Δημήτρη Παπακωνσταντίνου
Η μεγάλη αγωνία πρωτίστως στην κοινωνία, σε καταθέτες -ιδιώτες και επιχειρήσεις- είναι αν όλα όσα εκτυλίσσονται γύρω από την οικονομία και το ελληνικό τραπεζικό σύστημα μπορεί να οδηγήσουν σε ανάγκη νέας ανακεφαλαιοποίησης η οποία θα μπορούσε να οδηγήσει με την σειρά της σε ένα bail in, με τη συμμετοχή μετόχων,
Η μεγάλη αγωνία πρωτίστως στην κοινωνία, σε καταθέτες -ιδιώτες και επιχειρήσεις- είναι αν όλα όσα εκτυλίσσονται γύρω από την οικονομία και το ελληνικό τραπεζικό σύστημα μπορεί να οδηγήσουν σε ανάγκη νέας ανακεφαλαιοποίησης η οποία θα μπορούσε να οδηγήσει με την σειρά της σε ένα bail in, με τη συμμετοχή μετόχων,
ομολογιούχων και καταθετών. Ας δούμε τις παραμέτρους.
Κατ’ αρχήν, η υπόθεση bail in για τη διάσωση μίας τράπεζας αν υπάρξει σοβαρό πρόβλημα κεφαλαιακής επάρκειας, είναι πάντοτε στο τραπέζι ως λύση, από τη στιγμή που δεν μπορεί να υπάρξει πλέον κρατική παρέμβαση – χρηματοδότηση, ούτε υπάρχουν πλέον διαθέσιμα κονδύλια προς τον σκοπό αυτό στο πλαίσιο της δανειακής σύμβασης της χώρας. Άρα, όποιος πει ότι κατηγορηματικά “αποκλείεται” δεν είναι σοβαρός. Το δεύτερο σημαντικό ζήτημα είναι ότι το bail in είναι στενά συνδεδεμένο με την πορεία της διαχείρισης των κόκκινων δανείων.
Και όχι μόνο για το αν μπορεί ποτέ να υπάρξει “κούρεμα” καταθέσεων ή όχι αλλά συνολικά για το μέλλον και την επιβίωση του τραπεζικού κλάδου, τα κόκκινα δάνεια και η διαχείρισή τους είναι το μεγάλο κλειδί και το μεγάλο ζητούμενο. Είναι γεγονός ότι με τα δεδομένα της οικονομίας και της επιχειρηματικότητας στη χώρα, τα κόκκινα δάνεια όχι μόνο δεν υπάρχει περίπτωση να… πρασινίσουν, αλλά θα αυξάνονται διαρκώς σε πλήθος και μέγεθος.
Γι’ αυτό και η διαχείρισή τους δεν είναι καθόλου απλή υπόθεση. Οι εταίροι θεωρούν ότι αλλάζοντας τις τραπεζικές διοικήσεις και ελέγχοντας στενότατα το ελληνικό τραπεζικό σύστημα θα κόψουν αφενός τον ομφάλιο λώρο τραπεζιτών-επιχειρηματιών και την ανοχή ή και κάλυψη που θεωρούν ότι υπήρξε και γιγάντωσε τα προβληματικά δάνεια. Είτε ως χορηγήσεις είτε σε ό,τι αφορά την εξυπηρέτησή τους. Ωστόσο επηρεασμένοι οι “θεσμοί” και από το ισχυρότατο λόμπινγκ από funds – μετόχους των τραπεζών ή και μη, που αποσκοπούν σε έσοδα από τη μπίζνα της διαχείρισης των NPLs, λησμονούν ή δεν λαμβάνουν υπόψη τα εξής:
Ότι τα funds δεν προτίθενται να εξαγοράσουν τα κόκκινα δάνεια παρά σε ιδιαίτερα χαμηλές τιμές. Από 6-10 έως και 20-25… άντε 30 -στην καλύτερη- μονάδες της ονομαστικής αξίας τους ανάλογα με τον κλάδο, το είδος και τις καλύψεις των δανείων. Και όσο διευρύνεται η ύφεση, τόσο το χειρότερο. Γιατί η μπίζνα αυτή έχει λεφτά όταν υπάρχει έστω και ως φως στο τούνελ, μία προοπτική ανάπτυξης. Με τα σημερινά δεδομένα για να γίνει ελκυστικό το πακέτο για μεταπώληση, πρέπει να αποκτηθεί σε εξευτελιστική τιμή.
Αν όμως τα deals γίνουν στα χαμηλά, τότε μπορεί να μειωθούν σε πρώτη φάση τα προβληματικά δάνεια στα τραπεζικά χαρτοφυλάκια, για να προστεθούν βέβαια άλλα στη συνέχεια, όμως θα προκύψει τεράστιο πρόβλημα κεφαλαιακής επάρκειας στις τράπεζες. Θα υπάρξουν πολύ μεγάλες “τρύπες”. Και μπορεί σε ένα βαθμό οι προβλέψεις που έχουν ήδη σχηματιστεί να καλύπτουν την κατάσταση, όμως πρέπει να συνεκτιμηθεί ότι συνεχώς “σκάνε” και νέα κανόνια, ότι η ύφεση συνεχίζεται χωρίς ουσιαστική σταθεροποίηση, ότι οι εκτιμήσεις (όχι βέβαια οι κυβερνητικές…) είναι ζοφερές και ότι σε πολλές περιπτώσεις οι καλύψεις, τα collaterals, έχουν καταστεί ανεπαρκή. Τροφοδοτώντας διαρκώς την “μαύρη τρύπα” των NPLs.
Επί της ουσίας, ούτε ψύλλος στον κόρφο των νέων διοικήσεων. Θα αξιολογηθούν και αυτές με τη σειρά τους σύντομα για την αποτελεσματικότητά τους ως προς τη διαχείριση των κόκκινων δανείων. Μπρος γκρεμός και πίσω ρέμα. Τι θα πράξουν; Πιθανώς πρώτα μία νέα… απογραφή. Να δουν πώς έχουν διαμορφωθεί πλέον τα δεδομένα. Και στη συνέχεια; Τι θα επιλέξουν, γνωρίζοντας ότι οι αποφάσεις τους ίσως οδηγήσουν σε νέες κεφαλαιακές ανάγκες;
Και αν αυτό συμβεί ποιος θα βάλει τα νέα κεφάλαια αν και όποτε υπάρξει ανάγκη; Τα funds; Τη στιγμή που έχουν υποστεί από την πρώτη ανακεφαλαιοποίηση και μετά πολλαπλές απώλειες; Με τι μετοχική προοπτική; Για τράπεζες που εδώ και καιρό δεν λειτουργούν ως τράπεζες αλλά μόνο σαν γραφεία υποστήριξης και παροχής στοιχείων για τις φορολογικές αρχές; Σε ποιο κλίμα; Όχι μόνο ελληνικό αλλά και διεθνές και ειδικά για τον τραπεζικό κλάδο σε πανευρωπαϊκό επίπεδο; Τι θα γίνει αν δεν βρεθούν τα κεφάλαια; Νέες συγχωνεύσεις; Bail in;
Αλλά και ακόμα και bail in να πέσει στο τραπέζι, τι θα “κουρευτεί”; Ποιες καταθέσεις; Γιατί αν εξακολουθήσει να ισχύει η προστασία των 100.000 ευρώ, δεν υπάρχουν παρά ελάχιστοι ιδιώτες (αριθμητικά) πλέον στη χώρα που να διατηρούν τέτοιες αποταμιεύσεις στις τράπεζες. Το ποσοστό είναι συντριπτικό είσαι βάρος μίας τέτοιας σκέψης. Για να υπάρξει αποτέλεσμα, θα πρέπει να αναθεωρηθεί η σχετική νομοθεσία και να υπάρξει “κούρεμα” έστω και αναλογικά από το πρώτο ευρώ. Ποια κυβέρνηση θα μπορέσει να αναλάβει το κόστος μιας τέτοιας απόφασης; Ούτε καν ο -ναι σε όλα!- κ. Τσίπρας. Ή μήπως πιστεύει κανείς ότι θα επιστρέψουν μαζικά καταθέσεις στις τράπεζες, ώστε να υπάρξει αποτέλεσμα;
Οι περισσότερες μεγάλες καταθέσεις είναι πλέον εταιρικές. Αν “κουρευτούν” αυτό θα οδηγήσει σε κατάρρευση ακόμα περισσότερων επιχειρήσεων. Το αποτέλεσμα θα είναι καταστροφικό. Η ζημία που θα προκληθεί σε αυτή την τραυματισμένη αγορά θα είναι… ακαριαία! Άρα; Και πέραν αυτών, σε ένα κούρεμα καταθέσεων όταν παράλληλα παραμένει υψηλός ο δείκτης των επισφαλών δανείων, χωρίς να έχει ενισχυθεί προηγουμένως ο δείκτης των καταθέσεων, είναι βέβαιο ότι θα προκληθούν πολύ μεγαλύτερα προβλήματα από εκείνα που υποθετικά θα έλυνε. Θα είναι χωρίς αντίκρυσμα.
Σε αυτή τη χώρα λοιπόν, σε αυτές τις οικονομικές συνθήκες, ούτε κάν το bail in δεν μπορεί να αποδώσει. Αν γίνει θα οδηγήσει σε καταστροφή. Ας το έχουν υπόψη όσοι βρίσκονται ή βρεθούν στη θέση ευθύνης. Και στις τράπεζες αλλά και κυρίως από την πλευρά της κυβέρνησης και των Θεσμών και ιδιαίτερα του SSM και της ΕΚΤ. Η μόνη λύση – δεν υπάρχει άλλη- είναι να αντιμετωπιστεί η κατάσταση μέσα από σημαντική ενίσχυση της επιχειρηματικότητας και της ανάπτυξης. Άμεσα με αλλαγή φιλοσοφίας και με γενναία κίνητρα. Διαφορετικά…