Γαλλία και ΗΒ, από το 1973, εκπροσωπούσαν από κοινού τη φωνή της ΕΕ στο Συμβούλιο Ασφαλείας. Στην πραγματικότητα, βέβαια, και τα δύο κράτη στάθμιζαν τις απόψεις και τις αποφάσεις τους βάσει της εθνικής εξωτερικής τους πολιτικής και όχι της ευρωπαϊκής. Τα ελλείμματα της Κοινής Εξωτερικής Πολιτικής και Ασφάλειας της ΕΕ είναι λίγο πολύ γνωστά και, παρά τις θεσμικές μεταρρυθμίσεις της Συνθήκης της Λισαβόνας (που θα μπορούσαν να επιτρέψουν την ανάδυση μιας πραγματικά ενιαίας ευρωπαϊκής εξωτερικής πολιτικής), η εικόνα σήμερα παραμένει κατακερματισμένη.
Το ερώτημα που προκύπτει είναι εάν με την αποχώρηση του ΗΒ από την ΕΕ υπάρχει περίπτωση η Γαλλία να διαδραματίσει σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση μιας ισχυρής εξωτερικής πολιτικής της ΕΕ.
Η Γαλλία, όμως, είναι από τα κράτη που κατ’ εξοχήν υποστηρίζουν διακυβερνητικού τύπου διαδικασίες και αντιμετωπίζουν πολύ συχνά με φόβο και επιφυλακτικότητα την περαιτέρω ομοσπονδιοποίηση του ευρωπαϊκού μορφώματος, καθώς έτσι θα αποκτούσε ακόμη περισσότερη ισχύ το γερμανικό μοντέλο. Επιπροσθέτως, τα σημερινά τεκταινόμενα στο εσωτερικό της Γαλλίας, δηλαδή η ολοένα και μεγαλύτερη αύξηση του ευρωσκεπτικισμού με τη Μαρίν Λεπέν (επικεφαλής του Εθνικού Μετώπου και πιθανώς υποψήφια για την Προεδρία της Γαλλίας στις εκλογές του 2017) να ανακοινώνει ότι προτίθεται να διεξάγει παρόμοιο δημοψήφισμα για ΝΑΙ ή ΟΧΙ στη συμμετοχή στην ΕΕ, καθώς και τα αυστηρά δημοσιονομικά μέτρα που θεσπίζει η κυβέρνηση Ολάντ, τα οποία έχουν δημιουργήσει εκρηκτική κατάσταση σε αρκετές πόλεις της χώρας.
Έτσι, το πιο πιθανό είναι ότι η Γαλλία θα κινηθεί πολύ συντηρητικά σε ό,τι αφορά την ενίσχυση της ευρωπαϊκής ενοποίησης, παρ’ όλες τις δηλώσεις περί προσπάθειας για μια ισχυρότερη Ένωση μετά την αποχώρηση του ΗΒ.
Η Συνθήκη της Λισαβόνας προσέδωσε στην ΕΕ διεθνή νομική προσωπικότητα. Αυτό σημαίνει ότι η ΕΕ μπορεί να εκπροσωπεί επισήμως και τα 28 (ή 27) κράτη-μέλη της σε διεθνείς οργανισμούς και fora. Η απόκτηση, πάντως, μόνιμης θέσης στο Συμβούλιο Ασφαλείας από την ΕΕ είναι τουλάχιστον για την ώρα πρακτικά αδύνατη – ούτε η Γαλλία ούτε το ΗΒ θα δέχονταν να απολέσουν την ιδιότητά τους αυτή για να την παραχωρήσουν στην ΕΕ και, η συζήτηση γενικά για την αναμόρφωση του Συμβουλίου Ασφαλείας έχει ούτως ή άλλως παγώσει. Επομένως, ενώ η ΕΕ θα μπορούσε δυνητικά να διεκδικήσει και να αναλάβει έναν τέτοιου είδους ρόλο, αυτό φαίνεται εξαιρετικά απίθανο.
Η μόνη ίσως λύση, από τη στιγμή που η Γαλλία θα διατηρήσει τη θέση της, είναι η ΕΕ να αποκτήσει μια κοινή εξωτερική πολιτική, με μεγαλύτερη συνοχή και περισσότερες συμφωνίες μεταξύ των κρατών-μελών της, και τη Γαλλία εκφραστή και προαγωγό της εξωτερικής πολιτικής αυτής στο Συμβούλιο Ασφαλείας ειδικά, στα Ηνωμένα Έθνη και στον υπόλοιπο κόσμο γενικά. Είναι αμφίβολο, βέβαια, πώς η ΕΕ μέσα στα επόμενα χρόνια θα μπορέσει να ενδυναμώσει την κοινή φωνή της στον παγκόσμιο χάρτη όταν τα εσωτερικά προβλήματα, τόσο της ίδιας όσο και των κρατών-μελών της ξεχωριστά, της απορροφούν όλη την ενέργεια και τη στρέφουν σε ολοένα και περισσότερη εσωστρέφεια και ενασχόληση σχεδόν αποκλειστικά με ζητήματα οικονομικής φύσεως.
Έτσι, ενώ παρουσιάζεται μια καλή κατά τα φαινόμενα ευκαιρία οι 27 της ΕΕ να προσπαθήσουν να διαμορφώσουν μια συνεκτικότερη ευρωπαϊκή εξωτερική πολιτική της οποίας η Γαλλία θα ήταν η φωνή στο Συμβούλιο Ασφαλείας, το πιθανότερο σενάριο είναι ότι το σύστημα θα μείνει ως έχει, δηλαδή εξαιρετικά δαιδαλώδες και χαοτικό με πλήθος θεσμικών εμποδίων και η ΕΕ, για ακόμη μια φορά, θα αποτύχει να εκμεταλλευτεί τις περιστάσεις προς το συμφέρον της. Η Γαλλία μάλλον θα συνεχίσει να εκπροσωπεί εαυτόν στο Συμβούλιο Ασφαλείας και η εξωτερική πολιτική της ΕΕ μάλλον θα παραμένει 27 εξωτερικές πολιτικές.
Ο Γιώργος Δικαίος είναι βοηθός Ερευνητής στο Εργαστήριο Ευρωπαϊκής Ενοποίησης και Πολιτικής του Πανεπιστημίου Αθηνών