Τα γεγονότα του 1963 και οι συνεχείς αψιμαχίες στην Κύπρο τους πρώτους μήνες του 1964 επέβαλλαν άμεση στρατιωτική ενίσχυση της ελληνοκυπριακής κοινότητας. Αν και ο εθελοντικός στρατός αντιμετώπισε τα μέτωπα των ταραχών, ήταν αδύνατον να ανταποκριθεί
αποτελεσματικά για δύο σημαντικούς λόγους. Πρώτον, γιατί δεν ανταποκρίθηκε επαρκώς στο καθήκον του, αφού όπως σωστά παρατηρούσε ο στρατηγός Γ. Γρίβας : « [Α]ντί να δημιουργηθή εν Κύπρω στρατός πειθαρχημένος εδημιουργήθησαν και εξωπλίσθησαν φατρίαι και τμήματα χωρίς πειθαρχίαν». Δεύτερον, γιατί είχε να αντιμετωπίσει τις απειλές της Τουρκίας για επέμβαση, τους ισχυρούς στρατιωτικά τουρκοκυπριακούς θύλακες, αλλά και την κατάληψη στρατηγικής σημασίας θέσεων, όπως το φρούριο Αγίου Ιλαρίωνα από τους Τουρκοκυπρίους. Ως εκ τούτου, ζητούμενο για την κυπριακή κυβέρνηση ήταν η περαιτέρω διαφύλαξη της εδαφικής της ακεραιότητας μέσω στρατιωτικής ενίσχυσης.
Θέσπιση υποχρεωτικής στρατολογίας διά νόμου
Υπό αυτά τα δεδομένα, πραγματοποιήθηκε στρατιωτική σύσκεψη στην Αθήνα (Καστρί) στις 13 Μαρτίου 1964. Σε αυτήν παρευρέθησαν ο πρωθυπουργός Γ. Παπανδρέου, οι υπουργοί Εξωτερικών και Εθνικής Αμυνας Στ. Κωστόπουλος και Π. Γαρουφαλιάς αντίστοιχα, οι αρχηγοί των Γενικών Επιτελείων, ο Γ. Γρίβας, ο διοικητής του Τριμερούς Στρατηγείου Κύπρου ταξίαρχος Γ. Περίδης, ο υπουργός Εξωτερικών της Κύπρου Σπ. Κυπριανού και ο πρέσβης της Κύπρου στην Ελλάδα Ν. Κρανιδιώτης. Στη σύσκεψη, ο Γ. Γρίβας, που προετοίμαζε την κάθοδό του στην Κύπρο από τον Ιανουάριο του 1964 με τη στήριξη πολλών υποστηρικτών του, πρότεινε τη σύσταση Εθνικής Φρουράς με αυστηρώς στρατιωτικό χαρακτήρα.
Στις 11 Απριλίου 1964, έπειτα από νέα σύσκεψη στην οικία του πρέσβη Δημήτρη Παπά στην Αθήνα, παρουσία του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου και των Π. Γαρουφαλιά, Π. Γιωρκάτζη, Σπ. Κυπριανού και Γ. Γρίβα, όλες οι εισηγήσεις του στρατηγού έγιναν αποδεκτές. Τότε ακριβώς, ιδρύθηκε στο υπουργείο Εθνικής Αμυνας με τη συμμετοχή των υπουργών Εξωτερικών και Αμυνας της Ελλάδας, το Ειδικό Μεικτό Επιτελείο Κύπρου (ΕΜΕΚ), υπό τη διοίκηση του στρατηγού, ενώ αποφασίστηκε ότι σε περίπτωση τουρκικής απόβασης ο Γ. Γρίβας θα αναλάμβανε την αρχιστρατηγία όλων των δυνάμεων της Κύπρου. Το ΕΜΕΚ, υπαγόταν απευθείας στον υπουργό Εθνικής Αμυνας και σκοπό είχε να «επιλαμβάνεται παντός στρατιωτικού ζητήματος διά την Κύπρον». Ακόμη, αποφασίστηκε η δημιουργία της ΣΔΙΚ (Στρατιωτική Διοίκηση Κύπρου), η οποία θα λάμβανε διαταγές από το ΕΜΕΚ. Διοικητής της ΣΔΙΚ προτάθηκε από τον ίδιο το Γ. Γρίβα ο απόστρατος αντιστράτηγος Γεώργιος Καραγιάννης, ο οποίος έφθασε στην Κύπρο στις 20 Απριλίου 1964 και ανέλαβε καθήκοντα την 1η Μαΐου 1964.
Με τη συνεργασία του ευρισκόμενου στην Ελλάδα ολιγομελούς επιτελείου του στρατηγού Γ. Γρίβα (ΕΜΕΚ), ο διορισμός του αντιστράτηγου Γ. Καραγιάννη αποτέλεσε την απαρχή μιας νέας σελίδας στη στρατιωτική αναδιοργάνωση του νησιού. Ενας εξ Ελλάδος απόστρατος αξιωματικός, ηγήθηκε της προσπάθειας ανασύνταξης των ενόπλων δυνάμεων. Μαζί με τον εν αποστρατεία υποστράτηγο Ηλία Πρόκο ως υποδιοικητή και με 15 ανώτερους αξιωματικούς που στάλθηκαν για την πλαισίωση των Τακτικών Συγκροτημάτων, συγκρότησαν το διοικητικό επιτελείο της Εθνικής Φρουράς Κύπρου. Παράλληλα, στις 8 Μαΐου 1964, ο γενικός εισαγγελέας της Κυπριακής Δημοκρατίας Κρίτων Τορναρίτης, κατέθεσε πρόταση νόμου για υποχρεωτική στρατολογία. Η πρόταση νόμου με τίτλο «Ο περί της Εθνικής Φρουράς Νόμος του 1964», εγκρίθηκε από το υπουργικό συμβούλιο και κατατέθηκε ως νομοσχέδιο στη Βουλή των Αντιπροσώπων την ίδια ημέρα. Την 1η Ιουνίου 1964 το νομοσχέδιο παρουσιάστηκε στη Βουλή των Αντιπροσώπων και ψηφίστηκε αυθημερόν. Ο ψηφισθείς νόμος υπ’ αριθμόν (20/1964) δημοσιεύθηκε στην επίσημη εφημερίδα της Κυπριακής Δημοκρατίας στις 2 Ιουνίου 1964. Καθοριστικής σημασίας για τη διάρθρωση της Εθνικής Φρουράς, ήταν η σύσκεψη που έγινε την 1η Ιουλίου 1964 στο Γενικό Επιτελείο Εθνικής Φρουράς, παρουσία του αρχηγού, του υποδιοικητή, του επιτελάρχη των διοικητών των Τακτικών Συγκροτημάτων, αλλά και άλλων αξιωματικών του ΓΕΕΦ με σκοπό τη λήψη οριστικών αποφάσεων για τη διοικητική και στρατιωτική οργάνωση της Εθνικής Φρουράς.
Στις 11 Απριλίου 1964, έπειτα από νέα σύσκεψη στην οικία του πρέσβη Δημήτρη Παπά στην Αθήνα, παρουσία του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου και των Π. Γαρουφαλιά, Π. Γιωρκάτζη, Σπ. Κυπριανού και Γ. Γρίβα, όλες οι εισηγήσεις του στρατηγού έγιναν αποδεκτές. Τότε ακριβώς, ιδρύθηκε στο υπουργείο Εθνικής Αμυνας με τη συμμετοχή των υπουργών Εξωτερικών και Αμυνας της Ελλάδας, το Ειδικό Μεικτό Επιτελείο Κύπρου (ΕΜΕΚ), υπό τη διοίκηση του στρατηγού, ενώ αποφασίστηκε ότι σε περίπτωση τουρκικής απόβασης ο Γ. Γρίβας θα αναλάμβανε την αρχιστρατηγία όλων των δυνάμεων της Κύπρου. Το ΕΜΕΚ, υπαγόταν απευθείας στον υπουργό Εθνικής Αμυνας και σκοπό είχε να «επιλαμβάνεται παντός στρατιωτικού ζητήματος διά την Κύπρον». Ακόμη, αποφασίστηκε η δημιουργία της ΣΔΙΚ (Στρατιωτική Διοίκηση Κύπρου), η οποία θα λάμβανε διαταγές από το ΕΜΕΚ. Διοικητής της ΣΔΙΚ προτάθηκε από τον ίδιο το Γ. Γρίβα ο απόστρατος αντιστράτηγος Γεώργιος Καραγιάννης, ο οποίος έφθασε στην Κύπρο στις 20 Απριλίου 1964 και ανέλαβε καθήκοντα την 1η Μαΐου 1964.
Με τη συνεργασία του ευρισκόμενου στην Ελλάδα ολιγομελούς επιτελείου του στρατηγού Γ. Γρίβα (ΕΜΕΚ), ο διορισμός του αντιστράτηγου Γ. Καραγιάννη αποτέλεσε την απαρχή μιας νέας σελίδας στη στρατιωτική αναδιοργάνωση του νησιού. Ενας εξ Ελλάδος απόστρατος αξιωματικός, ηγήθηκε της προσπάθειας ανασύνταξης των ενόπλων δυνάμεων. Μαζί με τον εν αποστρατεία υποστράτηγο Ηλία Πρόκο ως υποδιοικητή και με 15 ανώτερους αξιωματικούς που στάλθηκαν για την πλαισίωση των Τακτικών Συγκροτημάτων, συγκρότησαν το διοικητικό επιτελείο της Εθνικής Φρουράς Κύπρου. Παράλληλα, στις 8 Μαΐου 1964, ο γενικός εισαγγελέας της Κυπριακής Δημοκρατίας Κρίτων Τορναρίτης, κατέθεσε πρόταση νόμου για υποχρεωτική στρατολογία. Η πρόταση νόμου με τίτλο «Ο περί της Εθνικής Φρουράς Νόμος του 1964», εγκρίθηκε από το υπουργικό συμβούλιο και κατατέθηκε ως νομοσχέδιο στη Βουλή των Αντιπροσώπων την ίδια ημέρα. Την 1η Ιουνίου 1964 το νομοσχέδιο παρουσιάστηκε στη Βουλή των Αντιπροσώπων και ψηφίστηκε αυθημερόν. Ο ψηφισθείς νόμος υπ’ αριθμόν (20/1964) δημοσιεύθηκε στην επίσημη εφημερίδα της Κυπριακής Δημοκρατίας στις 2 Ιουνίου 1964. Καθοριστικής σημασίας για τη διάρθρωση της Εθνικής Φρουράς, ήταν η σύσκεψη που έγινε την 1η Ιουλίου 1964 στο Γενικό Επιτελείο Εθνικής Φρουράς, παρουσία του αρχηγού, του υποδιοικητή, του επιτελάρχη των διοικητών των Τακτικών Συγκροτημάτων, αλλά και άλλων αξιωματικών του ΓΕΕΦ με σκοπό τη λήψη οριστικών αποφάσεων για τη διοικητική και στρατιωτική οργάνωση της Εθνικής Φρουράς.
Κατάταξη τριών κλάσεων με εξάμηνη θητεία
Με απόφαση του υπουργικού συμβουλίου στις 4 Ιουνίου 1964, κλήθηκαν προς κατάταξη όλοι οι στρατεύσιμοι των κλάσεων 1961, 1962, 1963, όσοι δηλαδή γεννήθηκαν το 1943, το 1944 και το 1945, με εξαίρεση «τους Τούρκους» και όσους είχαν τέσσερα εξαρτώμενα μέλη στην οικογένειά τους. Η θητεία των στρατευσίμων ήταν εξάμηνη υποχρεωτική και απ’ αυτήν απαλλάσσονταν οι ήδη υπηρετούντες στον στρατό και στα Σώματα Ασφαλείας, οι κληρικοί, όσοι διέμεναν εκτός Κύπρου και όσοι κατόπιν ιατρικής γνωμάτευσης κρίνονταν ακατάλληλοι. Με την ολοκλήρωση της θητείας τους, οι εθνοφρουροί θα ανήκαν στην εφεδρεία της Εθνικής Φρουράς. Αξίζει να σημειωθεί ότι λόγω των επικρατουσών συνθηκών έπειτα από απόφαση του υπουργικού συμβουλίου στις 10 Δεκεμβρίου 1964, η εξάμηνη θητεία έγινε δωδεκάμηνη.
Οι πρώτες κατατάξεις άρχισαν, όταν στις 9 Ιουνίου 1964 με διάταγμα του υπουργού Π. Γιωρκάτζη κλήθηκαν προς κατάταξη για τις 15 Ιουνίου 1964 «άπαντες οι άρρενες οι γεννηθέντες μεταξύ της 1ης Ιανουαρίου και της 31ης Δεκεμβρίου 1943». Ετσι, στις 15 Ιουνίου 1964, άρχισε η πρώτη υποχρεωτική στρατιωτική κατάταξη στην ιστορία της Κυπριακής Δημοκρατίας. Η Εθνική Φρουρά ήταν γεγονός. Με την πάροδο του χρόνου ο τακτικός στρατός έπαιρνε τη θέση των εθελοντών. Η Εθνική Φρουρά εδραιωνόταν. Οι μονάδες των κληρωτών «σιγά σιγά αντικατέστησαν όλους τους εθελοντές στα φυλάκια γύρω από τους τουρκικούς θύλακες», ενώ η δυναμική που αποκτούσε η Εθνική Φρουρά εκδηλώθηκε με παρέλαση στις 28 Οκτωβρίου 1964 στη Λευκωσία, ενώπιον του Ελληνα υπουργού Αμυνας Π. Γαρουφαλιά αλλά και με στρατιωτικές επιδείξεις που διοργανώθηκαν την 1η Νοεμβρίου 1964 στο στάδιο ΓΣΠ. Πέραν της επιβαλλόμενης ενίσχυσης με οπλικά συστήματα που ήταν απαραίτητα για την προστασία της ακεραιότητας της Κυπριακής Δημοκρατίας, η Εθνική Φρουρά ικανοποιούσε ταυτόχρονα και το λαϊκό αίσθημα ασφάλειας.
Οι πρώτες κατατάξεις άρχισαν, όταν στις 9 Ιουνίου 1964 με διάταγμα του υπουργού Π. Γιωρκάτζη κλήθηκαν προς κατάταξη για τις 15 Ιουνίου 1964 «άπαντες οι άρρενες οι γεννηθέντες μεταξύ της 1ης Ιανουαρίου και της 31ης Δεκεμβρίου 1943». Ετσι, στις 15 Ιουνίου 1964, άρχισε η πρώτη υποχρεωτική στρατιωτική κατάταξη στην ιστορία της Κυπριακής Δημοκρατίας. Η Εθνική Φρουρά ήταν γεγονός. Με την πάροδο του χρόνου ο τακτικός στρατός έπαιρνε τη θέση των εθελοντών. Η Εθνική Φρουρά εδραιωνόταν. Οι μονάδες των κληρωτών «σιγά σιγά αντικατέστησαν όλους τους εθελοντές στα φυλάκια γύρω από τους τουρκικούς θύλακες», ενώ η δυναμική που αποκτούσε η Εθνική Φρουρά εκδηλώθηκε με παρέλαση στις 28 Οκτωβρίου 1964 στη Λευκωσία, ενώπιον του Ελληνα υπουργού Αμυνας Π. Γαρουφαλιά αλλά και με στρατιωτικές επιδείξεις που διοργανώθηκαν την 1η Νοεμβρίου 1964 στο στάδιο ΓΣΠ. Πέραν της επιβαλλόμενης ενίσχυσης με οπλικά συστήματα που ήταν απαραίτητα για την προστασία της ακεραιότητας της Κυπριακής Δημοκρατίας, η Εθνική Φρουρά ικανοποιούσε ταυτόχρονα και το λαϊκό αίσθημα ασφάλειας.
Μυστική αποστολή ελληνικού στρατού
Εν τω μεταξύ, παράλληλα με την απόφαση του Γ. Παπανδρέου και την έγκριση του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου για σκοπούς περαιτέρω ενίσχυσης της ανεπαρκούς άμυνας της Κύπρου, αποφασίστηκε η αποστολή ελληνικού στρατού 2.000 ανδρών με την ονομασία ΕΛΔΥΚ/Μ (Ελληνική Μεραρχία Κύπρου). Αρχηγός της τοποθετήθηκε καθ’ υπόδειξη του Γ. Παπανδρέου ο υποστράτηγος Δημήτριος Γεωργιάδης. Ο ελληνικός στρατός μεταφέρθηκε στην Κύπρο με πλοία του εφοπλιστή Ανδρέα Ποταμιάνου και εφοδιάστηκε με κυπριακά ταξιδιωτικά έγγραφα, εμφανιζόμενος στην Κύπρο ως κυπριακός στρατός. Σύμφωνα με το πόρισμα για τον «Φάκελο της Κύπρου» που η Βουλή των Αντιπροσώπων εξέδωσε, η άφιξη της μεραρχίας έγινε σταδιακά. Η πρώτη άφιξη της ΕΛΔΥΚ/Μ έγινε στις 7 Μαΐου 1964 και ολοκληρώθηκε στις 20 Οκτωβρίου του ίδιου έτους. Η μεραρχία αριθμούσε, τελικά, περίπου 8.500 άνδρες (τρία Συντάγματα Πεζικού, δύο Μοίρες Καταδρομών, δύο ίλες Αρμάτων). Μεγάλο μέρος της ΕΛΔΥΚ/Μ αποβιβάστηκε μυστικά στη Λεμεσό, στην Αγία Τριάδα Παραλιμνίου, αλλά και στην περιοχή Μπογαζίου Αμμοχώστου. Η οροφή της ΕΛΔΥΚ/Μ, όπως αναφέρθηκε ήταν 2.000 άνδρες. Ωστόσο, λόγω της καθυστερημένης συγκρότησης των 12 ενεργών ταγμάτων που προνοούσε το Σχέδιο Αμυνας το οποίο ο στρατηγός Γ. Γρίβας ετοίμασε, ο αριθμός των 2.000 ανδρών ενισχύθηκε τον Ιούνιο του 1964. Μέχρι τις 15 Ιουνίου 1964, ο αριθμός των ανδρών ήταν 2.920 εκ των οποίων 170 αξιωματικοί, ενώ μέχρι και τις 14 Ιουλίου έφθασε τις 5.000. Οι Ελλαδίτες αξιωματικοί στελέχωσαν τις τάξεις της Εθνικής Φρουράς και η εμπειρία τους βοήθησε καθοριστικά στην οργάνωση και εκπαίδευση των στελεχών της.
Σε κάθε περίπτωση, αυτή η επιπρόσθετη ενίσχυση της ΕΛΔΥΚ/Μ, δεν ήταν εις γνώσιν του υπουργού Εσωτερικών και Αμυνας της Κύπρου, Π. Γιωρκάτζη, ο οποίος στις 21 Ιουνίου 1964 εξέφρασε προς τον Π. Γαρουφαλιά τη δυσαρέσκειά του. Η μεραρχία, η αποστολή της οποίας κατακρίθηκε ως σφάλμα με το επιχείρημα ότι εξυπηρετούσε συμμαχικά παρά κυπριακά συμφέροντα, αποτελούσε ισχυρό παράγοντα για την άμυνα της Κύπρου και δύναμη αποτροπής. Ωστόσο, πέραν της προσπάθειας της κυβέρνησης Γ. Παπανδρέου να αντιμετωπίσει την κλιμακούμενη τουρκική απειλή και να δώσει χρόνο στην οργάνωση της Εθνικής Φρουράς συγκροτώντας αυτοδύναμη ελληνοκυπριακή άμυνα, η επιπλέον ενίσχυση εντάχθηκε στην προσπάθεια στήριξης της πολιτικής για ένωση.
Σε κάθε περίπτωση, αυτή η επιπρόσθετη ενίσχυση της ΕΛΔΥΚ/Μ, δεν ήταν εις γνώσιν του υπουργού Εσωτερικών και Αμυνας της Κύπρου, Π. Γιωρκάτζη, ο οποίος στις 21 Ιουνίου 1964 εξέφρασε προς τον Π. Γαρουφαλιά τη δυσαρέσκειά του. Η μεραρχία, η αποστολή της οποίας κατακρίθηκε ως σφάλμα με το επιχείρημα ότι εξυπηρετούσε συμμαχικά παρά κυπριακά συμφέροντα, αποτελούσε ισχυρό παράγοντα για την άμυνα της Κύπρου και δύναμη αποτροπής. Ωστόσο, πέραν της προσπάθειας της κυβέρνησης Γ. Παπανδρέου να αντιμετωπίσει την κλιμακούμενη τουρκική απειλή και να δώσει χρόνο στην οργάνωση της Εθνικής Φρουράς συγκροτώντας αυτοδύναμη ελληνοκυπριακή άμυνα, η επιπλέον ενίσχυση εντάχθηκε στην προσπάθεια στήριξης της πολιτικής για ένωση.
Πεδίο διαφωνιών Αθηνών – Λευκωσίας
Η δημιουργία της Εθνικής Φρουράς που αδιαμφισβήτητα ισχυροποίησε τις αμυντικές δυνατότητες της Κυπριακής Δημοκρατίας γέννησε ταυτόχρονα μια διαμάχη Αθήνας-Λευκωσίας για τον έλεγχο και τη χειραγώγησή της. Ο στρατιωτικός έλεγχος των ενόπλων δυνάμεων που βρίσκονταν στο νησί, έδινε και τη δυνατότητα προώθησης λύσης, μόνο που η λύση είχε διαφορετικό περιεχόμενο για την Αθήνα και διαφορετικό για τη Λευκωσία.
Η έλλειψη συντονισμού και η σύγκρουση αρμοδιοτήτων, είχε την αφετηρία της στην προσπάθεια ελέγχου και διασφάλισης κάποιου είδους προβαδίσματος εν όψει και των πολιτικών πρωτοβουλιών που αναλήφθηκαν. Αναπόφευκτα λοιπόν, περιορίστηκε κάθε δυνατότητα σύγκλισης απόψεων, απαραίτητης προϋπόθεσης επίτευξης ενός εθνικού στόχου, την ίδια στιγμή που η Τουρκία μέσω των απειλών της για εισβολή, παρουσιαζόταν έτοιμη να επιβάλει τη λύση που επιδίωκε.
Για να τεθεί το θέμα πιο απλά, το γεγονός ότι η μεραρχία έπαιρνε εντολές από τον υπουργό Αμυνας της Ελλάδας, ενώ η Εθνική Φρουρά από τη Λευκωσία, δημιούργησε σύγχυση αρμοδιοτήτων, η οποία δεν άργησε να διαφανεί και εκδηλώθηκε με τα γεγονότα Κοκκίνων-Μανσούρας τον Αύγουστο του 1964. Ηταν τότε που παρουσιάστηκαν έντονες διαφωνίες μεταξύ Γ. Γρίβα – ελληνικής κυβέρνησης – Γ. Καραγιάννη – Μακαρίου, διαφωνίες που επιβεβαίωναν μια χαοτική κατάσταση που είχε ως κατάληξη, μετά τις μάχες στην Κοφίνου τον Νοέμβριο του 1967, την ανάκληση της μεραρχίας λίγες μέρες αργότερα κατόπιν απόφασης της ελληνικής χούντας. Αυτό το «στρατιωτικό δικέφαλο» εξελίχθηκε σε μείζον ζήτημα. Με απλά λόγια, η αδυναμία χάραξης μια κοινής και σταθερής πολιτικής και στρατιωτικής πορείας, δηλαδή η Λευκωσία αποφασίζει και η Αθήνα στηρίζει ή το αντίθετο, αποτέλεσε και το έναυσμα της αντίστροφης πορείας προς τη σύγκρουση. Τα αποτελέσματα αυτής της αδυναμίας ήταν τραγικά για τον κυπριακό Ελληνισμό.
Η έλλειψη συντονισμού και η σύγκρουση αρμοδιοτήτων, είχε την αφετηρία της στην προσπάθεια ελέγχου και διασφάλισης κάποιου είδους προβαδίσματος εν όψει και των πολιτικών πρωτοβουλιών που αναλήφθηκαν. Αναπόφευκτα λοιπόν, περιορίστηκε κάθε δυνατότητα σύγκλισης απόψεων, απαραίτητης προϋπόθεσης επίτευξης ενός εθνικού στόχου, την ίδια στιγμή που η Τουρκία μέσω των απειλών της για εισβολή, παρουσιαζόταν έτοιμη να επιβάλει τη λύση που επιδίωκε.
Για να τεθεί το θέμα πιο απλά, το γεγονός ότι η μεραρχία έπαιρνε εντολές από τον υπουργό Αμυνας της Ελλάδας, ενώ η Εθνική Φρουρά από τη Λευκωσία, δημιούργησε σύγχυση αρμοδιοτήτων, η οποία δεν άργησε να διαφανεί και εκδηλώθηκε με τα γεγονότα Κοκκίνων-Μανσούρας τον Αύγουστο του 1964. Ηταν τότε που παρουσιάστηκαν έντονες διαφωνίες μεταξύ Γ. Γρίβα – ελληνικής κυβέρνησης – Γ. Καραγιάννη – Μακαρίου, διαφωνίες που επιβεβαίωναν μια χαοτική κατάσταση που είχε ως κατάληξη, μετά τις μάχες στην Κοφίνου τον Νοέμβριο του 1967, την ανάκληση της μεραρχίας λίγες μέρες αργότερα κατόπιν απόφασης της ελληνικής χούντας. Αυτό το «στρατιωτικό δικέφαλο» εξελίχθηκε σε μείζον ζήτημα. Με απλά λόγια, η αδυναμία χάραξης μια κοινής και σταθερής πολιτικής και στρατιωτικής πορείας, δηλαδή η Λευκωσία αποφασίζει και η Αθήνα στηρίζει ή το αντίθετο, αποτέλεσε και το έναυσμα της αντίστροφης πορείας προς τη σύγκρουση. Τα αποτελέσματα αυτής της αδυναμίας ήταν τραγικά για τον κυπριακό Ελληνισμό.