Διεθνής επιστημονική ομάδα κατάφερε για πρώτη φορά να τροποποιήσει γενετικά τα κύτταρα του ανοσοποιητικού συστήματος, ώστε όταν αυτά επανεισαχθούν στον οργανισμό να καταστρέφουν επιλεκτικά μόνο τα κύτταρα που είναι απειλητικά για την υγεία και όχι τα υγιή που προστατεύουν στο σώμα.
Όπως αναφέρεται στο Science, η νέα τεχνική, η οποία δοκιμάστηκε με επιτυχία σε ποντίκια, ουσιαστικά «πυροδοτεί» έναν εμφύλιο πόλεμο στο ανοσοποιητικό σύστημα – αλλά με καλό σκοπό.
Η μέθοδος αποτελεί ένα ουσιαστικό βήμα για την αντιμετώπιση των αυτοάνοσων παθήσεων με τρόπο που να μην καταστρέφει αδιακρίτως τα κύτταρα του ανοσοποιητικού συστήματος, αλλά μόνο όσα δεν επιτελούν πλέον τον αμυντικό ρόλο τους.
Ορισμένες αυτοάνοσες παθήσεις εκδηλώνονται, όταν τα Β-λεμφοκύτταρα, που παράγουν αντισώματα, λανθασμένα βλέπουν τον ιστό του ασθενούς ως ξένο σώμα, ωθώντας όλο το ανοσοποιητικό σύστημα να στραφεί εναντίον του. Σήμερα, σε τέτοιες περιπτώσεις, χορηγούνται θεραπείες γενικευμένης ανοσοκαταστολής, οι οποίες συχνά αφήνουν τον ασθενή πιο ευάλωτο σε πιθανώς μοιραίες λοιμώξεις ή σε καρκίνους. Επιπλέον, αρκετοί ασθενείς υποτροπιάζουν μετά τη θεραπεία.
Οι επιστήμονες από τις ΗΠΑ, την Ιταλία και την Ελβετία, με επικεφαλής τον Κριστόφ Έλεμπρεχτ του Πανεπιστημίου της Πενσιλβάνια και τον καθηγητή Δερματολογίας Γιώργο Κωτσαρέλη της Ιατρικής Σχολής του ίδιου πανεπιστημίου, εμπνεύστηκαν από παρόμοια αντικαρκινική τεχνική, η οποία τελευταία είχε θετικά αποτελέσματα κατά της λευχαιμίας και του λεμφώματος.
Οι ερευνητές κατάφεραν να δημιουργήσουν Τ-κύτταρα που στοχεύουν μόνο στα ανεξέλεγκτα Β-λεμφοκύτταρα. Στη συνέχεια, έδειξαν ότι είναι δυνατό να αντιμετωπίσουν στα ποντίκια μια σπάνια αυτοάνοση δερματολογική πάθηση, την πέμφιγα, που μπορεί να αποβεί ακόμη και απειλητική για τη ζωή.
Θα ακολουθήσουν δοκιμές σε σκύλους, οι οποίες, αν είναι επιτυχείς, θα ανοίξουν το δρόμο για κλινικές δοκιμές σε ανθρώπους, κατ’ αρχήν με τη δερματολογική πάθηση της πέμφιγας.
Οι επιστήμονες αισιοδοξούν πάντως ότι η νέα μέθοδος μπορεί να εφαρμοστεί και σε άλλες αυτοάνοσες παθήσεις, καθώς και στην αποφυγή της απόρριψης μοσχευμάτων από τον οργανισμό.
Όμως, η χρησιμότητά της θα αφορά κυρίως όσες αυτοάνοσες παθήσεις προκαλούνται από κάποιο προφανές αντίσωμα, καθώς σε πολλές κοινές παθήσεις (συστηματικός ερυθηματώδης λύκος, πολλαπλή σκλήρυνση, διαβήτης τύπου 1 κ.α.) οι αιτίες είναι συνήθως πολλαπλές και πολύπλοκες.
Όπως αναφέρεται στο Science, η νέα τεχνική, η οποία δοκιμάστηκε με επιτυχία σε ποντίκια, ουσιαστικά «πυροδοτεί» έναν εμφύλιο πόλεμο στο ανοσοποιητικό σύστημα – αλλά με καλό σκοπό.
Η μέθοδος αποτελεί ένα ουσιαστικό βήμα για την αντιμετώπιση των αυτοάνοσων παθήσεων με τρόπο που να μην καταστρέφει αδιακρίτως τα κύτταρα του ανοσοποιητικού συστήματος, αλλά μόνο όσα δεν επιτελούν πλέον τον αμυντικό ρόλο τους.
Ορισμένες αυτοάνοσες παθήσεις εκδηλώνονται, όταν τα Β-λεμφοκύτταρα, που παράγουν αντισώματα, λανθασμένα βλέπουν τον ιστό του ασθενούς ως ξένο σώμα, ωθώντας όλο το ανοσοποιητικό σύστημα να στραφεί εναντίον του. Σήμερα, σε τέτοιες περιπτώσεις, χορηγούνται θεραπείες γενικευμένης ανοσοκαταστολής, οι οποίες συχνά αφήνουν τον ασθενή πιο ευάλωτο σε πιθανώς μοιραίες λοιμώξεις ή σε καρκίνους. Επιπλέον, αρκετοί ασθενείς υποτροπιάζουν μετά τη θεραπεία.
Οι επιστήμονες από τις ΗΠΑ, την Ιταλία και την Ελβετία, με επικεφαλής τον Κριστόφ Έλεμπρεχτ του Πανεπιστημίου της Πενσιλβάνια και τον καθηγητή Δερματολογίας Γιώργο Κωτσαρέλη της Ιατρικής Σχολής του ίδιου πανεπιστημίου, εμπνεύστηκαν από παρόμοια αντικαρκινική τεχνική, η οποία τελευταία είχε θετικά αποτελέσματα κατά της λευχαιμίας και του λεμφώματος.
Οι ερευνητές κατάφεραν να δημιουργήσουν Τ-κύτταρα που στοχεύουν μόνο στα ανεξέλεγκτα Β-λεμφοκύτταρα. Στη συνέχεια, έδειξαν ότι είναι δυνατό να αντιμετωπίσουν στα ποντίκια μια σπάνια αυτοάνοση δερματολογική πάθηση, την πέμφιγα, που μπορεί να αποβεί ακόμη και απειλητική για τη ζωή.
Θα ακολουθήσουν δοκιμές σε σκύλους, οι οποίες, αν είναι επιτυχείς, θα ανοίξουν το δρόμο για κλινικές δοκιμές σε ανθρώπους, κατ’ αρχήν με τη δερματολογική πάθηση της πέμφιγας.
Οι επιστήμονες αισιοδοξούν πάντως ότι η νέα μέθοδος μπορεί να εφαρμοστεί και σε άλλες αυτοάνοσες παθήσεις, καθώς και στην αποφυγή της απόρριψης μοσχευμάτων από τον οργανισμό.
Όμως, η χρησιμότητά της θα αφορά κυρίως όσες αυτοάνοσες παθήσεις προκαλούνται από κάποιο προφανές αντίσωμα, καθώς σε πολλές κοινές παθήσεις (συστηματικός ερυθηματώδης λύκος, πολλαπλή σκλήρυνση, διαβήτης τύπου 1 κ.α.) οι αιτίες είναι συνήθως πολλαπλές και πολύπλοκες.