Τον Απρίλιο του 1900, λίγες ημέρες πριν από το Πάσχα, το τρεχαντήρι «Ευτέρπη» και ο αχταρμάς «Καλλιόπη» ξεκινούσαν από το νησάκι της Σύμης στα Δωδεκάνησα για το καθιερωμένο τους ταξίδι στην Τυνησία, στα παράλια της Μπαρμπαριάς, προκειμένου να αλιεύσουν σφουγγάρια.
Στην πορεία του ταξιδιού κι ενώ τα καΐκια βρίσκονταν ανάμεσα στο Ακρωτήρι Μαλέα και την Κρήτη ξέσπασε άγρια θύελλα. Η ένταση του ανέμου ξεπερνούσε τους 50 κόμβους. Σε ένα πέρασμα γνωστό από την αρχαιότητα για την επικινδυνότητά του. Ο επικεφαλής καπετάνιος Δημήτρης Κοντός, ένας έμπειρος αρχιδύτης, άρχισε
αναγκαστικά να αναζητά καταφύγιο για το πλήρωμα των 22 ανδρών του αποφασίζοντας τελικά να αγκυροβολήσει στο λιμάνι Ποταμός των Αντικυθήρων.
Εφτασε Μεγάλη Τρίτη 4 Απριλίου για να κοπάσει η θαλασσοταραχή. Είχε χαθεί πολύτιμος χρόνος. Ο καπετάνιος πήγε στο διπλανό ακρωτήρι και στα 25 μέτρα από την ακτή, στη θέση Πινακάκια, έδωσε εντολή στον Ηλία Λυκοπάντη να βουτήξει με το σκάφανδρο για να διερευνήσει εάν στον βυθό υπήρχαν σφουγγάρια. Λίγο μετά καταδύθηκε και ο ίδιος. Μια εκπληκτική εικόνα αποκαλύφθηκε στα μάτια τους: Ενα μπρούτζινο άγαλμα χωμένο στον βυθό. Ο Κοντός απέσπασε τον δεξιό βραχίονα και τον ανεβάσε στον αχταρμά ως αποδεικτικό στοιχείο. Ολοι θαύμασαν το καλοφτιαγμένο χέρι. Η ιστορία της ανακάλυψης ενός αρχαιολογικού θησαυρού, του Ναυαγίου των Αντικυθήρων, είχε ξεκινήσει να γράφεται…
Διηγήσεις
Η μέρα εκείνη που άνοιξε νέα σελίδα για την αρχαιολογία θα σήμαινε πολλά και για την οικογένεια του κ. Κοντού, στην οποία οι διηγήσεις για τα Αντικύθηρα θα περνούσαν από γενιά σε γενιά. «Οι οικογενειακές αφηγήσεις της συναρπαστικής ιστορίας του Ναυάγιου των Αντικυθήρων με ώθησαν να ασχοληθώ με το θέμα εκτενέστερα συγκεντρώνοντας βιβλιογραφία και υλικό της εποχής. Βασικός στόχος μου ήταν η τεκμηρίωση των οικογενειακών διηγήσεων μέσα από τα περιοδικά, τα δημοσιεύματα των εφημερίδων της εποχής, τα τεκμήρια του Εθνικού Αρχείου Μνημείων και του Ιστορικού Αρχείου της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας», λέει σήμερα μιλώντας στο «Εθνος» ο κ. Στέργιος Κοντός, απόγονος του καπετάνιου που έφερε στο φως τον αρχαιολογικό θησαυρό μετά από καταδύσεις μηνών.
Ο Στέργιος Κοντός, απόγονος του Δ. Κοντού, του αρχιδύτη που μαζί με άλλους σφουγγαράδες ανακάλυψαν το Ναυάγιο των Αντικυθήρων το 1900
|
«Χωρίς εκείνον, το πλήρωμα και τους δύτες του ο αρχαιολογικός θησαυρός των Αντικυθήρων θα βρισκόταν ακόμη στον βυθό της θάλασσας. Ανακάλυψαν το ναυάγιο και διακινδύνευσαν τις ζωές τους στην πρώτη προσπάθεια να διασώσουν αντικείμενα από ένα βυθισμένο πλοίο. Ηταν μια τολμηρή περιπέτεια από την οποία δεν επεστρέψαν όλοι. Ενας δύτης, ο Γ. Κρητικός, έπεσε νεκρός και δύο άλλοι έμειναν παράλυτοι», συνεχίζει.
Επιστολή στον Βενιζέλο
«Επίσης, η οικονομική ζημία για τον πρόγονό μου ήταν μεγάλη. Στις 24 Μαΐου 1914 ο ίδιος συνέταξε μια τετρασέλιδη επιστολή την οποία απέστειλε στον πρωθυπουργό Ελ. Βενιζέλο. Μεταξύ άλλων ανέφερε ότι είχε ζημιωθεί 14.500 χρυσές δραχμές χρεωνόμενος ο ίδιος τον εξοπλισμό, την αμοιβή των δυτών, και έχοντας εγκαταλείψει τη Σύμη και τη σπογγαλιεία για περισσότερο από έναν χρόνο. Ηταν τόσα τα έξοδα της ανέλκυσης, ώστε δεν μπόρεσε να ανακάμψει οικονομικά και επιπλέον όταν επέστρεψε στο επάγγελμα του σπογγαλιέως, κατά μία τραγική συγκυρία, στη διάρκεια κατάδυσης με σκάφανδρο υπέστη παράλυση», λέει ο κ. Κοντός. Σε αυτήν την επιστολή έγραφε χαρακτηριστικά:
«Πάντων οὕτως ἐχόντων προστρέχω εὐσεβάστως πρός τήν ὑμ. Ἐξοχότητα καί ἱκετεύω Αὐτήν ταπεινῶς νά εὐαρεστηθῇ καί λαμβάνουσα σοβαρῶς οἶκτον πρός οὕτω δεινῶς ἀδικηθέντα πτωχόν οἰκογενειάρχην, ἀξιώσῃ με τῆς δεούσης θεραπείας [….] χάριν τῆς πενομένης οἰκογενείας μου, ἥν πλέον ἀδυνατῶ νά προστατεύσω, ὡς ἐκ τῆς παραλυτικῆς καταστάσεώς μου…».
Οι σφουγγαράδες της Σύμης βουτούν στο σημείο του αρχαίου ναυαγίου στα Αντικύθηρα. Πάνω, εκπρόσωποι της κυβέρνησης, άνδρες του Πολεμικού Ναυτικού και σφουγγαράδες πάνω στο «Μυκάλη». © Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο
|
Η ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΚΑΙ ΟΙ ΚΙΝΔΥΝΟΙ
Ρίσκαραν τη ζωή τους σε κάθε κατάδυση με σκάφανδρο
Το Ναυάγιο των Αντικυθήρων ξεκίνησε να βγαίνει στο φως κομμάτι κομμάτι το 1900 με καταδύσεις των οκτώ λεπτών σε πολύ δύσκολες συνθήκες. «Οι Συμιακοί δύτες καταδύονταν σε βάθος 65-70 μέτρων, όπου παρέμεναν έως τρία λεπτά, ενώ χρειάζονταν πέντε επιπλέον λεπτά για την ανάδυση και την κατάδυση.
Ηταν επομένως αναγκασμένοι σε πολλαπλές καταδύσεις καθημερινά, αντιμέτωποι με τις αντίξοες καιρικές συνθήκες στην αγριεμένη θάλασσα των Αντικυθήρων, με το βάθος, την ιλύ του βυθού και το βάρος των αντικειμένων.
Η πρώτη, κύρια, φάση ανέλκυσης διήρκεσε από τον Νοέμβριο 1900 μέχρι το τέλος Σεπτεμβρίου 1901. Στο τέλος του χειμώνα του 1901 ήταν προφανής η σωματική καταπόνησή τους και ζητούσαν διαστήματα ανάπαυλας», λέει ο κ. Κόντος, ο οποίος εργάζεται ως κυβερνήτης ιστιοπλοϊκών σκαφών.
«Τα ξύλινα καΐκια το 1900 ήταν ακόμη ιστιοφόρα, δίχως να διαθέτουν κινητήρα, οπότε οι κίνδυνοι ήταν περισσότεροι. Ο καπετάνιος ξεκινούσε το ταξίδι με μόνο εφόδιο την εμπειρία του, τις προσωπικές του γνώσεις και το ένστικτό του χωρίς να διαθέτει τα σύγχρονα βοηθήματα ναυσιπλοΐας, όπως μετεωρολογική πρόβλεψη σε βάθος χρόνου, GPS, ή RADAR.
Επίσης, δεν γνώριζαν τους κανόνες ασφαλούς κατάδυσης, κυρίως κατά το στάδιο της ανάδυσης, δεν είχαν ούτε καν επαρκή φωτισμό ή άλλα μέσα όπως αυτά που υπάρχουν σήμερα», προσθέτει ο κ. Κοντός και συνεχίζει: «Οι καταδύσεις γίνονταν φορώντας το σκάφανδρο -μια στεγανού τύπου υποβρύχια ολόσωμη στολή- και φέροντας πλήρη ενδυμασία: μεταλλικό κράνος, χάλκινο θώρακα, βαρίδια στο στήθος και σιδερένια παπούτσια.
Στο μεταλλικό κράνος υπήρχε και μια βαλβίδα την οποία πίεζαν με το κεφάλι ώστε να ελέγχουν τον αέρα μέσα στη στολή κάτι που τους βοηθούσε στη ρύθμιση της πλευστότητας και της εκτόνωσης του αέρα. Κατεβαίνοντας κρατούσαν το ”σκαντάγιο”, ένα σχοινί το οποίο τους βοηθούσε να ελέγχουν την ταχύτητα καθόδου. Στην κατάδυση του βουτηχτή εργάζονταν έξι ναύτες. Ο καπετάνιος παρακολουθώντας τις μπουρμπουλήθρες όπως αυτές φαίνονταν από τις φυσαλίδες που έβγαιναν στην επιφάνεια, τιμόνευε στρίβοντας το καΐκι ανάλογα με την πορεία του δύτη και δυο ναύτες ”κουπάδες” τραβούσαν κουπί. Δυο ναύτες γυρνούσαν τη ρόδα της αεραντλίας παράγοντας φυσικό αέρα για τον δύτη.
Ο ”μαρκουτσιέρης” έστελνε αέρα με τον σωλήνα στο κράνος του δύτη, παρακολουθούσε το βάθος και την ώρα παραμονής στον βυθό μεταφέροντάς τα φωναχτά στον ”κολαουζιέρη”. Και ο ”κολαουζιέρης” επικοινωνούσε με τον δύτη μέσω τραβηγμάτων του ”κολαούζου” (σχοινιού), με το οποίο ήταν δεμένος στη μέση ο δύτης.
Με αυτό τον τρόπο μετέφεραν μηνύματα ο ένας στον άλλον. Οταν ο δύτης κατέβαινε 15 οργιές ο ”κολαουζιέρης” τραβούσε το σχοινί μία φορα, στις 20 δύο και ο βουτηχτής καταλάβαινε…».
Κατερίνα Ροββά