Καθώς η νέα πρωθυπουργός του Ηνωμένου Βασιλείου, Theresa May, συναντήθηκε με την καγκελάριο της Γερμανίας Angela Merkel την Τετάρτη, για να ανοίξει τις ανεπίσημες συνομιλίες για το Brexit, που οι ηγέτες της Ευρωπαϊκής Ένωσης
επιμένουν ότι δεν πρέπει να πραγματοποιηθούν, το βασικό ερώτημα αφορά την ισχύ των διαπραγματευτικών θέσεων. Αμφότερες May και Merkel δεν είναι ανόητες ηγέτιδες και η αλληλεπίδρασή τους δεν θα καθοδηγηθεί από τα συναισθήματα: θα εξαρτηθεί από το πόσο η Ε.Ε. και η Βρετανία χρειάζεται η μία την άλλη.
Αυτοί που βλέπουν θετικά την αποχώρηση του Ηνωμένου Βασιλείου συχνά υποθέτουν ότι η Ε.Ε. θα επιτρέψει τελικά στην Βρετανία την πρόσβαση στην κοινή αγορά χωρίς παράλληλα να απαιτήσει την απρόσκοπτη ελεύθερη μετακίνηση του εργατικού δυναμικού. Το Ηνωμένο Βασίλειο, επισημαίνουν, είναι η πέμπτη μεγαλύτερη οικονομία του κόσμου και η ένατη μεγαλύτερη εξαγωγική οικονομία – ποιος θα ήθελε να επιδεινώσει τους εμπορικούς όρους με έναν τόσο μεγάλο εταίρο;
Ωστόσο, τόσο απλό θα ήταν μόνο εάν η Βρετανία συμφωνούσε σε μία προϋπάρχουσα επιλογή – μία νορβηγικού στυλ συμμετοχή στην Ευρωπαϊκή Οικονομική Ζώνη (ΕΟΖ) – που επιβάλει πολλούς ευρωπαϊκούς κανόνες και οικονομικές υποχρεώσεις αλλά δίνει στους υποστηρικτές ένα “φρένο έκτακτης ανάγκης” στις “τέσσερις ελευθερίες” της Ε.Ε. – την ελεύθερη μετακίνηση ανθρώπων, αγαθών, υπηρεσιών και κεφαλαίων. Μία τέτοια συμφωνία θα ήταν σχετικά εύκολο να γίνει αντικείμενο διαπραγμάτευσης διότι δεν θα απαιτούσε μεγάλη αλλαγή από το status quo αλλά οι υποστηρικτές του Brexit μπορεί να μην τη δεχθούν. Οι χώρες της ΕΟΖ – η Νορβηγία, η Ισλανδία και το Λιχτενστάιν – έχουν δεχθεί περισσότερους μετανάστες από χώρες της Ε.Ε. απ’ ότι το Ηνωμένο Βασίλειο σε σχέση με τον πληθυσμό τους.
Όταν η “έξοδος” σημαίνει περισσότερους μετανάστες
Μετανάστευση από χώρες της Ε.Ε. ως ποσοστό του πληθυσμού της χώρας υποδοχής 2013-2014
Εάν η έτοιμη λύση δεν είναι αποδεκτή, η Ευρώπη και το Ηνωμένο Βασίλειο θα πρέπει να διαπραγματευθούν από το μηδέν μία εμπορική συμφωνία. Θα μπορούσε κανείς να υποστηρίξει ότι τα εμπορικά ελλείμματα του Ηνωμένου Βασιλείου με τις μεγαλύτερες οικονομίες της Ε.Ε. – τη Γερμανία, τη Γαλλία, την Ιταλία, την Ισπανία, την Πολωνία και την Ολλανδία – θα ήταν ένα δυνατό επιχείρημα υπέρ της παραχώρησης στη Βρετανία ευνοϊκών όρων πρόσβασης επειδή αυτές οι χώρες υποτίθεται ότι θα αντλήσουν μεγαλύτερα οφέλη από τη συνέχιση του ελεύθερου εμπορίου απ’ ότι το Ηνωμένο Βασίλειο. Ωστόσο αυτό το εμπορικό πλεόνασμα αφορά μόνο αγαθά: για κάποιους εμπορικούς εταίρους του Ηνωμένου Βασιλείου οι απώλειες σε αυτά τα πεδία μπορούν εύκολα να αντισταθμιστούν από τα οφέλη της εξαίρεσης των βρετανικών εξαγωγών υπηρεσιών. Η Βρετανία έχει μεγάλα εμπορικά πλεονάσματα υπηρεσιών με τις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες (η Γαλλία και η Ισπανία αποτελούν εξαιρέσεις επειδή είναι δημοφιλής τουριστικοί προορισμοί για τους Βρετανούς).
Πλεονέκτημα υπηρεσιών
Το βρετανικό εμπορικό ισοζύγιο υπηρεσιών με τις χώρες της Ε.Ε., σε δισ. λίρες, 2012
Οι διαπραγματεύσεις θα πρέπει να γίνουν ανά τομέα και θα πρέπει να υπάρξουν συμβιβασμοί και αμοιβαίες υποχωρήσεις – κάποιες πιθανώς επώδυνες για το Ηνωμένο Βασίλειο, επειδή, σωρευτικά έχει ίσως περισσότερα να χάσει από τους φραγμούς με την Ευρώπη.
Πέρυσι, το OpenEurope, ένας οργανισμός ερευνών με παραρτήματα στις Βρυξέλλες και το Λονδίνο, επιχείρησε να υπολογίσει τις επιπτώσεις του Brexit στους εξαγωγικούς τομείς του Ηνωμένου Βασιλείου. Ιδού ένας πίνακας που συνοψίζει τα συμπεράσματά του:
Σε ορισμένους τομείς, όπως η αυτοκινητοβιομηχανία, τα μεγαλύτερα κράτη της Ευρώπης είναι ευάλωτα σε μία πιθανή συρρίκνωση της βρετανικής αγοράς. Η Γερμανία είχε πλεόνασμα ύψους 28,3 δισ. ευρώ στο εμπόριο αυτοκινήτων με το Ηνωμένο Βασίλειο και η Merkel δεν μπορεί να αγνοήσει την αυτοκινητοβιομηχανία με δεδομένη την τεράστια δύναμη που έχουν στο Βερολίνο οι ομάδες συμφερόντων του τομέα. Δεν υπάρχει εκτίμηση για το πώς ένας ενδεχόμενος δασμός 10% σε αυτές τις εισαγωγές θα μπορούσε να μειώσει τις πωλήσεις και οι γερμανικές εταιρείες αυτοκινήτων βασίζονται σε ολοκληρωμένα ευρωπαϊκά δίκτυα εφοδιασμού εξαρτημάτων τα οποία θα μπορούσαν να διαταραχθούν από τελωνειακούς φραγμούς. Η Γερμανία και σε μικρότερο βαθμό η Γαλλία, η οποία έχει επίσης εμπορικό πλεόνασμα αυτοκινήτων με το Ηνωμένο Βασίλειο θα ενδιαφέρεται να διατηρήσει τους υφιστάμενους όρους.
Αυτό είναι κατά πάσα πιθανότητα το ισχυρότερο διαπραγματευτικό χαρτί της May – αλλά δεν έχει τόσο σημασία για τις περισσότερες χώρες της Ε.Ε. όσο έχει για τη Γερμανία και τη Γαλλία και η συμφωνία θα χρειαστεί την ομόφωνη συγκατάθεση των υπόλοιπων 27 μελών της Ένωσης. Η εισαγωγή αυτοκινήτων άνευ δασμών στην βρετανική αγορά δεν θα είναι τόσο πολύτιμη για την Ευρώπη όσο είναι η απουσία φραγμών στις ασφαλιστικές και χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες για το Ηνωμένο Βασίλειο.
Οι υπηρεσίες αντιστοιχούν περίπου στο 40% των συνολικών εξαγωγών του Ηνωμένου Βασιλείου και το 37% αυτού πάει σε άλλες χώρες της Ε.Ε. Αλλά η θέση του Ηνωμένου Βασιλείου μπορεί να διαβρωθεί. Το Λονδίνο είναι παραδοσιακό χρηματοπιστωτικό κέντρο που προσελκύει διεθνείς τράπεζες. Μόλις οι τραπεζίτες εξετάσουν άλλες επιλογές – όπως κάνουν ήδη – η Γερμανία, το Λουξεμβούργο και η Ιρλανδία μπορεί να υποβαθμίσουν το City στο ρόλο ενός υπεράκτιου κέντρου χωρίς πλήρη πρόσβαση στην ευρωπαϊκή αγορά.
Η πιθανή ζημιά στον χρηματοπιστωτικό τομέα του Ηνωμένου Βασιλείου αφαιρεί μεγάλο μέρος της διαπραγματευτικής δύναμης της May και τόσο η ίδια όσο και η Merkel το γνωρίζουν αυτό πριν καν ξεκινήσουν οι συνομιλίες. Το Ηνωμένο Βασίλειο με δυσκολία μπορεί να κάνει με την Ε.Ε. διαπραγματεύσεις ανά τομέα χωρίς να έχει αναπτύξει κάποιου είδους λύση για το City. Αυτό αυξάνει την πιθανότητα για μία έτοιμη συμφωνία ανεξάρτητα από το πόσο το απεχθάνονται οι υπέρμαχοι του Brexit που τάσσονται κατά της μετανάστευσης.