Ο εθνικός μας ευεργέτης που ήταν ο ισχυρότερος άντρας του καιρού του μετά τον βασιλιά!
Σωστός κοσμοπολίτης στην εποχή του και άνθρωπος πολυπράγμων, ό,τι έπιανε στα χέρια του ο Συγγρός γινόταν χρυσάφι.
Ήταν τραπεζίτης, ήταν εφοπλιστής, ήταν χρηματιστής, αν και πάνω απ’ όλα ήταν ένας
άνθρωπος που αγάπησε το χρήμα και έμοιαζε διατεθειμένος να φτάσει πολύ μακριά για να το αποκτήσει.
Η ζωή του είναι ένα συναρπαστικό αφήγημα σαν παραμύθι, καθώς έχει τα πάντα: πλούτη, δόξα, τιμές, αλλά και χρηματιστηριακά σκάνδαλα, δολοπλοκίες και μηχανορραφίες, καθώς ο Συγγρός ήταν ένα οικονομικό φαινόμενο που πέρασε σαν σίφουνας από τον τόπο μας.
Ο βίος του ήταν ένας κόσμος παθών, συγκρούσεων, νοοτροπιών και συμπεριφορών εξαιρετικά ποικίλος και πολύχρωμος, ακολουθώντας πιστά την εξέλιξη του αυτοδημιούργητου εμπόρου σε κορυφαία οικονομική και πολιτική προσωπικότητα της Ελλάδας.
Η σατιρική ιδιοφυΐα του Εμμανουήλ Ροΐδη του είχε χαρίσει τον τίτλο του «στρατηλάτη» της εγχώριας οικονομικής ζωής, έναν τίτλο αμφίσημο βέβαια που συνδέεται με τον παρασκηνιακό ρόλο του Συγγρού στο σκάνδαλο των Λαυρεωτικών και γενικότερα στο στυγνό κερδοσκοπικό παιχνίδι του καιρού.
Ένας άνθρωπος σαφώς μεγαλύτερος από την εποχή του, ο Συγγρός απέσπασε τελικά από την Ιστορία τον τίτλο του εθνικού ευεργέτη και όχι άδικα, καθώς τα εκτεταμένα έργα υποδομής που χάρισε στον τόπο (όπως οι 6.000 σχολικές αίθουσες!) έδωσαν μια νέα πνοή στην ελληνική κοινωνία.
Ο κοσμοπολίτης αστός διέτρεξε τον χώρο μεταξύ Κωνσταντινούπολης και Μασσαλίας, έγινε πάμπλουτος, αναμείχθηκε με τον πολιτικό κόσμο και επέκτεινε τις χρηματοπιστωτικές δραστηριότητές του από την Κωνσταντινούπολη ως την Αθήνα, γινόμενος ορόσημο της στροφής των ελλήνων κεφαλαιοκρατών προς το εσωτερικό του νεοελληνικού κράτους μετά το 1870.
Η επιχειρηματική ηθική που εγκαθίδρυσε έμελλε να αφήσει γερή παρακαταθήκη στα οικονομικά ήθη του 20ού αιώνα, καθώς ο Συγγρός ήταν ένας από τους πρώτους καπιταλιστές που απέφυγε δαιμόνια τις εμπορικές δραστηριότητες και τις βιομηχανικές επενδύσεις, επιδιδόμενος στον κρατικό δανεισμό και τις τραπεζικές εργασίες!
Και βέβαια δαπάνησε εν ζωή τεράστια ποσά και διέθεσε μετά τον θάνατό του ακόμα περισσότερα για κοινωφελείς σκοπούς, πράξη που τον κατέταξε πανηγυρικά στην πρώτη θέση των εθνικών ευεργετών μας.
Κι όλα αυτά από έναν σχεδόν «εξόριστο» Κωνσταντινουπολίτη, γιο αρχίατρου της Υψηλής Πύλης, που έγινε ζάμπλουτος στη Βασιλεύουσα και κατέφτασε μετά στην Ελλάδα για να γίνει ο κινητήριος μοχλός της πολύπαθης εσωτερικής οικονομίας…
Πρώτα χρόνια
Ο Ανδρέας Τσιγγρός (Συγγρός κατόπιν, στην εξευγενισμένη μορφή του) γεννιέται στην Κωνσταντινούπολη στις 12 Οκτωβρίου 1830 μέσα σε οικογένεια της ανώτερης τάξης, ως δευτερότοκος γιος του χιώτη μεγαλογιατρού Δομένικου Τσιγγρού, που έφτασε να γίνει ο προσωπικός γιατρός της αδελφής του σουλτάνου Μαχμούτ Β’! Ο πατέρας τον προόριζε για διάδοχό του, καθώς η δουλειά παραήταν στρωμένη, αν και ο νεαρός δείχνει από μικρός την τάση της αυτονόμησης, προτιμώντας να ασχοληθεί τελικά με το εμπόριο.
Ο μεγαλογιατρός απομακρύνεται κάποια στιγμή από την Υψηλή Πύλη και ο μικρός Ανδρέας περνά τα παιδικά του χρόνια στην Άνδρο και τη Σύρο, αν και το ανήσυχο πνεύμα του θα τον κάνει να επιστρέψει στην Κωνσταντινούπολη για να ασχοληθεί με τον επιχειρηματικό κόσμο.
Αφού φοιτήσει στην περίφημη σχολή του Θεόφιλου Καΐρη στην Άνδρο και ολοκληρώσει τις εγκύκλιες σπουδές του στην Ερμούπολη της Σύρου το 1845, αψηφά τις πατρικές παραινέσεις και βάζει πλώρη για το επιχειρείν. Πιάνει έτσι δουλειά σε εμπορικό κατάστημα χιώτη εμπόρου στην Ερμούπολη και πολύ σύντομα, ολοκληρώνοντας την περίοδο της μαθητείας του, θα βρεθεί στη θέση του βοηθού λογιστή σε κατάστημα οικογενειακού φίλου στην Κωνσταντινούπολη…
Δειλά βήματα στο επιχειρείν
Ο δαιμόνιος νεαρός ανεβαίνει γοργά τα σκαλιά της ιεραρχίας και το 1849 θα σκαρφαλώσει στη θέση του διευθυντή της νεοσύστατης εταιρείας Βούρος, Δαμιανός και Σία (Ε.Μ. Βούρος & Σία), η οποία πραγματοποιούσε εισαγωγές και εξαγωγές προϊόντων προς και από την Οθωμανική Αυτοκρατορία.
Πολύ γρήγορα θα γίνει συνεταίρος με τα πρώην αφεντικά του, καθώς το 1855 εξαγοράζει ένα μικρό ποσοστό στη φίρμα, βάζοντας πια πλώρη για άλλα. Ο 25χρονος και ασταμάτητος επιχειρηματίας στρέφεται σε έναν κλάδο που θεωρεί ιδιαιτέρως επικερδή, το μετάξι, και καταφέρνει να στεφθεί επίσημος προμηθευτής της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στα μεταξωτά!
Εκμεταλλευόμενος τις πατρικές γνωριμίες με την Υψηλή Πύλη, καθιερώνεται εμπορικά, επεκτείνει τη δράση του στις κρατικές προμήθειες της αυτοκρατορίας και μέσα σε λίγα χρόνια έχει μαζέψει ένα διόλου ευκαταφρόνητο κομπόδεμα. Τέτοιο που του δίνει πια τη δυνατότητα να δανείζει με υπέρογκο τόκο στον σουλτάνο, καθώς η αφερεγγυότητα της Υψηλής Πύλης έκανε τον κρατικό δανεισμό της από τις ευρωπαϊκές δυνάμεις αδύνατο.
Ήδη από το 1963 ο Συγγρός χορήγει γενναία δάνεια (με υψηλό ρίσκο!) τόσο στους Οθωμανούς όσο και τους Έλληνες. Το πρώτο του δάνειο στο ελληνικό κράτος ήταν ύψους 6 εκατ. δραχμών. Στην Αθήνα ήρθε για πρώτη φορά το 1867 ως αξιοσέβαστος επιχειρηματίας και έκανε έναν κύκλο επαφών με προβεβλημένες προσωπικότητες του τόπου, μεταξύ αυτών ο υπουργός Εξωτερικών, Χαρίλαος Τρικούπης, και ο ίδιος ο βασιλιάς Γεώργιος Α’!
Η συνεργασία του με τον καθιερωμένο στα ελληνικά πράγματα τραπεζίτη Γεώργιο Κορωνιό (Συγγρός, Κορωνιός και Σία) αποβαίνει μοιραία για την ανέλιξή του: μεταφέρει την έδρα των χρηματοπιστωτικών δραστηριοτήτων του στην Αθήνα, ιδρύει την Τράπεζα Κωνσταντινουπόλεως και δανείζει πια μαζικά σε Υψηλή Πύλη, Αίγυπτο και Ελλάδα, καθώς η βασική δραστηριότητά του ήταν να χορηγεί βραχυπρόθεσμα κρατικά δάνεια με ιδιαίτερα υψηλά επιτόκια.
Όσο για την περίφημη Τράπεζα Κωνσταντινουπόλεως, αναδείχθηκε σχεδόν αμέσως σε βασικό χρηματοδότη όχι μόνο των Οθωμανών αλλά και των Αιγυπτίων! Τώρα είναι όμως ώρα να κατέβει μόνιμα στην Αθήνα…
Η μεγάλη επιστροφή και το διαβόητο σκάνδαλο
Έναν χρόνο προτού εγκατασταθεί μόνιμα στην Ελλάδα (1872), ο Συγγρός λίγο έλειψε να χρεοκοπήσει εξαιτίας της βαθιάς οικονομικής ύφεσης που έφερε στις βαλίτσες του ο Γαλλο-Πρωσικός Πόλεμος του 1870-1871. Τα οθωμανικά χρεόγραφα κατακρημνίστηκαν και το μέλλον φάνταζε αβέβαιο, αν και ο Συγγρός επιδεικνύει την επιχειρηματική του δεινότητα αλλά και το υψηλό ρίσκο που ήταν διατεθειμένος να παίρνει.
Με μια σειρά ριψοκίνδυνων χρηματιστηριακών ελιγμών διασώζει το μεγαλύτερο μέρος της περιουσίας του και παίρνει την απόφαση να δραστηριοποιηθεί στην Ελλάδα, καθώς οι πιθανότητές του να μεγαλουργήσει θα ήταν πολύ μεγαλύτερες αν μετακόμιζε στην ισχνή ημεδαπή.
Εκείνη την εποχή η Ελλάδα ήταν εξάλλου ένα κράτος που όπως τονίζουν οι ιστορικοί «υπερτερούσε σαφώς σε επιχειρήσεις από την Ευρώπη, αλλά και από την Κωνσταντινούπολη και τα άλλα οικονομικά κέντρα της Μαύρης Θάλασσας». Ο κεφαλαιούχος Συγγρός αδράχνει την ευκαιρία και καταλήγει σε μια ολότελα διαφορετική επιχειρηματική λογική: δεν θέλει να παράγει, θέλει να δανείζει! Ο κρατικός δανεισμός και οι τραπεζικές εργασίες γίνονται το όχημα της ανάπτυξής του.
Χάρη στη φήμη του επιτυχημένου επιχειρηματία, μπαίνει εύκολα στα μεγάλα σαλόνια, εγκαθιδρύει σχέσεις με τον πολιτικό κόσμο και το παλάτι και σαγηνεύει ιδιαιτέρως τον βασιλιά Γεώργιο Α’, ο οποίος θαμπώθηκε από το κοφτερό μυαλό του κωνσταντινουπολίτη εμπόρου.
Ο Συγγρός αρχίζει να αγοράζει τεράστιες εκτάσεις στην Αττική, τόσο μέσα στην Αθήνα όσο και στα περίχωρα της πρωτεύουσας. Αποκτά επίσης ένα οικόπεδο στην αρχή της σημερινής Βασιλίσσης Σοφίας, ώστε να χτίσει το μεγαλοπρεπές μέγαρό του ακριβώς απέναντι από το παλάτι! Ταυτοχρόνως, ιδρύει άλλη μια τράπεζα, τη Γενική Πιστωτική Τράπεζα, ενώ το 1873 αγοράζει το κτήμα των Ρου-Σερπιέρη στο Λαύριο και ιδρύει την Ελληνική Λαυρίου, κάτι που θα κατέληγε σε ένα από τα μεγαλύτερα χρηματιστηριακά σκάνδαλα του τόπου μας!
Σε γενικές γραμμές, για να αντιμετωπιστεί το κόστος της δαπάνης για την εξαγορά της γαλλο-ιταλικής μεταλλευτικής εταιρίας, ο Συγγρός προχώρησε σε μετοχοποίησή της. Η διακύμανση της μετοχής ήταν όμως τέτοια που οδήγησε στην πτώχευση πολλούς επενδυτές που είχαν εμπιστευτεί τις λιγοστές οικονομίες τους στον Συγγρό. Ήταν το πρώτο χρηματιστηριακό σκάνδαλο στην Ελλάδα, μια «λαϊκή πτώχευση» όπως έμεινε γνωστή, σε μια πρώιμη μάλιστα εποχή που δεν υπήρχε χρηματιστήριο στην Ελλάδα και οι συναλλαγές γίνονταν στο καφενείο «Η Ωραία Ελλάς»!
Το «λαυρεωτικό ζήτημα» βρισκόταν στο επίκεντρο της πολιτικής ζωής όταν κατέφτασε ο μεγαλοτραπεζίτης στην Ελλάδα και ο βασιλιάς Γεώργιος ζήτησε βοήθεια από τον καινούργιο του φίλο. Ο Συγγρός μυρίζεται χρυσάφι και δέχεται να βοηθήσει τον μεγαλειότατο, με το αζημίωτο πάντα: η πρότασή του είναι μεν ριζοσπαστική, κρύβει όμως κινδύνους και παγίδες. Ο Συγγρός ανέλαβε να εκμεταλλευτεί τη λαυρεωτική γη αποζημιώνοντας ο ίδιος την εταιρεία των Ρου-Σερπιέρη υπό την προϋπόθεση ότι θα του δοθούν ορισμένα κίνητρα από το κράτος, φοροαπαλλαγές δηλαδή, χαριστικές διατάξεις και άλλες διευκολύνσεις.
Ήταν η καλύτερη δυνατή λύση που φαινόταν να ικανοποιεί τους πάντες, καθώς το θέμα φάνταζε αδιέξοδο. Μέσα στο 1873, η γαλλο-ιταλική εταιρία μεταβιβάζει τις μετοχές της στην Τράπεζα Κωνσταντινουπόλεως και ο Συγγρός γίνεται το απόλυτο αφεντικό του Λαυρίου, ιδρύοντας την Ελληνική Εταιρεία Μεταλλουργείων Λαυρίου (ΕΕΜΛ). Αμέσως όμως φάνηκε ότι ο Συγγρός δεν είχε καμιά όρεξη να γίνει μεταλλωρύχος, καθώς ήταν πάνω και πέρα απ’ όλα τραπεζίτης και σκεφτόταν αποκλειστικά με όρους επένδυσης και κέρδους.
Με την αμέριστη συμπαράσταση των εκδοτών, κυκλοφόρησαν φήμες για όλων των λογιών τα φυσικά μεταλλεύματα που υπήρχαν υποτίθεται στο Λαύριο (εκτός από τα ήδη γνωστά ασήμι και μόλυβδο) αλλά και δημοσιεύματα για «αμύθητα πλούτη» που κρυβόταν στη λαυρεωτική γη. Ο Συγγρός, εκμεταλλευόμενος την ευνοϊκή συγκυρία, μετοχοποίησε την εταιρεία και έβγαλε τις μετοχές σε δημόσια προσφορά, κάνοντας τους Αθηναίους να τρέχουν να αποκτήσουν κομμάτι της πίτας που θα τους έκανε ζάμπλουτους.
Μέσα σε λίγες εβδομάδες, η ΕΕΜΛ είχε μαζέψει τις οικονομίες αναρίθμητων ελλήνων ιδιωτών αλλά και εταιριών που ανέστειλαν τις εργασίες τους προκειμένου να τοποθετήσουν τα διαθέσιμά τους στις μετοχές του Λαυρίου! Πριν τελειώσει όμως το 1873, η φούσκα έσκασε και η αξία των μετοχών κατρακύλησε σε ελεύθερη πτώση. Χιλιάδες απλοί άνθρωποι καταστράφηκαν οικονομικά, το εμπόριο κατέρρευσε και οι πτωχεύσεις διπλασιάστηκαν. Ο Τύπος μιλούσε πια για «λαϊκή πτώχευση» και κατηγορούσε τον μεγαλοτραπεζίτη για κερδοσκοπία και απάτη σε βάρος του απλού λαού.
Ως απάντηση ενδεχομένως στη λαϊκή κατακραυγή, ο οικονομικός παράγοντας θα στρεφόταν τώρα στις αγαθοεργίες. Χαρακτηριστικό είναι εδώ ότι το εκτεταμένο φιλανθρωπικό του έργο θα ξεκινούσε τρία χρόνια μετά τη «λαϊκή πτώχευση», χρηματοδοτώντας την ανέγερση του πρώτου πτωχοκομείου της Αθήνας…
Εθνικός ευεργέτης
Όταν ενσωματώθηκαν στο ελληνικό κράτος η Θεσσαλία και τμήμα της Ηπείρου, ο Συγγρός ίδρυσε με άλλους κεφαλαιοκράτες την Τράπεζα Ηπειροθεσσαλίας με έδρα τον Βόλο, αν και μετά τις μεγάλες ζημίες κατά τον Ελληνο-Τουρκικό Πόλεμο του 1897 η τράπεζα απορροφήθηκε από την Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος.
Ο ασίγαστος Συγγρός συμμετείχε σε πλήθος επιχειρηματικών σχημάτων και ανακατεύτηκε με όλα τα μεγάλα δημόσια έργα, όπως ο Σιδηρόδρομος Αθηνών-Λαυρίου, η διάνοιξη της Διώρυγας της Κορίνθου, η ίδρυση της Πανελληνίου Ατμοπλοΐας, η αποξήρανση της Στυμφαλίας και η Εταιρεία Σιδηροδρόμων Αθηνών-Πειραιώς. Οι τράπεζές του έδιναν αβέρτα δάνεια στο ταλαίπωρο ελληνικό κράτος και η προσωπική εμπλοκή του Συγγρού στη χρεωκοπία της χώρας μας το 1893 (προκειμένου να αποκτήσει την Εθνική Τράπεζα, όπως λεγόταν) αποτελεί ακόμα και σήμερα αντικείμενο ιστορικών διαξιφισμών.
Ειδική μνεία αξίζει στη διάνοιξη του Ισθμού της Κορίνθου, το κερασάκι στην τούρτα του οράματος του Χαρίλαου Τρικούπη να εκσυγχρονίσει τη χώρα με μεγάλα έργα υποδομής. Οι εργασίες ξεκίνησαν στις 23 Απριλίου 1882 από μια ουγγρική εταιρεία και σταμάτησαν έπειτα από 8 χρόνια λόγω εξάντλησης των κεφαλαίων. Την ολοκλήρωση του έργου ανέλαβε η εταιρία του τραπεζίτη Συγγρού και χρειάστηκαν 2.500 εργάτες και μηχανικοί για να ολοκληρώσουν το τιτάνιο έργο μέσα σε 11 χρόνια.
Τον Ανδρέα Συγγρό τον μνημονεύουμε σήμερα ως μεγάλο ευεργέτη και όχι άδικα, αφού άφησε εποχή για το φιλανθρωπικό του έργο. Υπολογίζεται ότι οι δωρεές του ξεπερνούσαν τα 5 εκατ. δραχμές, ποσό κολοσσιαίο για την εποχή που τον έστειλε στην πρώτη θέση των εθνικών ευεργετών!
Τον Ανδρέα Συγγρό τον μνημονεύουμε σήμερα ως μεγάλο ευεργέτη και όχι άδικα, αφού άφησε εποχή για το φιλανθρωπικό του έργο. Υπολογίζεται ότι οι δωρεές του ξεπερνούσαν τα 5 εκατ. δραχμές, ποσό κολοσσιαίο για την εποχή που τον έστειλε στην πρώτη θέση των εθνικών ευεργετών!
Η πλούσια δράση του εδώ περιλαμβάνει το «Κτήμα Συγγρού» (μεταξύ Αμαρουσίου και Κηφισιάς), το Νοσοκομείο Αφροδισίων και Δερματικών Παθήσεων «Ανδρέας Συγγρός» στην Αθήνα (πρωτολειτούργησε το 1910), μια νέα πτέρυγα στο αθηναϊκό νοσοκομείο «Ευαγγελισμός», το κατεδαφισμένο πια Δημοτικό Θέατρο Αθηνών στην Πλατεία Κοτζιά, τις φυλακές Συγγρού στην Αθήνα (στον Ταύρο), τα αρχαιολογικά μουσεία Δελφών και Ολυμπίας, τον εκσυγχρονισμό της Οδού Φαλήρου (σημερινή Λεωφόρος Συγγρού), την ανέγερση των κατεστραμμένων Παπαφείων Νοσοκομείων στη Θεσσαλονίκη (1892) και την κατασκευή πεζοδρομίων στην πρωτεύουσα.
Μετά τον θάνατό του, διέθεσε με τη διαθήκη του σημαντικά ποσά υπέρ του Αμαλιείου Ορφανοτροφείου, του Βρεφοκομείου Αθηνών, του Πτωχοκομείου Αθηνών, του Ορφανοτροφείου Χατζηκώστα, του Δρομοκαϊτείου Φρενοκομείου, της Χριστιανικής Ορθόδοξης Κοινότητας Χίου, του Μουσικού και Δραματικού Συλλόγου Αθηνών, της Μεγάλης του Γένους Σχολής Κωνσταντινουπόλεως και των φιλανθρωπικών ιδρυμάτων του Οικουμενικού Πατριαρχείου.
Το πρωτόγνωρο έργο του που τον έστεψε βασιλιά των εθνικών ευεργετών περιλάμβανε και την ανέγερση 6.000 περίπου σχολικών αιθουσών εντός και εκτός Ελλάδας, την ίδια ώρα που συνέβαλε γενναία και στην αποπεράτωση του Καλλιμάρμαρου Σταδίου! Το φιλανθρωπικό έργο του Συγγρού συνέχισε η σύζυγός του, Ιφιγένεια Μαυροκορδάτου, με την οποία δεν απέκτησε παιδιά. Για τη φιλανθρωπική του δράση τιμήθηκε με ανώτατα μετάλλια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας αλλά και του Βασιλείου της Ελλάδας.
Σε μια άγνωστη πτυχή της ζωής του, ο Συγγρός συμπορεύτηκε πολιτικά με τον Χαρίλαο Τρικούπη και εκλέχτηκε αρκετές φορές βουλευτής (Σύρου το 1885-1886 και το 1892-1895, Αττικοβοιωτίας το 1890-1892 και Αττικής το 1899), αν και αρνήθηκε να αναλάβει υπουργικά αξιώματα. Το 1887 κατάφερε να εκλεγεί δήμαρχος Αθηναίων, η εκλογή του ακυρώθηκε ωστόσο για τυπικούς λόγους, καθώς δεν ήταν γραμμένος στους εκλογικούς καταλόγους της πρωτεύουσας.
Ζώντας μια ζωή σαν παραμύθι, ο Ανδρέας Συγγρός πέθανε στις 13 Φεβρουαρίου 1899 από καρδιακό επεισόδιο. Η κηδεία του έγινε στην Αθήνα την επομένη και, όπως ανέφερε ο Τύπος της εποχής, ήταν «πάνδημος, εκτάκτως πολυτελής και πρωτοφανής δια την Ελλάδα», αφού στην τελευταία του κατοικία στο Α’ Νεκροταφείο τον συνόδευσαν ο βασιλιάς, σύσσωμη η κυβέρνηση, το διπλωματικό σώμα αλλά και χιλιάδες κόσμου. Σε ένδειξη πένθους, τα σχολεία παρέμειναν κλειστά για τρεις μέρες, ενώ ματαιώθηκαν οι πανηγυρικές εκδηλώσεις της Αποκριάς.
Τα τρίτομα «Απομνημονεύματα» του Συγγρού εκδόθηκαν το 1908 και αποτελούν ένα αφήγημα με πρόδηλες λογοτεχνικές αρετές, καθώς την έκδοση επιμελήθηκαν οι Δημήτριος Βικέλας και Γεώργιος Δροσίνης! Παρά το γεγονός ότι ο Συγγρός ήταν αυτοδίδακτος και είχε λάβει τυπική παιδεία (και «έβλεπον τα βιβλία ως εχθρούς», όπως χαρακτηριστικά λέει), τα «Απομνημονεύματά» του είναι ένα σχεδόν λογοτεχνικό κείμενο στο οποίο διαγράφονται ανάγλυφα τα ήθη μιας άλλης εποχής. Όσο για τον ίδιο τον Συγγρό, η πληθωρική προσωπικότητά του συνεχίζει να διχάζει την Ιστορία…