Οι αιματηρές τρομοκρατικές επιθέσεις στην Κωνσταντινούπολη, τη Ντάκα, και τη Βαγδάτη αποτελούν απόδειξη της δολοφονικής ακτίνας δράσης του Ισλαμικού Κράτους (ISIS) η οποία εκτείνεται από τη Μέση Ανατολή έως τη Βόρεια Αφρική και την Ευρώπη, αλλά έως και περιοχές της Ασίας. Όσο το ISIS διατηρεί τα προπύργιά του στη Συρία και
στο Ιράκ, τόσο περισσότερο θα συνεχίσει το τρομοκρατικό του δίκτυο να προκαλεί ανάλογες αιματοχυσίες. Ωστόσο, δεν είναι ιδιαίτερα δύσκολο να ηττηθεί το ISIS.
στο Ιράκ, τόσο περισσότερο θα συνεχίσει το τρομοκρατικό του δίκτυο να προκαλεί ανάλογες αιματοχυσίες. Ωστόσο, δεν είναι ιδιαίτερα δύσκολο να ηττηθεί το ISIS.
Το πρόβλημα είναι ότι κανένα από τα κράτη που εμπλέκονται στις συρράξεις του Ιράκ και της Συρίας, συμπεριλαμβανομένων των Ηνωμένων Πολιτειών και των συμμάχων τους, δεν έχει αντιμετωπίσει το ISIS ως τον κύριο εχθρό του. Ήρθε όμως η ώρα να το κάνουν. Ο αριθμός των μαχητών του ISIS είναι μικρός, 20 με 25 χιλιάδες στο Ιράκ και τη Συρία και άλλες πέντε χιλιάδες στη Λιβύη σύμφωνα με τις ΗΠΑ. Σε σύγκριση με το ενεργό στρατιωτικό προσωπικό στη Συρία (125.000), το Ιράκ (271.500), τη Σαουδική Αραβία (233.500), την Τουρκία (510.600) ή το Ιράν (523.000), ο στρατός του Ισλαμικού Κράτους είναι μικροσκοπικός.
Παρότι ο πρόεδρος των ΗΠΑ Μπαράκ Ομπάμα δεσμεύτηκε τον Σεπτέμβριο του 2014 να«ταπεινώσει και στο τέλος να καταστρέψει» το ISIS, οι ΗΠΑ και οι σύμμαχοί τους, συμπεριλαμβανομένων της Σαουδικής Αραβίας, της Τουρκίας και του Ισραήλ, εστιάζουν περισσότερο στην ανατροπή του Μπασάρ Αλ Άσαντ στη Συρία. Λάβετε υπόψη μια πρόσφατη ειλικρινή δήλωση του ισραηλινού αρχιστράτηγου Χέρζι Χαλεβί: «Το Ισραήλ δεν θέλει να δει την κατάσταση στη Συρία να τερματίζεται με την ήττα του ISIS και την αποχώρηση των μεγάλων δυνάμεων από την περιοχή, παραμένοντας έτσι μόνο του με τη Χεζμπολάχ και το Ιράν που έχουν ενισχυμένες ικανότητες». Το Ισραήλ εναντιώνεται στο ISIS, αλλά η μεγαλύτερη ανησυχία του είναι η υποστήριξη που παρέχει το Ιράν στον Άσαντ ο οποίος προσφέρει στο Ιράν τη δυνατότητα να στηρίξει δύο παραστρατιωτικές οργανώσεις – εχθρούς του Ισραήλ, την Χεζμπολάχ και τη Χαμάς.
Οι πολλοί πόλεμοι των ΗΠΑ στη Μέση Ανατολή – στο Αφγανιστάν, το Ιράκ, τη Συρία, τη Λιβύη και αλλού – είχαν ως στόχο την απομάκρυνση της Σοβιετικής ΄Ένωσης, και στη συνέχεια της Ρωσίας από τη σκηνή ώστε να κερδίσουν οι ΗΠΑ την ηγεμονία. Αυτές οι προσπάθειες απέτυχαν παταγωδώς. Για την Σαουδική Αραβία, όπως και για το Ισραήλ, ο κύριος στόχος είναι η απομάκρυνση του Άσαντ έτσι ώστε να αποδυναμωθεί το Ιράν. Η Συρία εντάσσεται στο πλαίσιο ενός εκτεταμένου πολέμου δια αντιπροσώπων ανάμεσα στο σιιτικό Ιράν και τη σουνιτική Σαουδική Αραβία που διεξάγεται στα πεδία μαχών της Συρίας και της Υεμένης και άλλων διχασμένων χωρών στην περιοχή, συμπεριλαμβανομένης και της Σαουδικής Αραβίας.
Όσον αφορά την Τουρκία, η ανατροπή του Άσαντ θα ενισχύσει τη θέση της στην περιοχή. Ωστόσο, η Τουρκία καλείται τώρα να αντιμετωπίσει τρεις εχθρούς στα νότια σύνορα της: τον Άσαντ, το ISIS, και τους Κούρδους εθνικιστικές. Έως τώρα η Τουρκία ανησυχούσε περισσότερο για τον Άσαντ και τους Κούρδους παρά για το ISIS. Αλλά οι καθοδηγούμενες από το ISIS τρομοκρατικές επιθέσεις στην Τουρκία ενδέχεται να αλλάξουν την κατάσταση. Η Ρωσία και το Ιράν, επιδίωξαν να εξυπηρετήσουν τα δικά τους συμφέροντα στην περιοχή, μέσω πολέμων δια αντιπροσώπων και της υποστήριξης παραστρατιωτικών επιχειρήσεων. Αμφότερες οι χώρες, ωστόσο, δήλωσαν πως είναι έτοιμες να συνεργαστούν με τις ΗΠΑ για την εξάλειψη του ISIS και, ενδεχομένως, για την επίλυση και άλλων προβλημάτων. Οι ΗΠΑ έχουν απορρίψει αυτές τις προσφορές επειδή εστιάζουν στην ανατροπή του Άσαντ.
Η αντίσταση του ISIS αναδεικνύει τρία αρνητικά στοιχεία της εξωτερικής πολιτικής των ΗΠΑ καθώς και ένα λάθος τακτικής. Πρώτον, η νεο-συντηρητική επιδίωξη να αποκτήσουν οι ΗΠΑ (παγκόσμια) ηγεμονία μέσω της αλλαγής καθεστώτων, αποτελεί όχι μόνο έκφραση αλαζονείας αλλά και κλασικό παράδειγμα αποτυχίας λόγω υπερεκτίμησης των δυνατοτήτων. Όπου και να το προσπάθησαν οι ΗΠΑ, απέτυχαν. Η Συρία και η Λιβύη είναι τα πιο πρόσφατα παραδείγματα. Δεύτερον, η CIA για μεγάλο χρονικό διάστημα εκπαίδευε και όπλιζε σουνίτες τζιχαντιστές μέσω μυστικών επιχειρήσεων που χρηματοδοτούνταν από τη Σαουδική Αραβία. Ως αντάλλαγμα, οι τζιχαντιστές δημιούργησαν το Ισλαμικό Κράτος. Τρίτον, η αντίληψη ότι το Ιράν και η Ρωσία είναι αδιάλλακτοι εχθροί των ΗΠΑ είναι παρωχημένη και αποτελεί μια αυτοεκπληρούμενη προφητεία. Τέταρτον, όσον αφορά την τακτική, η προσπάθεια των ΗΠΑ να πολεμήσουν ταυτόχρονα και τον Άσαντ και το ISIS απέτυχε. Όποτε αποδυναμωνόταν ο Άσαντ, ενισχύονταν σουνίτες τζιχαντιστές, συμπεριλαμβανομένων μαχητών του Ισλαμικού Κράτους και της οργάνωσης Μέτωπο Αλ Νούσρα.
Η άνοδος του ISIS είναι ένα σύμπτωμα των αδυναμιών της στρατηγικής που εφαρμόζει η Δύση και ιδιαίτερα οι ΗΠΑ. Η Δύση μπορεί να νικήσει το ISIS. Το ερώτημα είναι αν οι ΗΠΑ θα προβούν στην, απαραίτητη για την επίτευξη αυτού του στόχου, επαναξιολόγηση της στρατηγικής τους.
O κ.Jeffrey Sachs είναι οικονομολόγος και συγγραφέας, καθηγητής στο Columbia University των ΗΠΑ