Σε εταιρείες του ιδιωτικού τομέα σκοπεύει να αναθέσει η βρετανική κυβέρνηση τη διαπραγμάτευση για τους όρους της εξόδου από την Ε.Ε. Σύμφωνα με σχετικό δημοσίευμα των Financial Times, ο ανώτατος κρατικός λειτουργός της Βρετανίας, ο σερ Τζέρεμι Χέιγουντ, έχει έρθει σε επαφή με συμβουλευτικές όπως η Ernst&Young, η KPMG και η McKinsey, καθώς η χώρα προετοιμάζεται για «το σημαντικότερο καθήκον που έχει αναλάβει δημόσια υπηρεσία της Βρετανίας εδώ και δεκαετίες», όπως αποκάλεσε τη διαπραγμάτευση ο Βρετανός πρωθυπουργός. Σύμφωνα, πάντα, με τους F.T., οι εταιρείες αυτές έχουν ενημερώσει τον σερ Τζέρεμι ότι παρά την προθυμία τους να βοηθήσουν τη χώρα, το κόστος θα είνα σημαντικό για τους Βρετανούς φορολογουμένους. Ο λόγος είναι πως το προσωπικό τους είναι ήδη υπεραπασχολημένο, καθώς έχει αναλάβει την παροχή συμβουλευτικών υπηρεσιών προς επιχειρήσεις για το πώς να αντιμετωπίσουν τις παρενέργειες του Brexit. Ετοιμη να βοηθήσει αν της ζητηθεί δήλωσε, πάντως, η συμβουλευτική PricewaterhouseCoopers, που, όπως και η Deloitte και η εταιρεία νομικών Linklaters, συμμετείχε σε συνάντηση την περασμένη εβδομάδα. Ολες έχουν, πάντως, τονίσει πως διαθέτουν το καλύτερα κατηρτισμένο προσωπικό που γνωρίζει εις βάθος το ρυθμιστικό πλαίσιο.
Οι βρετανικές δημόσιες υπηρεσίες, αντιθέτως, δεν διαθέτουν την απαιτούμενη κατάρτιση και εμπειρία ειδικότερα σε ό,τι αφορά ζητήματα εμπορίου. Η Βρετανία δεν έχει διαπραγματευθεί εμπορικές συμφωνίες από το 1973, οπότε και εκχώρησε τις εξουσίες της για το εμπόριο στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Σύμφωνα, πάντα, με το δημοσίευμα των Financial Times, η βρετανική κυβέρνηση εκτιμά ότι θα χρειαστεί από 700 έως 750 επιπλέον υπαλλήλους για να διαπραγματευθούν όχι μόνον με την Ε.Ε., αλλά και με τρίτες χώρες. Παράγοντες του κλάδου των συμβουλευτικών εταιρειών εκτιμούν, πάντως, πως θα αποδειχθεί εξαιρετικά δύσκολο για την κυβέρνηση να διασφαλίσει το προσωπικό που θα χρειαστεί για τις διαπραγματεύσεις. «Η κυβέρνηση θα αγωνισθεί για να βρει την ομάδα που θα διαπραγματευθεί σωστά και λεπτομερώς συμφωνίες με την Ε.Ε και διμερείς συμφωνίες με χώρες από όλον τον κόσμο» εκτιμά ο Ιαν Αντερσον, διευθύνων σύμβουλος της εταιρείας επικοινωνιών Cicero, ενώ νομικοί κύκλοι χαρακτηρίζουν «όνειρα» της κυβέρνησης τις ελπίδες της να επιστρατεύσει επαρκή αριθμό υπαλλήλων από τον ιδιωτικό τομέα, καθώς το προσωπικό των νομικών εταιρειών είναι απρόθυμο να αναλάβει τέτοια καθήκοντα.
Οι βρετανικές δημόσιες υπηρεσίες, αντιθέτως, δεν διαθέτουν την απαιτούμενη κατάρτιση και εμπειρία ειδικότερα σε ό,τι αφορά ζητήματα εμπορίου. Η Βρετανία δεν έχει διαπραγματευθεί εμπορικές συμφωνίες από το 1973, οπότε και εκχώρησε τις εξουσίες της για το εμπόριο στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Σύμφωνα, πάντα, με το δημοσίευμα των Financial Times, η βρετανική κυβέρνηση εκτιμά ότι θα χρειαστεί από 700 έως 750 επιπλέον υπαλλήλους για να διαπραγματευθούν όχι μόνον με την Ε.Ε., αλλά και με τρίτες χώρες. Παράγοντες του κλάδου των συμβουλευτικών εταιρειών εκτιμούν, πάντως, πως θα αποδειχθεί εξαιρετικά δύσκολο για την κυβέρνηση να διασφαλίσει το προσωπικό που θα χρειαστεί για τις διαπραγματεύσεις. «Η κυβέρνηση θα αγωνισθεί για να βρει την ομάδα που θα διαπραγματευθεί σωστά και λεπτομερώς συμφωνίες με την Ε.Ε και διμερείς συμφωνίες με χώρες από όλον τον κόσμο» εκτιμά ο Ιαν Αντερσον, διευθύνων σύμβουλος της εταιρείας επικοινωνιών Cicero, ενώ νομικοί κύκλοι χαρακτηρίζουν «όνειρα» της κυβέρνησης τις ελπίδες της να επιστρατεύσει επαρκή αριθμό υπαλλήλων από τον ιδιωτικό τομέα, καθώς το προσωπικό των νομικών εταιρειών είναι απρόθυμο να αναλάβει τέτοια καθήκοντα.