Η γερμανική βουλή ψηφίζει σήμερα για την τροποποίηση του ορισμού του βιασμού, στον απόηχο των επιθέσεων της παραμονής της πρωτοχρονιάς στην Κολωνία και τη δίκη βεντέτας ενός ριάλιτι τηλεοπτικού σόου.
Κάθε σεξουαλική πράξη που διαπράττεται «αντίθετα με την εκπεφρασμένη βούληση ενός προσώπου» θα πρέπει να συνιστά ποινικό αδίκημα, σύμφωνα με τον συμβιβασμό στον οποίο έφθασαν στις αρχές Ιουνίου οι γερμανοί συντηρητικοί και οι σοσιαλδημοκράτες, που τίθεται σήμερα προς ψήφισαν στην γερμανική βουλή.
Αυτές οι λίγες λέξεις συνιστούν ανατροπή του ισχύοντος καθεστώτος στη Γερμανία και ξεπερνούν τις προθέσεις του νομοσχεδίου που παρουσίασε στα μέσα του Μαρτίου η υπουργός Δικαιοσύνης Χάικο Μάας υπό την πίεση εκστρατείας του Τύπου και του νομοθετικού έργου των βουλευτών.
Το ισχύον άρθρο 177 του Ποινικού Κώδικα, που χρονολογείται από το 1998, ορίζει ως βιασμό τις σεξουαλικές σχέσεις που επιβάλλονται «δια της βίας, μέσω απειλής κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας» ή αν το θύμα «στερείται παντελώς τρόπου άμυνας».
Το άρθρο δεν περιλαμβάνει τις σχέσεις που επιβάλλονται δια της απειλής με επαγγελματικές συνέπειες ή όταν το θύμα τελεί υπό την επήρεια αλκοόλ, δεν έχει τις αισθήσεις του ή αποσβολωμένο και για τον λόγο αυτόν θεωρείται πολύ περιοριστικού χαρακτήρα.
Η κυβέρνηση ανακοίνωσε από το φθινόπωρο 2014 ότι προετοιμάζει νόμο για την «καλύτερη προστασία των γυναικών», τη στιγμή μάλιστα που η Γερμανία είχε υπογράψει το 2011 την σύμβαση της Κωνσταντινούπολης που προβλέπει την ποινικοποίηση όλων των χωρίς συναίνεση σεξουαλικών σχέσεων.
Αρνούμενη να αγγίξει το άρθρο 177, η Χάικο Μάας υπολόγιζε να προσθέσει μία νέα περίπτωση «σεξουαλικής κακοποίησης» που θα καλύπτει ένα πρόσωπο «ανίκανο να αντισταθεί» εξαιτίας «της φυσικής ή της ψυχικής του κατάστασης».
Ομως, αυτή η μετριοπαθής φωνή ξεπεράστηκε από τα γεγονότα: το σοκ που προκλήθηκε από τις δεκάδες σεξουαλικές επιθέσεις που καταγράφηκαν την παραμονή της πρωτοχρονιάς στην Κολωνία και δεν οδήγησαν σε καμία δικαστική καταδίκη και την δίκη για «συκοφαντική δυσφήμηση» ενός μοντέλου που κατέθεσε μήνυση για βιασμό.
Τίποτε δεν συνδέει τα γεγονότα αυτά, πέραν της απευθείας επιρροής τους στο νομοθετικό έργο: τα γεγονότα της Κολωνίας υπαγόρευσαν νέες ρυθμίσεις στο υπό συζήτησιν νομοσχέδιο, ενώ η υπόθεση της Τζίνα-Λίζα Λοφχινκ προκάλεσε την επανάληψη της δημόσιας συζήτησης με θέμα «Το όχι είναι όχι».
Οι «ομαδικές θωπείες» αποτελούν πλέον ειδικό αδίκημα – ρύθμιση που ήδη επικρίνεται, τη στιγμή που η έρευνα για τα γεγονότα της Κολωνίας αντιμετώπισαν εμπόδια μάλλον εξαιτίας της απουσίας αναγνωρίσιμων υπόπτων, παρά εξαιτίας νομικών παραμέτρων- ενώ οι αλλοδαποί που θα καταδικάζονται για σεξουαλικά αδικήματα, θα απελαύνονται.
Το νομοσχέδιο δίνει την εντύπωση ότι οι μετανάστες είναι αυτοί που διαπράττουν σεξουαλικές επιθέσεις, δήλωσε η αριστερή βουλευτής Χελίνα Βαβζίνιακ καταγγέλλοντας έναν λαϊκισμό που δημιουργήθηκε στον απόηχο της Κολωνίας.
Η υπόθεση της Τζίνα-Λίζα Λόφχινκ, που δικάζεται στο Βερολίνο και εμφανίζεται να λέει «όχι» σε βίντεο μαζί με έναν ποδοσφαιριστή και έναν υπάλληλο βερολινέζικού κλαμπ προκάλεσε κύμα αλληλεγγύης στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης υπό το hash tag #TeamGinaLisa.
Ωστόσο, η ρύθμιση του νομοσχεδίου «το όχι είναι όχι» συναντά αντιδράσεις μεταξύ των βουλευτών, ορισμένοι από τους οποίους εκφράζουν φόβους για τον πολλαπλασιασμό των μηνύσεων για συκοφαντική δυσφήμηση, ενώ άλλοι ανησυχούν αντίθετα ότι το κείμενο, αν και σωστό επί της αρχής, δεν αλλάζει και πολλά πράγματα.
Κινδυνεύει να δημιουργήσει μεγάλες προσδοκίες εκ μέρους των θυμάτων, χωρίς να οδηγήσει σε περισσότερες καταδίκες, προειδοποιεί η Tagesspiegel.
Η τιμωρία του συνόλου των βιασμών «είναι στη δικαιική πρακτική αδύνατη», υπενθυμίζει η εφημερίδα, αφού είναι δύσκολη η απόδειξη «ενός εγκλήματος που εξωτερικά, τίποτε δεν το διαφοροποιεί από κάτι που κάνουν οι άνθρωποι κάθε μέρα».
Σύμφωνα με τη βερολινέζικη εφημερίδα, η τροποποίηση του ορισμού του βιασμού δεν θα επιτρέψει την επίλυση, απουσία μαρτύρων, του κλασικού προβλήματος: ο λόγος του ενός εναντίον του λόγου του άλλου.