συσκευή επιπέδου high end. Ταυτόχρονα, είχε αναλάβει τη νοσηλεία και των δύο καρκινοπαθών γονιών του, με ό,τι αυτό συνεπαγόταν έως ότου αμφότεροι γλιτώσουν από τους πόνους και τις χρόνιες νοσηλείες. Ο Γιώργος Ε. αναγκάστηκε να κλείσει το εργαστήριό του αφού με τα τελευταία χρήματα που είχαν απομείνει στον τραπεζικό λογαριασμό του την επαύριον της κρίσης πλήρωσε τις τελευταίες δύο δόσεις του τότε ΤΕΒΕ, το τελευταίο ενοίκιο του εργαστηρίου του, τα τελευταία κοινόχρηστα και τους τελευταίους λογαριασμούς. Στη συνέχεια ανέστειλε την παροχή φυσικού αερίου στο σπίτι του, διότι αντιλαμβανόταν ότι δεν θα μπορούσε εφεξής να πληρώνει τους λογαριασμούς. Ως άνεργος ελεύθερος επαγγελματίας με παρελθόν επαγγελματικής δραστηριότητας περίπου είκοσι ετών δεν εδικαιούτο καν επιδόματος ανεργίας. Κατέληξε να κάνει κάθε είδους μερεμέτια και επισκευές σε σπίτια φίλων και γνωστών, μεταξύ των οποίων και στο δικό μου. Τα τελευταία επτά χρόνια εργάζεται περιστασιακά, “μαύρα”, ανασφάλιστος, χωρίς κανένα δημόσιο ή άλλο βοήθημα. Βασίζεται, κυριολεκτικά, στην καλή γνώμη των ανθρώπων της γειτονιάς γι’ αυτόν και στα “τυχερά”.
Πριν από έξι μήνες, ο Γιώργος Ε. επελέγη ως μακροχρόνια άνεργος για να συμμετάσχει σε ένα πρόγραμμα κατάρτισης του ΟΑΕΔ στις τεχνικές υπηρεσίες της ΤΡΑΙΝΟΣΕ. Το πρόγραμμα ήταν διάρκειας πέντε μηνών και θα αμειβόταν με το ποσό των 490 ευρώ τον μήνα. Η συζήτηση μαζί του, από την οποία προέρχονται οι ακόλουθες πληροφορίες, πραγματοποιήθηκε κατά τη λήξη του προγράμματος, όταν τον κάλεσα στο σπίτι μου για να επισκευάσει ένα κουρτινόξυλο. Τον ρώτησα αν το πρόγραμμα τελείωσε και πώς νιώθει. Προσέξτε, τι απάντησε ένας μακροχρόνια άνεργος, ο οποίος ζει υπό τις συνθήκες που μόλις περιέγραψα:
“Εργαζόμουν – τρόπος του λέγειν – με άλλα επτά άτομα σε ένα τεράστιο χώρο γραφείων. Ο καθένας με το γραφείο του και τον υπολογιστή του. Όμως χωρίς αντικείμενο. Οι περισσότεροι περνούσαν την ώρα τους κουβεντιάζοντας μεταξύ τους ή παίζοντας παιχνίδια στον υπολογιστή. Εγώ προτιμούσα να αξιοποιώ τη σύνδεση με το Διαδίκτυο για να μελετώ κυκλώματα. Στο διάστημα των πέντε μηνών είναι ζήτημα εάν με κάλεσαν τρεις φορές να πάω από το γραφείο στο συνεργείο, όχι για να εργαστώ αλλά απλώς για να καταγραφεί σ’ ένα κομμάτι χαρτί η παρουσία μου εκεί. Όταν, σε μια από τις ελάχιστες αυτές “επισκέψεις” παρατήρησα τον αρχιμάστορα να επισκευάζει έναν κινητήρα διαπράττοντας ένα επικίνδυνο λάθος που σχετιζόταν με τα ηλεκτρικά του κινητήρα, το οποίο μάλιστα τόλμησα να υποδείξω ενώπιον όλων, εκείνος μου έριξε μια βλοσυρή ματιά και μου είπε: “Μπα, νέος, κάνουμε και υποδείξεις στον παλιό; Γι’ αυτό νομίζεις ότι σε φέρανε εδώ;”. Κατάλαβα πια ότι ο λόγος της παρουσίας μου εκεί δεν αφορούσε καμιά κατάρτιση, αλλά την απλή κατασπατάληση δημόσιων κονδυλίων. Ειλικρινά σου λέω, Βαγγέλη, βλέπω τους ανθρώπους της γειτονιάς, τους απλούς εργάτες που υποφέρουν, που δουλεύουν για ένα κομμάτι ψωμί και πληρώνουν, παρόλα αυτά, τον ΕΝΦΙΑ, που αγοράζουν τα είδη στο σουπερμάρκετ ολοένα και πιο ακριβά και συνεχώς κόβουν απ’ τ’ αναγκαία, και ντρέπομαι. Ντρέπομαι γι’ αυτά τα 2.450 ευρώ που έλαβα χωρίς να τα δουλέψω. Μακάρι να είχα την οικονομική δυνατότητα να τους τα επιστρέψω και να συνεχίσω να έχω το κεφάλι ψηλά”.
Αυτά είπε ο Γιώργος Ε., ο μακροχρόνια άνεργος ηλεκτρονικός της Άνω Τούμπας. Όταν του πρόσφερα 20 ευρώ για το κουρτινόξυλο που βίδωσε στην οροφή, αρνήθηκε τρεις φορές το ποσό, θεωρώντας το υπερβολικό. Τελικά, του το έβαλα στην τσέπη λέγοντας “Σήμερα εσύ, αύριο εγώ. Ποιος ξέρει τι μας επιφυλάσσει το μέλλον; Το ξέρεις και το ξέρω ότι τα λεφτά αυτά τα έχεις απόλυτη ανάγκη”.
Δεν νομίζω ότι χρειάζονται πολλά σχόλια. Τα πολλά λόγια είναι φτώχεια. Τα δύο περιστατικά, τα οποία αφορούν, κατά κάποιον τρόπο, την ίδια χρεοκοπημένη δημόσια επιχείρηση, η οποία αυτή τη στιγμή βλάπτει πολλαπλώς την παραπαίουσα εθνική οικονομία, μιλούν από μόνα τους.
Κάποιοι αρνούνται να αποδεχτούν ότι η χώρα πτώχευσε, ότι το πάρτι τελείωσε, ότι τα πάσης φύσεως παρασιτικά παραμάγαζα θα κλείσουν ή θα πωληθούν, ότι κανείς “σωτήρας” δεν πρόκειται να αριβάρει από πουθενά, με ευρώ, δραχμές, ρούβλια ή ρουπίες, για να εξασφαλίσει τις παχυλές τους αργομισθίες, τη δε άρνησή τους αυτή τείνουν τώρα να παρουσιάσουν ως αγώνα οπισθοφυλακών, πριν από το αποχωρητήριον μαρς.
Κάποιοι άλλοι, που δεν σιτίστηκαν ποτέ από το Πρυτανείο, που καταστράφηκαν για να παρατείνει για λίγο ακόμη το Πρυτανείο την ασύδοτη λειτουργία του, που έπεσαν θύματα των εξωπραγματικών φορολογιών και ασφαλιστικών εισφορών, εξακολουθούν να αντιλαμβάνονται τι εστί φιλότιμο, να διακρίνουν το λάθος από το σωστό, να ντρέπονται για τα αδούλευτα λεφτά, να ζουν περήφανοι σε συνθήκες ακραίας φτώχειας, να αναζητούν τον ΕΝΦΙΑ για το ταπεινό σπιτάκι τους σε μερεμέτια και δουλειές του ποδαριού, να ταΐζουν ακόμη και τα αδέσποτα της γειτονιάς με τα αποφάγια των ταβερνείων κατά μήκος της οδού Λαμπράκη όπου κοπροσκυλιάζουν, σχεδόν κάθε βράδυ, με τα απαστράπτοντα πουσαρισμένα αυτοκίνητά τους κάθετα παρκαρισμένα ή διπλοπαρκαρισμένα εν μέση οδώ, οι νεαροί κλώνοι όσων ακόμη δεν άγγιξε η κρίση.
Τίποτε δεν άλλαξε, κυρίες και κύριοι. Το “βαθύ κράτος” είναι εδώ, σε μόνιμη αναζήτηση νέων προστατών και σωτήρων, οι οποίοι, οψέποτε φανούν σε οποιοδήποτε εμετικό “μπαλκόνι”, λαμβάνουν την ψήφο του με την ελπίδα και την αφερέγγυα πλέον “δέσμευση” της διατήρησής του. Τα παθήματα όχι μόνο δεν έγιναν μαθήματα, αλλά ενίσχυσαν και καθημερινά ενισχύουν την ασυνειδησία, τον ωχαδελφισμό, την αναλγησία όλων όσοι στο όνομα του “δημόσιου χαρακτήρα” του Γαργαντούα όχι απλώς εύχονται να ψοφήσει ο γάιδαρος του γείτονα, αλλά, επιπλέον, καταγγέλλουν τόσο τον φυτοζωούντα γείτονα όσο και τον γάιδαρο για τον θανάσιμο κίνδυνο στον οποίο θέτουν το Πρυτανείο.
Προηγούμενο άρθροΌουεν Σμιθ: Νέο δημοψήφισμα ή εκλογές για το Brexit