Του Βασίλη Σαραφίδη
Έχουν γίνει αρκετές αναλύσεις επάνω στο θέμα αυτό. Θεωρώ ότι πολλές από αυτές διαστρεβλώνουν κατάφωρα την πραγματικότητα, σε βαθμό που γίνονται ενδεχομένως τροφή για διάφορους γελοίους χαρακτηρισμούς που ακούγονται κατά καιρούς, όπως
π.χ. το γνωστό “επονείδιστο και απεχθές χρέος”. Το παρόν κείμενο επιχειρεί να αποσαφηνίσει κάποια πράγματα και αποτελεί συνέχεια του άρθρου μου “Ερωτήσεις/απαντήσεις για τα τρία μνημόνια της Ελλάδας (Μέρος 1ο)”.
Χρηματοδοτικές ανάγκες του ελληνικού κράτους
Ο παρακάτω πίνακας παρουσιάζει τις χρηματοδοτικές ανάγκες της Ελλάδας από τον Μάιο του 2010 μέχρι τα μέσα του 2015. (Η μεθοδολογία που χρησιμοποιήθηκε για την δημιουργία του πίνακα περιγράφεται στο παράρτημα που βρίσκεται στο τέλος του άρθρου1).
Η 1η σειρά αναφέρεται στις δαπάνες που αφορούν την χρηματοδότηση των ελλειμμάτων του προϋπολογισμού του ελληνικού κράτους, χωρίς να συμπεριλαμβάνονται οι δαπάνες για την ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών, οι οποίες παρουσιάζονται στην 2η σειρά (συνολικής αξίας 37,3 δισ. €). Η 3η σειρά του πίνακα αφορά τις δαπάνες για την εξόφληση των κρατικών ομολόγων που έληξαν κατά την περίοδο της ανάλυσης, ενώ η 4η σειρά αφορά τις δαπάνες για την αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους το 2012. Οι δαπάνες αυτές αποτελούν το άθροισμα των εξόδων του PSI τον Μάρτιο του ‘12 και της επαναγοράς ελληνικών ομολόγων τον Δεκέμβριο του ίδιου έτους (για μια ανάλυση σχετικά με το κούρεμα του χρέους βλέπε εδώ).
Οι χρηματοδοτικές ανάγκες του κράτους στα 2 πρώτα μνημόνια (δις. €)
|
|||
|
1ο μνημόνιο
(5/2010 – 12/2011)
|
2ο μνημόνιο
(1/2012 – 6/2015)
|
1ο & 2ο μνημόνιο
συνολικά
|
Χρηματοδότηση προϋπολογισμού
(χωρίς τις δαπάνες ανακεφαλαιοποίησης)
|
45.4
(44%)
|
34.4
(24%)
|
79.8
(32%)
|
Ανακεφαλαιοποίηση τραπεζών
|
–
|
37.3 [20 + 17.3]
(26%) [14% + 12%]
|
37.3 [20 + 17.3]
(15%) [8% + 7%]
|
Αποπληρωμές ομολόγων
|
58
(56%)
|
31.3
(22%)
|
89.1
(36%)
|
Δαπάνες αναδιάρθρωσης του χρέους
|
–
|
41
(29%)
|
41
(17%)
|
Σύνολο
|
103.4
(100%)
|
141.8
(100%)
|
247.2
(100%)
|
Οι δαπάνες για την ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών εμφανίζονται ως άθροισμα δύο ποσών (20 + 17,3 δισ. €) για τον εξής σημαντικό λόγο: η ανακεφαλαιοποίηση του τραπεζικού συστήματος δεν ήταν μόνο αποτέλεσμα του κουρέματος των κρατικών ομολόγων που είχαν στα χαρτοφυλάκια τους οι τράπεζες, ήταν επίσης αποτέλεσμα της αύξησης των “κόκκινων δανείων” λόγω της οικονομικής κρίσης.
Ήδη από τον Φεβρουάριο του 2011, δηλ. αρκετά πριν ξεκινήσουν οι διαπραγματεύσεις για την αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή είχε επισημάνει σε έκθεση της την ανάγκη τόνωσης του ελληνικού χρηματοπιστωτικού συστήματος. Η Ελλάδα δεν αποτελούσε φυσικά εξαίρεση: μετά την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση του 2008/2009, οι τράπεζες της ΕΕ έλαβαν στο σύνολο τους στήριξη 671 δισ. € σε κεφάλαιο και 1,288 δισ. € σε εγγυήσεις, δηλ. ποσό υπερπολλαπλάσιο από αυτό που έλαβε το ελληνικό κράτος στα τρία προγράμματα στήριξης. Συνεπώς θα ήταν σφάλμα να αποδωθεί ολόκληρο το ποσό της ανακεφαλαιοποίησης στην αναδιάρθρωση του χρέους.Σύμφωνα με εκτιμήσεις [σελ. 51], από τις συνολικές δαπάνες ανακεφαλαιοποίησης τα 20 δισ. αποδίδονται στην οικονομική κρίση και τα υπόλοιπα στην αναδιάρθρωση.
Συνοψίζοντας τα αποτελέσματα της ανάλυσης, οι ανάγκες χρηματοδότησης των ελλειμμάτων του προϋπολογισμού του ελληνικού κράτους, συμπεριλαμβάνοντας τις δαπάνες ανακεφαλαιοποίησης των τραπεζών που εκτιμάται ότι αποδίδονται στην οικονομική κρίση, καλύπτουν το 40% περίπου της αξίας των δανείων που έλαβε η Ελλάδα την περίοδο της ανάλυσης. Εάν προστεθεί το ποσό της ανακεφαλαιοποίησης που αποδίδεται στο κούρεμα των ομολόγων, η τιμή φτάνει το 47% περίπου του συνόλου των δανείων2. Σε κάθε περίπτωση, τα ποσοστά αυτά είναι πολύ μεγαλύτερα σε σχέση με αυτά που προβάλλονται από διάφορες άλλες πηγές (βλέπε π.χ. εδώ ή εδώ).
Γιατί το ποσοστό των δανείων που κατέληξαν στον προϋπολογισμό εμφανίζεται συχνά ότι είναι πολύ μικρότερο από 40%;
Ορισμένοι από τους βασικούς λόγους μπορούν να συνοψιστούν ως εξής:
* Οι συνολικές δαπάνες για την ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών καταχωρούνται εξ’ολοκλήρου στην κατηγορία των χρηματοδοτικών αναγκών που προκλήθηκαν από το κούρεμα των κρατικών ομολόγων. Αυτό δεν είναι σωστό, όπως έχω εξηγήσει παραπάνω.
* Δεν λαμβάνεται υπόψη το γεγονός ότι ενα σημαντικό μέρος (10.9 δισ. €) από τα χρήματα που δόθηκαν στην Ελλάδα για την ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών (48.2 δισ. € συνολικά) επιστράφηκε στο Ευρωπαϊκό Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας τον Φεβρουάριο του 2015 (βλέπε εδώ, [υποσημείωση 42, σελ. 22]) επειδή οι ανάγκες που προέκυψαν αποδείχτηκαν τελικά μικρότερες.
* Στις συνολικές δαπάνες του προϋπολογισμού καταχωρούνται μόνο τα πρωτογενή δημοσιονομικά ελλείμματα, ενώ οι δαπάνες για τοκοχρεολύσια καταχωρούνται στην κατηγορία των χρηματοδοτικών αναγκών που αφορούν την αναδιάρθρωση του χρέους. Η συγκεκριμένη πρακτική είναι εσφαλμένη διότι από την στιγμή που επιλέχθηκε, σωστά κατά την γνώμη μου, η αποφυγή μιας άτακτης χρεοκοπίας και η παραμονή μας στην Ευρωζώνη, οι δαπάνες για τοκοχρεολύσια αποτελούν μέρος του ετήσιου προϋπολογισμού της χώρας.
Δυστυχώς η προκαταρκτική έκθεση της Επιτροπής Αλήθειας Δημοσίου Χρέους που συστήθηκε τον Απρίλιο του 2015 έχει υποπέσει σε όλα τα παραπάνω “σφάλματα”. Συνεπώς, το τελικό πόρισμα της έκθεσης ότι “λιγότερο από το 10% των κεφαλαίων αυτών έχει προοριστεί για τρέχουσες δαπάνες της κυβέρνησης” είναι –το λιγότερο– παραπλανητικό.
Παρεμπιπτόντως, εάν τα ποσά των μνημονιακών δανείων που κατέληξαν στις τράπεζες και τους πιστωτές της Ελλάδας είχαν ξεπεράσει το 90% της συνολικής αξίας, εύλογα μπορεί να αναρωτηθεί κάποιος για ποιό λόγο οι εταίροι μπήκαν στον κόπο να μετατρέψουν την χώρα μας σε έναν απλό μεσάζοντα, και δεν έδωσαν τα χρήματα αυτά απευθείας στους πιστωτές.
Πριν βιαστούν κάποιοι να συμπεράνουν ότι “ακόμα κι έτσι, το ποσοστό των δανείων που χρηματοδότησαν τις υπόλοιπες ανάγκες (δηλ. πέρα από τα ελλείμματα του προϋπολογισμού) παραμένει μεγάλο” (60% ή 53% ανάλογα με τον καταμερισμό των δαπανών ανακεφαλαιοποίησης), θα πρέπει να λάβουν σοβαρά υπόψη ότι:
* η μη σύναψη της δανειακής συμφωνίας θα οδηγούσε το ελληνικό δημόσιο σε άτακτη χρεοκοπία. Αυτό σημαίνει ότι η λιτότητα θα ήταν πολύ μεγαλύτερη από αυτή που βιώνει η χώρα μας σήμερα διότι θα έπρεπε να μηδενιστούν τα ελλείμματα από την πρώτη κιόλας μέρα: μόνο τα δημοσιονομικά πρωτογενή ελλείμματα που εξακολούθησαν να τρέχουν την περίοδο 2010-2015 σωρευτικά είναι περίπου 47 δισ. €.
* Επίσης, μια άτακτη χρεοκοπία θα είχε ως αποτέλεσμα την φτωχοποίηση μιας μεγάλης μερίδας του πληθυσμού, σε όφελος εκείνων που έχουν βγάλει τα χρήματα τους στο εξωτερικό ή λαμβάνουν εισόδημα σε διαφορετικό νόμισμα.
* Το PSI και οι μετέπειτα αναθεωρήσεις των δανειακών όρων [Πίνακας 2 στο άρθρο] είχαν ως αποτέλεσμα την σημαντική μείωση της παρούσας αξίας του δημόσιου χρέους λόγω της μεγάλης παράτασης της περιόδου χάριτος των δανείων και των ευνοϊκών επιτοκίων που επικρατούν.
Επεξηγηματικό παράρτημα στοιχείων του Πίνακα
Το ποσό των 45,4 δισ. € στην 1η σειρά, το οποίο αφορά την χρηματοδότηση των ελλειμμάτων στο πρώτο μνημόνιο, υπολογίστηκε ως η διαφορά μεταξύ τουακαθάριστου χρέους της γενικής κυβέρνησης στα τέλη του 2011 και του χρέους της στο τέλος Απριλίου 2010. Το τελευταίο εκτιμήθηκε ως το άθροισμα του δημόσιου χρέους για το 2009 συν ένα τρίτο του δημόσιου χρέους για το 2010. Η συνολική αυτή ποσότητα συμπεριλαμβάνει τα δύο τρίτα του ελλείμματος του 2010 (25,3 δισ. €) και το συνολικό έλλειμμα του 2011 (21,2 δισ. €). Το υπόλοιπο ποσό των 7,3 δισ. € αντιπροσωπεύει χρηματοοικονομικές πράξεις που δεν εμπίπτουν στην κατηγορία των “καθαρών δανειακών αναγκών της γενικής κυβέρνησης”, αλλά παρόλα αυτά εξακολουθούν να επηρεάζουν το δημόσιο χρέος, όπως π.χ. ο διακανονισμός καθυστερούμενων οφειλών του δημοσίου και οι αλλαγές στα ταμειακά αποθεματικά.
Το ποσό για την χρηματοδότηση των ελλειμμάτων του δεύτερου μνημονίου υπολογίστηκε ως το άθροισμα των ελλειμμάτων του προϋπολογισμού την περίοδο 2012-2014 (ίσο με 46,9 δισ. €), συν το ποσό των 24,8 δισ. € [σελ. 3, Πίνακας 2Α] που αντιπροσωπεύει χρηματοοικονομικές πράξεις της κεντρικής κυβέρνησης και συμπεριλαμβάνει έξοδα για την ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών, μείον το συνολικό ποσό της ανακεφαλαιοποίησης, αξίας 37,3 δισ. €. Ο συγκεκριμένος υπολογισμός βασίζεται στην μεθοδολογία που ακολουθήθηκε στην μελέτη του Fabio Colasanti έτσι ώστε να αποφευχθεί η διπλή καταμέτρηση των κεφαλαίων που χρησιμοποιήθηκαν για την ανακεφαλαιοποίηση.
Το ποσό των 37,3 δισ. € που χρησιμοποιήθηκε για την ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών ισούται με το αρχικό ποσό που έλαβε η Ελλάδα (48,2 δισ. €) μείον 10,9 δισ. τα οποία επιστράφηκαν στο Ευρωπαϊκό Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας τον Φεβρουάριο του 2015.
Το ποσό που αφορά τις εξοφλήσεις κρατικών ομολόγων στην 3η σειρά του πίνακα την περίοδο Μαΐου 2010 – Δεκεμβρίου 2011 προέρχεται από την μελέτητης Μιράντας Ξαφά [σελ. 12]. Η τιμή για την δεύτερη περίοδο αποτελεί το άθροισμα της αξίας των ομολόγων που εξοφλήθηκαν πλήρως κατά την διάρκεια του 2012 (8.1 δισ. €), εκτός από τις δύο πράξεις αναδιάρθρωσης, και της διακύμανσης του δημόσιου χρέους την περίοδο Ιανουάριος 2013 – Ιούνιος 2015, όπως προκύπτει από τα δελτία ΟΔΔΗΧ με αριθμό 68 και 78.
Οι δαπάνες για την αναδιάρθρωση του χρέους υπολογίστηκαν ως εξής: 15%×198.1 δισ. € + 1/3×34 δισ. € = 41 δισ. Το ποσό των 198,1 δισ. πρόκειται για την αξία των ομολόγων που επιστράφηκαν ως αποτέλεσμα του PSI τον Μάρτιο του 2012 ενώ 15% είναι το ποσοστό που δόθηκε ως μπόνους σε βραχυπρόθεσμα ομόλογα του ΕΤΧΣ. Η τιμή των 34 δισ. αφορά την αξία των ομολόγων που αγοράστηκαν από το ελληνικό δημόσιο τον Δεκέμβριο του 2012, η επαναγορά των οποίων έγινε στο ένα τρίτο περίπου της αξίας τους. Περισσότερες λεπτομέρειες για τα ποσά που δίδονται μπορούν να βρεθούν εδώ[Παράρτημα 7.1].
1 Προφανώς υπάρχουν όρια όσον αφορά τα συμπεράσματα που μπορούν να εξαχθούν από μια μακρόθεν ανάλυση τού “πού πήγαν τα λεφτά των δανείων”. Ο λόγος είναι ότι στην πράξη δεν υπάρχει ακριβής χρονική αντιστοιχία μεταξύ των διάφορων χρηματοδοτικών αναγκών του ελληνικού κράτους και της οικονομικής στήριξης που λαμβάνει η χώρα μας από τον Μάιο του 2010 μέχρι σήμερα.
2 Η καταχώρηση του συνολικού ποσού της ανακεφαλαιοποίησης στο σύνολο των ελλειμμάτων του προϋπολογισμού έχει την εξής λογική: το δημόσιο απέκτησε ως αποτέλεσμα της πράξης αυτής ένα σημαντικό ποσοστό των μετοχών του ελληνικού τραπεζικού συστήματος, αν και οι μετοχές αυτές είχαν περιορισμένα δικαιώματα ψήφου. Στα μέσα του 2014 η χρηματιστηριακή αξία των τραπεζικών μετοχών του δημοσίου ανερχόταν περίπου στα 18.5 δισ. €. Δυστυχώς η αξία τους κατέρρευσε λίγους μήνες αργότερα λόγω την φυγής κεφαλαίων που προκλήθηκε από την πολιτική αστάθεια και μετέπειτα το κλείσιμο των τραπεζών.
* Ο κ. Βασίλης Σαραφίδης είναι επίκουρος καθηγητής Οικονομετρίας στο πανεπιστήμιο Monash της Μελβούρνης