ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΦΙΛΗΣ
Το σκηνικό στη Μέση Ανατολή αναδιατάσσεται. Οι σχέσεις της Τουρκίας με το Ισραήλ αναθερμαίνονται, αντίστοιχες προσπάθειες –με τη διαμεσολάβηση της Σαουδικής Αραβίας,
αλλά σημαντικά μεγαλύτερο βαθμό δυσκολίας– γίνονται προς την κατεύθυνση της Αιγύπτου, το ΝΑΤΟ ενεργοποιείται στην ανάπτυξη ενός τόξου επιτήρησης που θα εκτείνεται από τη Συρία και το Ιράκ μέχρι τη Λιβύη, ενώ η Ρωσία προβαίνει σε στρατιωτικές μανούβρες από τη Βόρεια Θάλασσα μέχρι τη Μεσόγειο, προβάλλοντας εμφατικά τις θέσεις της.
Δύο εξελίξεις τον τελευταίο χρόνο διαμόρφωσαν, μεταξύ άλλων, σε μεγάλο βαθμό τη σημερινή κατάσταση. Η συμφωνία ΗΠΑ – Ιράν γύρω από το πυρηνικό πρόγραμμα του τελευταίου και η ρωσική επέμβαση στη Συρία. Τα σουνιτικά κράτη και το Ισραήλ, θορυβημένοι για τον αντίκτυπο στους περιφερειακούς συσχετισμούς, αποφάσισαν να παραμερίσουν τις διαφορές τους ώστε να αναπτύξουν ένα κοινό αντι-σιιτικό μέτωπο, κάτι που ενισχύθηκε από τη ρωσική εμπλοκή στη Συρία και την ενδυνάμωση του Ασαντ. Ετσι, με τον σιιτικό άξονα υπό την Τεχεράνη να περιλαμβάνει σημαντικό μέρος του Ιράκ, τη Συρία και κομμάτι του Λιβάνου και τον πόλεμο διά πληρεξουσίων Σαουδικής Αραβίας – Ιράν να μαίνεται στην Υεμένη, ανελήφθησαν πρωτοβουλίες και προχώρησαν διεργασίες με στόχο την αναχαίτιση αυτής της δυναμικής. Οι εμπνευστές της έχουν καταλήξει πως η διατήρηση Ασαντ στην εξουσία είναι ιδιαίτερα βλαπτική. Ετσι, Τουρκία και κράτη του Κόλπου επιθυμούν να ασκούν επιρροή στο πλειοψηφικό σουνιτικό στοιχείο της Συρίας, προσδοκώντας ότι θα αναλάβει τις τύχες της χώρας –έστω και τριχοτομημένης– με την Αίγυπτο αρκετά πιο επιφυλακτική, φοβούμενη τυχόν αρνητικό προηγούμενο για το καθεστώς Αλ-Σίσι.
Η ενδιαφέρουσα –μερική– ανατροπή, ωστόσο, έγκειται στη στάση του Ισραήλ, το οποίο άφησε πίσω τη διακριτική ουδετερότητα των τελευταίων τριών ετών και καταστάλαξε πως η παρουσία Ασαντ ενισχύει το Ιράν, διατηρώντας το, μάλιστα, και με την προσθήκη της Χεζμπολάχ, μία «ανάσα» από την επικράτειά του. Από την άλλη, το Τελ Αβίβ δεν προτίθεται να κοντραριστεί με τη Μόσχα, οπότε η όποια συνεισφορά του θα εστιαστεί στην επιχειρησιακή αποδυνάμωση της λιβανέζικης οργάνωσης, που μάχεται στο πλευρό του Μπααθικού καθεστώτος.
Παράλληλα, η Δύση ή τουλάχιστον οι ΗΠΑ εργάζονται στην κατεύθυνση οικοδόμησης ενός πιο λειτουργικού και απόλυτα ελεγχόμενου συστήματος από τη Βαλτική μέχρι την ανατολική Μεσόγειο. Πράγματι, δεδομένων των προσφυγο-μεταναστευτικών ρευμάτων και των εντεινόμενων προκλήσεων ασφαλείας εξαιτίας της διευρυμένης ζώνης αστάθειας από το Αφγανιστάν μέχρι την Υποσαχάρια Αφρική, και εφόσον αποκλείεται η επίλυση των μαινόμενων κρίσεων, αναζητούνται «μαξιλάρια ασφαλείας» διατήρησής τους μακριά από την ηπειρωτική Ευρώπη. Εν συναρτήσει, η επανάκαμψη της Μόσχας από τη Μαύρη Θάλασσα μέχρι τη Μέση Ανατολή (εκτός δηλαδή μετασοβιετικού χώρου), η απόκτηση περιφερειακών ερεισμάτων και η εδραίωση της θέσης της στη Συρία, σε συγκυρία κλιμακούμενου ανταγωνισμού με το ΝΑΤΟ, αναθεωρεί τους σχεδιασμούς των Δυτικών. Ετσι, η χρησιμότητα της ανατολικής Μεσογείου αναβαθμίζεται, κυρίως ως ζώνη ανάσχεσης κινδύνων και ρωσικής επιρροής.
Και αν το Αιγαίο θεωρείται από πολλούς στη Δύση διαχειρίσιμο, με παγιωμένη πλέον την παρουσία της Βορειοατλαντικής Συμμαχίας, η επίλυση του Κυπριακού και το συνακόλουθο «ξεκλείδωμα» της προοπτικής συμπράξεων στον τομέα της ενέργειας αποκτούν εξέχουσα σημασία. Διόλου δεν αποκλείεται η εσχάτως πιο συμβιβαστική τακτική της Αγκυρας σε μέτωπα που ενδιαφέρουν περισσότερο την Ουάσιγκτον να επιχειρηθεί να εξαργυρωθεί στο Κυπριακό, ενώ η «έξοδος» για το φυσικό αέριο Ισραήλ –ενδεχομένως και Κύπρου– προς την τουρκική αγορά θα επισφραγίσει (σύμφωνα με κυρίαρχους κύκλους) τη νέα περιφερειακή πραγματικότητα.
Για να καταστεί κάτι τέτοιο εφικτό απαιτείται μετριασμός των αντιπαραθέσεων και επίτευξη μίνιμουμ συνεννοήσεων μεταξύ των συμμάχων της Δύσης ώστε να προκύψουν κατόπιν οι αναγκαίες συνέργειες, που θα «δέσουν» τα συμφέροντά τους. Αυτή η εξέλιξη φαντάζει θετική, στην πραγματικότητα, όμως, εγκυμονεί κινδύνους, αν ο εξωτερικός παράγοντας βιαστεί να διευθετήσει διαφορές και να προωθήσει συμφωνίες με ευκαιριακή λογική.
Παράλληλα, η Δύση ή τουλάχιστον οι ΗΠΑ εργάζονται στην κατεύθυνση οικοδόμησης ενός πιο λειτουργικού και απόλυτα ελεγχόμενου συστήματος από τη Βαλτική μέχρι την ανατολική Μεσόγειο. Πράγματι, δεδομένων των προσφυγο-μεταναστευτικών ρευμάτων και των εντεινόμενων προκλήσεων ασφαλείας εξαιτίας της διευρυμένης ζώνης αστάθειας από το Αφγανιστάν μέχρι την Υποσαχάρια Αφρική, και εφόσον αποκλείεται η επίλυση των μαινόμενων κρίσεων, αναζητούνται «μαξιλάρια ασφαλείας» διατήρησής τους μακριά από την ηπειρωτική Ευρώπη. Εν συναρτήσει, η επανάκαμψη της Μόσχας από τη Μαύρη Θάλασσα μέχρι τη Μέση Ανατολή (εκτός δηλαδή μετασοβιετικού χώρου), η απόκτηση περιφερειακών ερεισμάτων και η εδραίωση της θέσης της στη Συρία, σε συγκυρία κλιμακούμενου ανταγωνισμού με το ΝΑΤΟ, αναθεωρεί τους σχεδιασμούς των Δυτικών. Ετσι, η χρησιμότητα της ανατολικής Μεσογείου αναβαθμίζεται, κυρίως ως ζώνη ανάσχεσης κινδύνων και ρωσικής επιρροής.
Και αν το Αιγαίο θεωρείται από πολλούς στη Δύση διαχειρίσιμο, με παγιωμένη πλέον την παρουσία της Βορειοατλαντικής Συμμαχίας, η επίλυση του Κυπριακού και το συνακόλουθο «ξεκλείδωμα» της προοπτικής συμπράξεων στον τομέα της ενέργειας αποκτούν εξέχουσα σημασία. Διόλου δεν αποκλείεται η εσχάτως πιο συμβιβαστική τακτική της Αγκυρας σε μέτωπα που ενδιαφέρουν περισσότερο την Ουάσιγκτον να επιχειρηθεί να εξαργυρωθεί στο Κυπριακό, ενώ η «έξοδος» για το φυσικό αέριο Ισραήλ –ενδεχομένως και Κύπρου– προς την τουρκική αγορά θα επισφραγίσει (σύμφωνα με κυρίαρχους κύκλους) τη νέα περιφερειακή πραγματικότητα.
Για να καταστεί κάτι τέτοιο εφικτό απαιτείται μετριασμός των αντιπαραθέσεων και επίτευξη μίνιμουμ συνεννοήσεων μεταξύ των συμμάχων της Δύσης ώστε να προκύψουν κατόπιν οι αναγκαίες συνέργειες, που θα «δέσουν» τα συμφέροντά τους. Αυτή η εξέλιξη φαντάζει θετική, στην πραγματικότητα, όμως, εγκυμονεί κινδύνους, αν ο εξωτερικός παράγοντας βιαστεί να διευθετήσει διαφορές και να προωθήσει συμφωνίες με ευκαιριακή λογική.
*Ο δρ Κωνσταντίνος Φίλης είναι διευθυντής Ερευνών του Ινστιτούτου Διεθνών Σχέσεων.
Έντυπη