Ο ΔΣΑ διαμαρτύρεται καθώς το «δικηγορικό σώμα αγνοήθηκε επιδεικτικά», ουδέποτε κλήθηκε να συμμετάσχει «στη διαμόρφωση των ως άνω νομοσχεδίων, καίτοι αφορούν ευθέως την απονομή της Δικαιοσύνης και την καθημερινή δικηγορική πραγματικότητα»
Την αντίθεσή του στην θέσπιση «αναβολόσημου» και στην αύξηση των μεγαρόσημων εκφράζει ο Δικηγορικός Σύλλογος Αθηνών, όπως επίσης διαφωνεί με το νέο σύστημα νομικής βοήθειας που καθιερώνει το υπουργείο Δικαιοσύνης.
Στον ΔΣΑ, όπως αναφέρεται σε σχετική ανακοίνωση, γνωστοποιήθηκαν δύο νομοσχέδια του υπουργείου Δικαιοσύνης, που αφορούν τα «παράβολα και τέλη ενδίκων βοηθημάτων και διαδικαστικών πράξεων και τα δικαστικά έξοδα», και «την παροχή νομικής βοήθειας».
Κατ΄ αρχάς, ο ΔΣΑ διαμαρτύρεται καθώς το «δικηγορικό σώμα αγνοήθηκε επιδεικτικά», ουδέποτε κλήθηκε να συμμετάσχει «στη διαμόρφωση των ως άνω νομοσχεδίων, καίτοι αφορούν ευθέως την απονομή της Δικαιοσύνης και την καθημερινή δικηγορική πραγματικότητα».
Και προσθέτει ότι «ο κυβερνητικός αιφνιδιασμός παραγνωρίζει άλλη μια φορά απροκάλυπτα τον θεσμικό ρόλο των Δικηγορικών Συλλόγων», ενώ «είναι ευνόητο ότι τα νομοσχέδια δεν πρέπει να προωθηθούν στη Βουλή χωρίς να έχει προηγηθεί επαρκής χρόνος για ουσιαστική -και όχι προσχηματική- διαβούλευση».
Κατόπιν αυτών, ο ΔΣΑ υπογραμμίζει ότι «η επιβολή παραβόλων και τελών δυσχεραίνει την πρόσβαση στην Δικαιοσύνη, που αποτελεί συνταγματικό δικαίωμα κάθε πολίτη και τα μέτρα που εισάγονται, όπως το «αναβολόσημο» και οι αυξήσεις στα μεγαρόσημα, έχουν αποκλειστικά εισπρακτικό χαρακτήρα» και προσθέτει:
«Είναι, βεβαίως, θετικό ότι ικανοποιείται το πάγιο αίτημα του δικηγορικού σώματος τα τελευταία έτη, για κατάργηση του δικαστικού ενσήμου στις αναγνωριστικές αγωγές, και ότι μειώνονται ορισμένα εκ των προβλεπομένων παραβόλων».
Παράλληλα, σημειώνεται ότι «πέραν του γεγονότος ότι το συνολικό οικονομικό αποτέλεσμα των επιμέρους ρυθμίσεων παραμένει άγνωστο, ελλείψει μελέτης οικονομικών επιπτώσεων, οι επιβαρύνσεις, στο μέτρο που διατηρούνται και αυξάνονται, θίγουν ανεπίτρεπτα το δικαίωμα δικαστικής προστασίας».
Ως προς το νομοσχέδιο που εισάγει ένα νέο σύστημα νομικής βοήθειας, ο ΔΣΑ υπογραμμίζει ότι είναι «πρακτικά ανεφάρμοστο και απαξιώνει προκλητικά το δικηγορικό λειτούργημα».
Για το ίδιο νομοσχέδιο ο ΔΣΑ αναφέρει:
«Αντί να αποτελεί στόχο η ποιοτική αναβάθμιση του θεσμού και να τίθενται εγγυήσεις για την αποτελεσματική εκπροσώπηση των αδυνάμων πολιτών, σύμφωνα με τις θέσεις και προτάσεις που έχουν διαχρονικά διατυπωθεί από το δικηγορικό σώμα, επιδιώκεται αποκλειστικά η μείωση της κρατικής δαπάνης.
Επιλέχθηκε προς τούτο η υπαλληλοποίηση των συμμετεχόντων δικηγόρων, με τη σύναψη ψευδεπίγραφων «συμβάσεων έργου», που απάδουν στο δικηγορικό λειτούργημα. Στο πλαίσιο των συμβάσεων αυτών, οι δικηγόροι θα κληθούν, έναντι σταθερής, πλην άγνωστης ακόμα αμοιβής, να αντιμετωπίσουν εκ των πραγμάτων, υπέρογκο αριθμό υποθέσεων παραλλάσσουσας βαρύτητας.
Τούτο δε, συμβαίνει μόνο για τους δικηγόρους, για τους οποίους -σε αντίθεση με τους άλλους επαγγελματίες που μετέχουν του θεσμού της νομικής βοήθειας- καταργείται η έννοια της νόμιμης αμοιβής. Τέλος, ο τρόπος διοίκησης και λειτουργίας του συστήματος νομικής βοήθειας που προτείνεται, έχοντας ως επιχειρησιακό κέντρο την καθημερινή (!) λειτουργία μιας Επιτροπής που θ’ απαρτίζεται από τον πρόεδρο και μέλη του ΔΣ, είναι απολύτως ανέφικτος. Αν σ’ αυτόν προστεθεί και η έλλειψη οποιασδήποτε πρόνοιας στήριξης της Πολιτείας προς τους Δικηγορικούς Συλλόγους για την διοίκηση και λειτουργία του συστήματος που -ορθώς- καλούνται να παρέχουν, χειριζόμενοι και διεκπεραιώνοντας καθημερινά, στην περίπτωση της Αθήνας ιδιαίτερα, χιλιάδες αιτήσεις πολιτών, οδηγούμαστε με βεβαιότητα στην ακύρωση του θεσμού της νομικής βοήθειας στην πράξη».
Και καταλήγει ο ΔΣΑ:
«Αντί γι’ αυτές τις προβλέψεις του σχεδίου, θα αρκούσε μία νομοθετική εξουσιοδότηση προς τους Δικηγορικούς Συλλόγους να οργανώσουν, με αποφάσεις των Διοικητικών τους Συμβουλίων, τις λεπτομέρειες της καθημερινής λειτουργίας του θεσμού και τον τρόπο επιλογής των δικηγόρων (με αδιάβλητες διαδικασίες, βάσει αντικειμενικών κριτηρίων και δημόσιας κλήρωσης για την κατάταξη στη σειρά του καταλόγου κ.λπ.), καθώς και μία δέσμευση για την αναγκαία κρατική χρηματοδότηση της εκ μέρους των Δικηγορικών Συλλόγων διοικητικής υποστήριξης του προγράμματος. Δεδομένου όμως ότι σε επίπεδο Ε.Ε. έχει ήδη ξεκινήσει η διαδικασία έκδοσης νέας Οδηγίας για την αναμόρφωση του θεσμού της Νομικής Βοηθείας πανευρωπαϊκά, με συμμετοχή μάλιστα στη σχετική διαβούλευση και του Συμβουλίου των Δικηγορικών Συλλόγων Ευρώπης (CCBE), ενόψει και των σοβαρών προβλημάτων που παρουσιάζει το κυβερνητικό σχέδιο, καλούμε το υπουργείο να ξεκινήσει σε συνεργασία μαζί μας -για την οποία δηλώνουμε την άμεση διαθεσιμότητά μας- την εκπόνηση ενός νέου σχεδίου, το οποίο θα λαμβάνει υπόψη του και τις προαναφερόμενες εξελίξεις, τις οποίες ούτως ή άλλως, πολύ σύντομα, θα κληθεί και η χώρα μας να εφαρμόσει»