Η παγκόσμια στρατηγική της ΕΕ που ανακοινώθηκε τον Ιούνιο του 2016, έχει βρει έναν έξυπνο τρόπο για να ξεπεράσει τη διχοτόμηση μεταξύ της δημοκρατίας και της
σταθερότητας που έχει την τάση να ταλανίζει την προσέγγιση της ΕΕ στην γειτονιά της. Με την επινόηση της νέας έννοιας της ανθεκτικότητας, η στρατηγική θα επιτρέψει στους Ευρωπαίους φορείς χάραξης πολιτικής να μετακινηθούν μακριά από αυτή την λανθασμένη δυαδική άποψη. Αλλά για να είναι αποτελεσματικό στην πράξη, αυτή η εννοιολογική μετατόπιση θα πρέπει να είναι πιο στενά καθορισμένη.
Για καιρό η ΕΕ έχει κατηγορηθεί ότι προάγει τη σταθερότητα παρά την δημοκρατία στις σχέσεις της με τους πολιτικούς ηγέτες στην γειτονιά της. Αυτή η προσέγγιση σήμαινε ότι ιεραρχούσε την επίσημη εμπλοκή με αυτά τα κράτη, συμπεριλαμβανομένης και της συνέχισης των εμπορικών προνομίων και της οικονομικής βοήθειας, παρά την έλλειψη προόδου στα δημοκρατικά πρότυπα. Το επιχείρημα ήταν πως η ΕΕ δεν θα μπορούσε να αντέξει οικονομικά, αυτές οι χώρες να εκτεθούν σε αυξημένη αστάθεια καθώς θα επηρέαζε αμέσως την ασφάλεια των μελών της ΕΕ. Ιδιαίτερης ανησυχίας ήταν η μετανάστευση.
Ένα σύντομο παράθυρο αισιοδοξίας ξεκίνησε με την έναρξη μιας ολέθριας αραβικής άνοιξης. Στο βαθμό που αυτές οι κοινωνικές δυναμικές θα έστρεφαν τις νότιες γειτονικές χώρες προς καλύτερα δημοκρατικά πρότυπα, η ΕΕ θα μπορούσε τελικά να φύγει από αυτή την αστήρικτη θέση της για την προστασία της σταθερότητας και την προώθηση της δημοκρατίας την ίδια στιγμή.
Για να είμαστε δίκαιοι, η ΕΕ δεν ήταν ο μόνος διεθνής παράγοντας που είχε τελικά αποφασίσει να εφαρμόσει μια πολιτική βασισμένη στον διπλωματικό ρεαλισμό. Οι ΗΠΑ ήταν ίσως ακόμη πιο σταθερά σε αυτή την καθόλου αξιοζήλευτη θέση. Και όπως και η ΕΕ, οι ΗΠΑ ευαγγελίστηκαν την αισιοδοξία της αραβικής άνοιξης για να δηλώσουν ότι θα στηρίξουν την δημοκρατία ανεξαρτήτως των πιθανών επιπτώσεων στην βραχυπρόθεσμη σταθερότητα των χωρών-εταίρων. Το δίλημμα σταθερότητα έναντι δημοκρατίας ήταν ψεύτικο ή αυτό ήταν το επιχείρημα τουλάχιστον.
Η αισιοδοξία επρόκειτο να ήταν βραχύβια. Η αποτυχία της δημοκρατικής προόδου στις περισσότερες χώρες της αραβικής άνοιξης, για άλλη μία φορά εξέθεσε τα δυτικά κράτη σε μια σκληρή πραγματικότητα για το πόσο μικρό περιθώριο υπήρχε για μακροπρόθεσμα οφέλη στο δημοκρατικό μέτωπο. Η προώθηση της δημοκρατίας θα είναι ένα ζήτημα γενεών. Στο μεταξύ, η αιτία της σταθερότητας έκανε μια μάλλον φανταχτερή επιστροφή με την προσφυγική κρίση, η οποία έχει επικεντρώσει μεμονωμένα τα μυαλά των Ευρωπαίων φορέων χάραξης πολιτικής, στις συνέπειες της απώλειας της σταθερότητας στην κοντινή γειτονιά.
Η νέα παγκόσμια στρατηγική της ΕΕ φαίνεται να έχει λάβει υπόψη της το τέλος αυτής της εποχής της δημοκρατικής αισιοδοξίας με τις “πίσω στο μέλλον” επιπτώσεις για την ενασχόληση της Ευρώπης με την γειτονιά της. Πραγματικά, η Ευρώπη έμοιαζε να είναι σε κίνδυνο του να επιστρέψει στην αιώνια σταθερότητα έναντι της δημοκρατικής διχοτόμησης.
Εδώ είναι που η παγκόσμια στρατηγική καθορίζει και εισάγει την έννοια της ανθεκτικότητας (resilience). Η στρατηγική καθορίζει τον όρο ως “την ικανότητα των κρατών και των κοινωνιών να μεταρρυθμίζονται, ως εκ τούτου να αντέχουν και να ανακάμπτουν από εσωτερικές και εξωτερικές κρίσεις”. Η στρατηγική υπογραμμίζει ότι “το resilience είναι μια ευρύτερη έννοια, που περιλαμβάνει όλα τα άτομα και το σύνολο της κοινωνίας. Μια ανθεκτική κοινωνία που περιλαμβάνει δημοκρατία, εμπιστοσύνη στους θεσμούς και βιώσιμη ανάπτυξη, βρίσκεται στην καρδιά ενός ευέλικτου κράτους”.
Αυτή η έννοια μπορεί να επιτρέψει στους φορείς χάραξης πολιτικής της ΕΕ να παρακάμψουν το ασαφές και τελικά αντιπαραγωγικό επιχείρημα για την ισορροπία μεταξύ της σταθερότητας και της δημοκρατίας. Η εισαγωγή της ανθεκτικότητας του τρίτου μέρους ως μια κατευθυντήρια αρχή της εξωτερικής δράσης της ΕΕ, θα πρέπει να χαιρετιστεί ως το εννοιολογικό άλμα που θα πρέπει να βοηθήσει στον εξορθολογισμό της φιλοσοφίας της ΕΕ για δέσμευση με την στενή γειτονία.
Ωστόσο, όπως με όλες τις εννοιολογικές προόδους, αυτή η καινοτομία θα πρέπει και θα προκαλέσει μια συζήτηση σχετικά με τις πρακτικές πτυχές της. Πώς αυτός ο στόχος θα διαμορφώσει το σχεδιασμό και την εφαρμογή των εξωτερικών πολιτικών της ΕΕ; Η απειλή είναι μια ευρεία ερμηνεία της ανθεκτικότητας ως μια στρατηγική δέσμευση. Πραγματικά, με κάποια φαντασία, κάθε κομμάτι της δράσης της ΕΕ στο μέλλον, μπορεί να θεωρηθεί ότι εξυπηρετεί την αιτία της ανθεκτικότητας. Πολύ περισσότερο, επειδή η ανθεκτικότητα θεωρείται ως ένα γενικό πλαίσιο που περιλαμβάνει κράτη, την κοινωνία των πολιτών, ακόμη και ιδιώτες.
Υπό αυτή την αίσθηση, ο σκοπός της ανθεκτικότητας μπορεί να οδηγήσει στην σύγχυση των στόχων. Στο παρελθόν, όταν η οικοδόμηση της δημοκρατίας ήταν προτεραιότητα της στρατηγικής δέσμευσης της ΕΕ, ήταν σχετικά ευκολότερο να κατηγοριοποιήσει και ως εκ τούτου να αποφασίσει για πολιτικές. Ήταν σαφές για παράδειγμα ότι για να χορηγηθούν πιο προηγμένες συναλλαγές, οι προνομιούχες χώρες εταίροι θα τους ζητούνταν να αποδείξουν την δέσμευσή τους στις δημοκρατικές μεταρρυθμίσεις.
Τώρα, με την ανθεκτικότητα, τέτοιες αποφάσεις μπορεί να είναι λιγότερο σαφείς. Μπορεί μια νέα και πιο φιλόδοξη εμπορική συμφωνία με ένα δημοκρατικά οπισθοδρομικό καθεστώς, να έχει υπεράσπιση με την λογική ότι θα προωθήσει την ανθεκτικότητα της κοινωνίας. Ορισμένα δύσκολα ερωτήματα περιμένουν τώρα τους Ευρωπαίους φορείς χάραξης πολιτικής, οι οποίοι θα πρέπει να καθορίσουν με πιο συγκεκριμένο τρόπο τις επιπτώσεις από αυτό το εννοιολογικό άλμα.