Σε πείσμα των ρητορικών εκκλήσεων την επαύριον του βρετανικού δημοψηφίσματος για μεγαλύτερη ευρωπαϊκή ενοποίηση και για ενίσχυση των κοινοτικών θεσμών , το 62% των Γερμανών πολιτών επιθυμεί να δοθούν περισσότερες αρμοδιότητες στα κράτη-μέλη, σύμφωνα με δημοσκόπηση που πραγματοποιήθηκε για το N24, τον τηλεοπτικό σταθμό του ομίλου της εφημερίδας Die Welt. Όχι πως οι Γερμανοί έχουν γίνει αντιευρωπαϊστές: άλλωστε η μεγάλη πλειοψηφία τους εξακολουθεί να αντιμετωπίζει θετικά την Ε.Ε. – ιδίως οι νέοι, μεταξύ των οποίων η αποδοχή φτάνει το 90%. Όμως είναι σαφές ότι μια περισσότερο “μινιμαλιστική” προσέγγιση, με ενίσχυση των εθνικών κυβερνήσεων, κερδίζει την προτίμησή τους.
Αυτό το κλίμα φαίνεται να ενστερνίζεται και η Γερμανίδα καγκελάριος Angela Merkel που απέναντι στο αποτέλεσμα του βρετανικού δημοψηφίσματος, που κατά τις ενδείξεις εξέπληξε και την ίδια, έχει προτιμήσει να κρατήσει μια στάση χαμηλών τόνων, αποφεύγοντας τόσο να υπερθεματίσει υπέρ μιας γρήγορης ολοκλήρωσης των διαδικασιών ρήξης με την Βρετανία, όσο, όμως, και να εμπλακεί στο χρηματιστήριο διακηρύξεων για την ανάγκη εμβάθυνση της διαδικασίας ενοποίησης, στο οποίο έχουν επιδοθεί πρώτοι και καλύτεροι οι συγκάτοικοί της στη γερμανική κυβέρνηση Σοσιαλδημοκράτες.
Είναι χαρακτηριστικό ότι την επόμενη του δημοψηφίσματος και πριν καλά καλά η Ευρώπη συνειδητοποιήσει τον πολιτικό σεισμό που είχε λάβει χώρα στη Βρετανία, ο Martin Schultz, πρόεδρος του Ευρωκοινοβουλίου και ο Sigmar Gabriel, επικεφαλής των Γερμανών Σοσιαλδημοκρατών και αντικαγκελάριος, είχαν αναρτήσει στην κομματική ιστοσελίδα της SPD κείμενο που καλούσε στην “Επαναθεμελίωση της Ευρώπης” και στην ύπαρξη “πραγματικής ευρωπαϊκής διακυβέρνησης”. Το κείμενο αυτό, που είχε γραφεί πριν το δημοψήφισμα και το οποίο θεωρήθηκε από την καγκελαρία ευθεία αμφισβήτηση των πολιτικών επιλογών της Merkel, αντανακλούσε επίσης την κοινή προσπάθεια του ίδιου του Schultz με τον πρόεδρο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Jean-Claude Juncker για ενίσχυση των ευρωπαϊκών θεσμών, σε σύγκρουση με την περισσότερο επιφυλακτική επί του θέματος στάση των Γερμανών Χριστιανοδημοκρατών.
Μάλιστα, στελέχη των Σοσιαλδημοκρατών έχουν κατηγορήσει ευθέως την ίδια την καγκελάριο ως συνυπεύθυνη για το Brexit ,εξαιτίας των πολιτικών που οι γερμανικές κυβερνήσεις επέβαλαν στους ευρωπαϊκούς θεσμούς. Κατά τον Norbert Spinrath, εκπρόσωπο της SPD σε ζητήματα ευρωπαϊκής πολιτικής, “οι πολιτικές λιτότητας πριν το 2013 που προωθήθηκαν από τη Γερμανίδα καγκελάριο αδυνάτισαν την ενότητα και την αλληλεγγύη στην Ε.Ε.”.
Ο αντικαγκελάριος Gabriel εκμεταλλεύτηκε, ως γνωστόν, την πρόσφατη επίσκεψή του στην Αθήνα και τη συνάντηση με τον Αλέξη Τσίπρα για να εξαπολύσει και αυτός βέλη κριτικής προς την Angela Merkel. “Δεν αρκεί να λες “Κόψτε ό,τι μπορείτε από τους μισθούς, τις συντάξεις και την κοινωνική ασφάλιση”, αλλά να μην κάνεις τίποτα για να ενισχύσεις την ανάπτυξη και την απασχόληση στη χώρα”, ήταν η χαρακτηριστική δήλωσή του – που προκάλεσε και την αντίδραση του χριστιανοδημοκράτη Γερμανού υπουργού Οικονομικών.
“Το πρόβλημα δεν είναι οι συνταγές, αλλά το ότι δεν εφαρμόζονται. Δεν έχουμε έλλειψη χρεών, αλλά ανταγωνιστικότητας” έσπευσε να επαναλάβει ο Wolfgang Schaeuble, μιλώντας στην ταμπλόιντ εφημερίδα Bild, και πρόσθεσε ότι ο Gabriel προφανώς “δεν εννοούσε στα σοβαρά” την εκτίμηση ότι η Γερμανία έχει ευθύνη για τα ελληνικά προβλήματα.
Αυτό το ιδιότυπο ενδογερμανικό blame game για το Brexit δεν είναι ασφαλώς άσχετο με το ότι η Γερμανία μπαίνει σε προεκλογική τροχιά, ενόψει της αναμέτρησης του φθινοπώρου 2017. Είναι επόμενο οι Σοσιαλδημοκράτες, που είδαν μια πολύ μικρή δημοσκοπική αύξηση πρόσφατα, να επιθυμούν να ορίσουν κρίσιμες διαχωριστικές γραμμές από την Χριστιανοδημοκρατία – όμως η σχετική συζήτηση αντανακλά και βαθύτερες διαιρέσεις εντός και εκτός Γερμανίας.
Στην πραγματικότητα, οτιδήποτε θα μπορούσε να αποτελέσει σήμερα διέξοδο από την εμφανή κρίση της διαδικασίας της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης (χαλάρωση της λιτότητας και αύξηση της δαπάνης για απασχόληση και επένδυση, αντιμετώπιση του ερωτήματος του χρέους, θεραπεία του ανοιχτού ελλείμματος δημοκρατικής νομιμοποίησης των ευρωπαϊκών πολιτικών, κ.ο.κ.) απαιτεί τομές που το Βερολίνο δεν πρόκειται να δεχτεί. Από τις έρευνες κοινής γνώμης μέχρι τις πάντα καθοριστικές αποφάσεις του Συνταγματικού Δικαστηρίου της Καρλσρούης ο τόνος είναι κοινός: επέκταση της γερμανικής αντίληψης για τη δημοσιονομική πειθαρχία (αλλά όχι αναδιανεμητικές δαπάνες ή “αμοιβαιοποίηση κινδύνων”), μεγαλύτερος συντονισμός των δημοσιονομικών πολιτικών (αλλά όχι εκχώρηση γερμανικής εθνικής κυριαρχίας), ενίσχυση των κοινών μηχανισμών ελέγχου και επιτήρησης (αλλά όχι των ευρωπαϊκών θεσμών διακυβέρνησης).
Η στάση αυτή, που φαίνεται ότι σε πείσμα των εκλογικών επιδιώξεων των Σοσιαλδημοκρατών, μάλλον παραμένει κυρίαρχη στη γερμανική κοινή γνώμη, επιτρέπει στην Merkel όχι απλώς να αποκρούει τις κριτικές που της ασκούνται για τη γερμανική συμβολή στην τρέχουσα κρίση, αλλά και να διαμορφώνει αντίβαρο στην πίεση που δέχεται από άλλες χώρες του πυρήνα της Ε.Ε, (κυρίως τη Γαλλία και την Ιταλία), με το να διαμορφώνει μιαν ευρύτερη συμμαχία χωρών, οι οποίες επιδιώκουν μεν μεγαλύτερο συντονισμό σε κρίσιμα ζητήματα αλλά όχι μεγαλύτερη εκχώρηση εθνικής κυριαρχίας σε αυτή τη φάση. Οι χώρες της Ανατολικής Ευρώπης με τις οποίες μάλιστα η Γερμανία είχε συγκρουστεί ως προς τη διαχείριση της προσφυγικής κρίσης, αποτελούν από την άποψη αυτή χρήσιμους δυνάμει συμμάχους, καθώς μια τέτοια γραμμή διευκολύνει την πολιτική επένδυση διαφόρων παραλλαγών της (ακρο)δεξιάς στη διεκδίκηση μεγαλύτερης εθνικής κυριαρχίας.
Σε αυτό το φόντο, η γερμανική στρατηγική ορίζεται ως μια απόπειρα να “παγώσουν” οι διεργασίες στο ευρωπαϊκό τοπίο. Με τα λόγια του Peter Altmaier, επικεφαλής των υπηρεσιών της γερμανικής καγκελαρίας, “υπάρχουν πολλές διαφορετικές θεωρήσεις για το πώς μπορεί να συνεχίσει η Ευρώπη. Πολλοί φεντεραλιστές θέλουν να εκμεταλλευτούν την περίσταση για να προχωρήσουν στην περαιτέρω ολοκλήρωση της Ευρώπης. Άλλοι θέλουν να μειωθεί ο βαθμός ολοκλήρωσης. Όμως, μια αλλαγή στις συνθήκες της Ε.Ε., όπως ζητούν μερικοί, δεν μπορεί να έχει καμιά ελπίδα προς το παρόν, γιατί αυτά μπορούν να συμφωνηθούν μόνο μέσα από μια ομόφωνη ψήφο”. Για να καταλήξει ότι “πρέπει να προχωρήσουμε με σύνεση. Το να ζητούμε απλώς περισσότερη Ευρώπη δεν αρκεί”.
Ωστόσο, η προσπάθεια της Γερμανίδας καγκελαρίου να ισορροπήσει ανάμεσα στις διαφορετικές πιέσεις που δέχεται είτε για “περισσότερη” είτε για “λιγότερη” Ευρώπη, μπορεί μεν να ικανοποιεί ένα εσωτερικό εκλογικό ακροατήριο δύσπιστο απέναντι στην εμβάθυνση της ολοκλήρωσης, αλλά είναι πολύ πιθανό να μην εξασφαλίσει στο ευρωπαϊκό τοπίο παρά μια στασιμότητα που σήμερα απειλεί απλώς να επιτείνει τις αποδιαρθρωτικές τάσεις. Αυτόες που όταν ξεπεράσουν ένα κρίσιμο σημείο μπορούν να καταστούν μη αντιστρέψιμες…
Αυτό το κλίμα φαίνεται να ενστερνίζεται και η Γερμανίδα καγκελάριος Angela Merkel που απέναντι στο αποτέλεσμα του βρετανικού δημοψηφίσματος, που κατά τις ενδείξεις εξέπληξε και την ίδια, έχει προτιμήσει να κρατήσει μια στάση χαμηλών τόνων, αποφεύγοντας τόσο να υπερθεματίσει υπέρ μιας γρήγορης ολοκλήρωσης των διαδικασιών ρήξης με την Βρετανία, όσο, όμως, και να εμπλακεί στο χρηματιστήριο διακηρύξεων για την ανάγκη εμβάθυνση της διαδικασίας ενοποίησης, στο οποίο έχουν επιδοθεί πρώτοι και καλύτεροι οι συγκάτοικοί της στη γερμανική κυβέρνηση Σοσιαλδημοκράτες.
Είναι χαρακτηριστικό ότι την επόμενη του δημοψηφίσματος και πριν καλά καλά η Ευρώπη συνειδητοποιήσει τον πολιτικό σεισμό που είχε λάβει χώρα στη Βρετανία, ο Martin Schultz, πρόεδρος του Ευρωκοινοβουλίου και ο Sigmar Gabriel, επικεφαλής των Γερμανών Σοσιαλδημοκρατών και αντικαγκελάριος, είχαν αναρτήσει στην κομματική ιστοσελίδα της SPD κείμενο που καλούσε στην “Επαναθεμελίωση της Ευρώπης” και στην ύπαρξη “πραγματικής ευρωπαϊκής διακυβέρνησης”. Το κείμενο αυτό, που είχε γραφεί πριν το δημοψήφισμα και το οποίο θεωρήθηκε από την καγκελαρία ευθεία αμφισβήτηση των πολιτικών επιλογών της Merkel, αντανακλούσε επίσης την κοινή προσπάθεια του ίδιου του Schultz με τον πρόεδρο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Jean-Claude Juncker για ενίσχυση των ευρωπαϊκών θεσμών, σε σύγκρουση με την περισσότερο επιφυλακτική επί του θέματος στάση των Γερμανών Χριστιανοδημοκρατών.
Μάλιστα, στελέχη των Σοσιαλδημοκρατών έχουν κατηγορήσει ευθέως την ίδια την καγκελάριο ως συνυπεύθυνη για το Brexit ,εξαιτίας των πολιτικών που οι γερμανικές κυβερνήσεις επέβαλαν στους ευρωπαϊκούς θεσμούς. Κατά τον Norbert Spinrath, εκπρόσωπο της SPD σε ζητήματα ευρωπαϊκής πολιτικής, “οι πολιτικές λιτότητας πριν το 2013 που προωθήθηκαν από τη Γερμανίδα καγκελάριο αδυνάτισαν την ενότητα και την αλληλεγγύη στην Ε.Ε.”.
Ο αντικαγκελάριος Gabriel εκμεταλλεύτηκε, ως γνωστόν, την πρόσφατη επίσκεψή του στην Αθήνα και τη συνάντηση με τον Αλέξη Τσίπρα για να εξαπολύσει και αυτός βέλη κριτικής προς την Angela Merkel. “Δεν αρκεί να λες “Κόψτε ό,τι μπορείτε από τους μισθούς, τις συντάξεις και την κοινωνική ασφάλιση”, αλλά να μην κάνεις τίποτα για να ενισχύσεις την ανάπτυξη και την απασχόληση στη χώρα”, ήταν η χαρακτηριστική δήλωσή του – που προκάλεσε και την αντίδραση του χριστιανοδημοκράτη Γερμανού υπουργού Οικονομικών.
“Το πρόβλημα δεν είναι οι συνταγές, αλλά το ότι δεν εφαρμόζονται. Δεν έχουμε έλλειψη χρεών, αλλά ανταγωνιστικότητας” έσπευσε να επαναλάβει ο Wolfgang Schaeuble, μιλώντας στην ταμπλόιντ εφημερίδα Bild, και πρόσθεσε ότι ο Gabriel προφανώς “δεν εννοούσε στα σοβαρά” την εκτίμηση ότι η Γερμανία έχει ευθύνη για τα ελληνικά προβλήματα.
Αυτό το ιδιότυπο ενδογερμανικό blame game για το Brexit δεν είναι ασφαλώς άσχετο με το ότι η Γερμανία μπαίνει σε προεκλογική τροχιά, ενόψει της αναμέτρησης του φθινοπώρου 2017. Είναι επόμενο οι Σοσιαλδημοκράτες, που είδαν μια πολύ μικρή δημοσκοπική αύξηση πρόσφατα, να επιθυμούν να ορίσουν κρίσιμες διαχωριστικές γραμμές από την Χριστιανοδημοκρατία – όμως η σχετική συζήτηση αντανακλά και βαθύτερες διαιρέσεις εντός και εκτός Γερμανίας.
Στην πραγματικότητα, οτιδήποτε θα μπορούσε να αποτελέσει σήμερα διέξοδο από την εμφανή κρίση της διαδικασίας της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης (χαλάρωση της λιτότητας και αύξηση της δαπάνης για απασχόληση και επένδυση, αντιμετώπιση του ερωτήματος του χρέους, θεραπεία του ανοιχτού ελλείμματος δημοκρατικής νομιμοποίησης των ευρωπαϊκών πολιτικών, κ.ο.κ.) απαιτεί τομές που το Βερολίνο δεν πρόκειται να δεχτεί. Από τις έρευνες κοινής γνώμης μέχρι τις πάντα καθοριστικές αποφάσεις του Συνταγματικού Δικαστηρίου της Καρλσρούης ο τόνος είναι κοινός: επέκταση της γερμανικής αντίληψης για τη δημοσιονομική πειθαρχία (αλλά όχι αναδιανεμητικές δαπάνες ή “αμοιβαιοποίηση κινδύνων”), μεγαλύτερος συντονισμός των δημοσιονομικών πολιτικών (αλλά όχι εκχώρηση γερμανικής εθνικής κυριαρχίας), ενίσχυση των κοινών μηχανισμών ελέγχου και επιτήρησης (αλλά όχι των ευρωπαϊκών θεσμών διακυβέρνησης).
Η στάση αυτή, που φαίνεται ότι σε πείσμα των εκλογικών επιδιώξεων των Σοσιαλδημοκρατών, μάλλον παραμένει κυρίαρχη στη γερμανική κοινή γνώμη, επιτρέπει στην Merkel όχι απλώς να αποκρούει τις κριτικές που της ασκούνται για τη γερμανική συμβολή στην τρέχουσα κρίση, αλλά και να διαμορφώνει αντίβαρο στην πίεση που δέχεται από άλλες χώρες του πυρήνα της Ε.Ε, (κυρίως τη Γαλλία και την Ιταλία), με το να διαμορφώνει μιαν ευρύτερη συμμαχία χωρών, οι οποίες επιδιώκουν μεν μεγαλύτερο συντονισμό σε κρίσιμα ζητήματα αλλά όχι μεγαλύτερη εκχώρηση εθνικής κυριαρχίας σε αυτή τη φάση. Οι χώρες της Ανατολικής Ευρώπης με τις οποίες μάλιστα η Γερμανία είχε συγκρουστεί ως προς τη διαχείριση της προσφυγικής κρίσης, αποτελούν από την άποψη αυτή χρήσιμους δυνάμει συμμάχους, καθώς μια τέτοια γραμμή διευκολύνει την πολιτική επένδυση διαφόρων παραλλαγών της (ακρο)δεξιάς στη διεκδίκηση μεγαλύτερης εθνικής κυριαρχίας.
Σε αυτό το φόντο, η γερμανική στρατηγική ορίζεται ως μια απόπειρα να “παγώσουν” οι διεργασίες στο ευρωπαϊκό τοπίο. Με τα λόγια του Peter Altmaier, επικεφαλής των υπηρεσιών της γερμανικής καγκελαρίας, “υπάρχουν πολλές διαφορετικές θεωρήσεις για το πώς μπορεί να συνεχίσει η Ευρώπη. Πολλοί φεντεραλιστές θέλουν να εκμεταλλευτούν την περίσταση για να προχωρήσουν στην περαιτέρω ολοκλήρωση της Ευρώπης. Άλλοι θέλουν να μειωθεί ο βαθμός ολοκλήρωσης. Όμως, μια αλλαγή στις συνθήκες της Ε.Ε., όπως ζητούν μερικοί, δεν μπορεί να έχει καμιά ελπίδα προς το παρόν, γιατί αυτά μπορούν να συμφωνηθούν μόνο μέσα από μια ομόφωνη ψήφο”. Για να καταλήξει ότι “πρέπει να προχωρήσουμε με σύνεση. Το να ζητούμε απλώς περισσότερη Ευρώπη δεν αρκεί”.
Ωστόσο, η προσπάθεια της Γερμανίδας καγκελαρίου να ισορροπήσει ανάμεσα στις διαφορετικές πιέσεις που δέχεται είτε για “περισσότερη” είτε για “λιγότερη” Ευρώπη, μπορεί μεν να ικανοποιεί ένα εσωτερικό εκλογικό ακροατήριο δύσπιστο απέναντι στην εμβάθυνση της ολοκλήρωσης, αλλά είναι πολύ πιθανό να μην εξασφαλίσει στο ευρωπαϊκό τοπίο παρά μια στασιμότητα που σήμερα απειλεί απλώς να επιτείνει τις αποδιαρθρωτικές τάσεις. Αυτόες που όταν ξεπεράσουν ένα κρίσιμο σημείο μπορούν να καταστούν μη αντιστρέψιμες…