Απόφαση του ΔΕΕ στις συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-458/14 και C‑67/15[1]. Το δίκαιο της Ένωσης αντιτίθεται στην αυτοδίκαιη παράταση των παραχωρήσεων παραθαλάσσιων και
παραλίμνιων κοινόχρηστων εκτάσεων για τουριστικές- ψυχαγωγικές δραστηριότητες, χωρίς οποιαδήποτε διαδικασία επιλογής μεταξύ των δυνητικών υποψηφίων. Η παράταση αυτή, η οποία προβλέπεται από τον ιταλικό νόμο, εμποδίζει τη διοργάνωση αμερόληπτης
παραλίμνιων κοινόχρηστων εκτάσεων για τουριστικές- ψυχαγωγικές δραστηριότητες, χωρίς οποιαδήποτε διαδικασία επιλογής μεταξύ των δυνητικών υποψηφίων. Η παράταση αυτή, η οποία προβλέπεται από τον ιταλικό νόμο, εμποδίζει τη διοργάνωση αμερόληπτης
και διαφανούς διαδικασίας επιλογής μεταξύ των υποψηφίων.
Για την περίπτωση όπου η οδηγία Οδηγία 2006/123/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 12ης Δεκεμβρίου 2006, σχετικά με τις υπηρεσίες στην εσωτερική αγορά, έχει εν προκειμένω εφαρμογή, το Δικαστήριο κρίνει ότι για τις παραχωρήσεις που αφορούν την οικονομική εκμετάλλευση παραθαλάσσιας και παραλίμνιας κοινόχρηστης περιουσίας πρέπει να εφαρμόζεται διαδικασία επιλογής μεταξύ των δυνητικών υποψηφίων η οποία πρέπει να πληροί όλες τις εγγυήσεις διαφάνειας και αμεροληψίας (ιδίως δε τις εγγυήσεις επαρκούς δημοσιότητας). Η αυτοδίκαιη παράταση της διάρκειας των αδειών όμως δεν καθιστά δυνατή τη διοργάνωση τέτοιας διαδικασίας επιλογής.
Το Δικαστήριο διευκρινίζει τέλος, για την περίπτωση όπου η οδηγία δεν έχει εφαρμογή, ότι, εφόσον τέτοια παραχώρηση παρουσιάζει βέβαιο διασυνοριακό ενδιαφέρον, η αυτοδίκαιη παράταση παραχωρήσεως προς επιχείρηση με έδρα σε ορισμένο κράτος μέλος εισάγει εις βάρος των ενδεχομένως ενδιαφερόμενων για την παραχώρηση αυτή επιχειρήσεων με έδρα σε άλλο κράτος μέλος διαφορετική μεταχείριση, η οποία αντιβαίνει, κατ’ αρχήν, στην ελευθερία εγκαταστάσεως. Δεν είναι δυνατή η επίκληση της αρχής της ασφάλειας δικαίου, η οποία σκοπό έχει να παρασχεθεί η δυνατότητα στους παραχωρησιούχους να αποσβέσουν τις επενδύσεις τους, για να δικαιολογηθεί η ως άνω διαφορετική μεταχείριση, δεδομένου ότι οι επίμαχες συμβάσεις παραχωρήσεως συνάφθηκαν σε χρονικό σημείο κατά το οποίο είχε ήδη κριθεί ότι τέτοιες συμβάσεις (με βέβαιο διασυνοριακό ενδιαφέρον) πρέπει να ανταποκρίνονται σε επιταγές διαφάνειας.