Πέντε Ελληνες με ισχυρούς δεσμούς με την Κωνσταντινούπολη αφηγούνται την καθημερινότητά τους στη σκιά των διαδοχικών τρομοκρατικών χτυπημάτων.
Αλέξανδρος Μασσαβέτας
Μια επώδυνη επιστροφή
Επέστρεψα για λίγες μέρες μετά από σχεδόν ένα χρόνο απουσίας. Ηλθα, με συναισθήματα
ανάμεικτα, να δω τους φίλους μου που παραμένουν, παλεύοντας καθημερινά με τη φωνή που τους λέει πως ήρθε η ώρα να φύγουν. Εκείνοι μου λείπουν πολύ, η ίδια η Πόλη όχι όσο περίμενα. Περίεργο, σκέφτομαι, καθώς θυμάμαι πως, όταν είχα πρωτοέρθει, η Πόλη ήταν η ζωή μου.
Εφτασα με το άγχος που σου προκαλεί η εμπειρία να «είσαι επισκέπτης στο ίδιο σου το σπίτι». Αισθάνομαι πράγματι μια αλλοτρίωση. Υπάρχει κάτι που βαραίνει πάνω στην πόλη και με ξενίζει. Είναι μάλλον η ένταση στον αέρα – την κόβεις με το μαχαίρι. Στην Τουρκία την ονομάζουν «πόλωση». Οι περαστικοί κοιτάζονται στο δρόμο, στα καφέ, στα καταστήματα. «Είναι από εμάς», «Είναι απ’ τους άλλους». Το ίδιο, ομολογώ, κάνω κι εγώ.
Τα τρομοκρατικά χτυπήματα έκλεισαν την Πόλη στον εαυτό της. Πάνε οι τρομακτικές ουρές στα διαβατήρια του αεροδρομίου, όπου στεκόσουν καρτερικά για 40 λεπτά. Το Ταλίμχανε, δίπλα στην πλατεία Τάξιμ, μια συνοικία άδεια. Εδώ, που κάθε δεύτερο κτίριο είναι ξενοδοχείο, σουλατσάρουν μόνο κάποιοι Αραβες και Ιρανοί. Περπατάμε στην Ιστικλάλ με την Ολγα. Ποτέ δεν είχα δει τόσες μπούρκες. Διαλέγουμε ένα ήσυχο καφέ σε έναν παράδρομο, «γιατί δεν ξέρεις ποτέ τι γίνεται».
Η επίσκεψή μου συνέπεσε με το τέλος του Ραμαζανιού, όπου η πόλωση χτυπά κόκκινο. Στην καρδιά του Πέρα, ένα κοπάδι από πέντε-έξι ανθρωποειδή φωνάζουν σε ένα ζευγάρι που πίνει μπίρα σε ένα καφέ: «Δεν ντρέπεστε, άγιες μέρες;». «Εδώ είναι το δισκάδικο που σπάσανε προχθές», μου δείχνει η Ολγα. Ο μουεζίνης τσιρίζει πια στη διαπασών, δεν καλεί. Σου σπάει τα αυτιά.
Στην καρδιά του Ταρλάμπασι μια έκταση ξεκοιλιασμένη, περιφραγμένη με λαμαρίνες. Οι περίφημες κατεδαφίσεις. Στέκεται άραγε το αρμενοκαθολικό μοναστήρι; Η εκκλησία των Ασσυρίων; Η εντυπωσιακή πολυκατοικία με την ελληνική επιγραφή, ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ 1912; Τα βρίσκω, ευτυχώς έξω από τις λαμαρίνες. Αλλα τόσα ορόσημα έχουν χαθεί.
Την πρώτη μέρα κάνει ζέστη αφόρητη. Κάνω το λάθος να βγω με τη βερμούδα για να πάω έως τον μανάβη. Στο Ταρλάμπασι. Η Αθήνα με έκανε να ξεχάσω. Με κοιτούν στο δρόμο έντονα, σαν να είμαι εξωγήινος. Δεν θα ξαναβγώ παρά με μακρύ παντελόνι. Περνώ μπροστά από το άλλοτε σπίτι μου στο Γκαλατά Σαράι. Φως στα παράθυρα. Εχει νοικιαστεί, βεβαίως.
Απέναντι υπάρχει ακόμη η εκκεντρική μπουτίκ. Η Ιρανή ιδιοκτήτρια, με ράστα μαλλιά, κάθεται μπροστά και πίνει τον καφέ της, στο δρόμο. «Σε λίγους μήνες θα φύγω για τη Ρώμη», μου λέει. «Η Πόλη έγινε για δαύτους, πνίγομαι». Μου δείχνει κάτι γυναίκες με μαντίλες και άνδρες με μουστάκια που ανεβαίνουν την ανηφόρα. «Δεν γλίτωσα την ιρανική επανάσταση για να γειτονεύω με δαύτους». Περνώντας, μας κοιτούν δολοφονικά. Τους το ανταποδίδουμε.
Ο Αλέξανδρος Μασσαβέτας είναι συγγραφέας και δημοσιογράφος.
Ιάσων Αθανασιάδης
Πάντα επιστρέφω εδώ
Πόσες μεγαλουπόλεις έχουν εναπομείνει στην περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου, η οποία κάποτε έσφυζε από λαούς και κοσμοπολίτικα λιμάνια; Στην Κωνσταντινούπολη μιλιούνται ακόμα -σε καθημερινή βάση και χωρίς επιτήδευση- ελληνικά, αραβικά, περσικά και αγγλικά παράλληλα με τα τούρκικα, ως απόδειξη της πολιτισμικής ώσμωσης που εξακολουθεί να υφίσταται στην τελευταία κοσμόπολη της περιοχής. Οπως επίσης μιλιούνται κουρδικά, αρμένικα, ρωσικά, αλλά και τουρκικές διάλεκτοι της Κεντρικής Ασίας.
Μια πόλη αποτελείται από τους ανθρώπους της, και στην Κωνσταντινούπολη συνυπάρχουν και συζούν οι λαοί που θα περίμενες να συναντήσεις σε μια πρώην αυτοκρατορία. Ναι, οι απόντες είναι πολλοί, και σε αυτούς συμπεριλαμβάνω την οικογένειά μου, η οποία έφυγε το 1922 για να έρθει στην Αθήνα. Με τη μετεγκατάστασή μου στην Πόλη ήθελα να ξεπεράσω τη φτώχεια των εθνικισμών που έχουν κλείσει μυαλά, καρδιές και σύνορα στη δύσμοιρη περιοχή μας, γεννώντας τον επαρχιωτισμό που χαρακτηρίζει την πολιτική και κοινωνική κουλτούρα τόσο των αραβικών χωρών όσο και της Τουρκίας ή της Ελλάδας. Πρέπει να ξορκίσουμε τις φοβίες μας και να προσπαθήσει ο καθένας μας να αποδεχθεί την αλήθεια του Αλλου.
Δεν ήρθα στην Πόλη με την κρίση ή λόγω της κρίσης. Εφτασα εδώ το 2007 ύστερα από μία δεκαετία στη Δαμασκό, στο Λονδίνο, στο Παρίσι, στην Ντόχα, στο Κάιρο και στην Τεχεράνη. Οσο παράξενο και να ακούγεται, στη διάρκεια της πολύχρονης αυτής περιπλάνησης ήξερα ότι η Πόλη θα αποτελούσε τον τελικό μου προορισμό, κι ας την έχω αφήσει αρκετές φορές από το 2011 για τις ανάγκες της δουλειάς μου στον ΟΗΕ, για πολύμηνες ή και πολυετείς αποστολές στο Αφγανιστάν, στη Λιβύη, στην Ιορδανία, στον Λίβανο και στο Βόρειο Ιράκ.
Πάντα όμως επιστρέφω εδώ, παρά το δύσκολο πολιτικό κλίμα, την κοινωνική καταπίεση, τις αυξανόμενες αυτοκτονικές επιθέσεις και την κατά συρροήν κατασκευή χυδαίων κτισμάτων για τις διεφθαρμένες νεόπλουτες ελίτ της περιοχής. Δεν φεύγω, επειδή δεν εγκαταλείπεις μια πόλη -και δη την πόλη για την οποία ο Ναπολέων είπε πως θα έπρεπε να ήταν η πρωτεύουσα ενός κόσμου δίχως εθνικά κράτη- όταν τα πράγματα γίνονται σκούρα.
Ο Ιάσων Αθανασιάδης είναι βιντεογράφος και ασχολείται με τον σύγχρονο πολιτισμό της Ανατολικής Μεσογείου. Αρθρογραφεί στην Al-Jazeera (http://www.aljazeera.com/indepth/opinion/profile/iason-athanasiadis.html) και «τρέχει» τη σελίδα The Cities We Lost στο Facebook.
Χάρης Θεοδορέλης-Ρήγας
Αλλαγές, έξω και μέσα μου
Λένε ότι πιο σημαντικοί από την οικογένεια είναι οι φίλοι, γιατί τους δεύτερους τους διαλέγεις. Κατ’ αναλογίαν, την Τουρκία τη διάλεξα το 2006, πριν από την κρίση, ορμώμενος από ένα βαθύ πάθος για την Πόλη, που τρεφόταν μεν από κάποιους δεσμούς καταγωγής, βασιζόταν όμως στο επιστημονικό και προσωπικό μου ενδιαφέρον για καθετί τουρκικό, από τη γλώσσα μέχρι τη μουσική και τη λαογραφία.
Η τουρκική κοινωνία είναι φορέας μιας μεγάλης και παλιάς κουλτούρας, που, παρά τον μάλλον υπερβολικό ζήλο των ελληνικών ΜΜΕ, ο μέσος Ελληνας αδυνατεί να αποκρυπτογραφήσει. Μετά το διδακτορικό μου, ασχολήθηκα με τις εκδόσεις, ως συνιδρυτής των εκδόσεων ΙΣΤΟΣ, του πρώτου -μετά από μισό αιώνα- ελληνόγλωσσου εκδοτικού οίκου της Τουρκίας με ειδίκευση στη ρωμαίικη ιστορία και στον πολιτισμό. Στα δέκα χρόνια της διαμονής μου εδώ άλλαξαν πολλά, και στην Τουρκία, και μέσα μου. Από τη μία η βαθιά ιστορικότητα της Πόλης, αυτό που συνήθως ο επισκέπτης αντιλαμβάνεται ως «μαγεία», κονιορτοποιήθηκε από την επέλαση ενός ιδιαίτερα επιθετικού καπιταλισμού και καταναλωτισμού, συνδυασμένων με κοινωνική συντηρητικοποίηση.
Στο διάστημα αυτό είδα μία-μία τις αγαπημένες μου γωνιές της Πόλης να θυσιάζονται στο βωμό ενός κακόγουστου μικροαστικού σχεδίου για δήθεν ανάπτυξη και εμπορική εκμετάλλευση. Ταυτόχρονα, κατά τρόπο παράδοξο, είδα τους ανθρώπους γύρω μου να γίνονται φτωχότεροι και πιο καταναλωτές. Σε κοινωνικό και πολιτικό επίπεδο, οι άνθρωποι δείχνουν να ταλαντεύονται μεταξύ ενός ατέρμονου και αντίξοου αγώνα για οικονομική επιβίωση και της διάθεσης για πάλη για την κοινωνική, ταυτοτική και πολιτική χειραφέτησή τους. Ετσι, η κάπως ρομαντική εξιδανίκευση των πρώτων μου χρόνων στην Πόλη έχει πλέον αντικατασταθεί από μια αποφασιστικότητα να συμβάλω στους αγώνες των φίλων, συνεργατών και συν-Πολιτών μου από μια μειονοτική οπτική: θυμίζοντάς τους συνεχώς ότι η Ρωμιοσύνη αποτελεί ακρογωνιαίο λίθο της ιστορίας αυτής της χώρας και κάθε μειονοτικός, ξένος και συλλήβδην «Αλλος» αναπόσπαστο κομμάτι της Πόλης μας.
Ο Χάρης Θεοδορέλης-Ρήγας είναι συνιδρυτής του εκδοτικού οίκου ΙΣΤΟΣ.
Μαρία Βαράκη
Σαν στο σπίτι μου
Μα τι κάνει μια Ελληνίδα στην Πόλη, δεν έχεις πρόβλημα;» με ρωτούν ξένοι φίλοι όταν τους λέω ότι τα τελευταία δύο χρόνια διδάσκω Διεθνές Δίκαιο στην Πόλη. Η απάντησή μου ξεκινάει με ένα μεγάλο χαμόγελο και με ηρεμία απαντάω: «Οχι, κανένα πρόβλημα, το αντίθετο. Στην Πόλη νιώθω σαν στο σπίτι μου».
Ο Παμούκ στα βιβλία του περιγράφει την Πόλη μέσα από το αίσθημα της νοσταλγίας, «huzun», ένα συνονθύλευμα μελαγχολίας και φυγής προς τα εμπρός. Για εμένα η Πόλη είναι μια μελαγχολική γυναίκα με εκρηκτικό ταμπεραμέντο, που στροβιλίζεται ανάμεσα σε αναλαμπές δημιουργικότητας και απέραντης μοναξιάς.
Η Πόλη είναι γεμάτη συγκινήσεις και έντονα συναισθήματα, λόγω των αντιθέσεών της. Νιώθεις λυπημένος, χαρούμενος αλλά και πάντα ζωντανός, μαζί με τους γλάρους της που σε ξυπνούν το πρωί και τις αμέτρητες τσαχπίνες γάτες της.
Η Πόλη είναι οι φοιτητές μου. «Καλημέρα, Hocam», μου λένε κάθε μέρα. Είναι οι γείτονές μου, ξέρουν ότι είμαι Ελληνίδα και μου λένε ιστορίες για την περιοχή μου από τα παλιά, όταν οι Ρωμιοί που ζούσαν εκεί ήταν πολύ περισσότεροι. Είναι οι ίδιοι γείτονες που σου χτυπούν την πόρτα να δουν τι χρειάζεσαι και σου φέρνουν ασουρέ. Η Πόλη είναι λέξεις γεμάτες σοφία και γλύκα: yavas yavas και gule gule Mariacim.
Η Πόλη είναι η ΠΟΛΗ που, παρ’ όλες τις δυσκολίες, είναι μια πόλη μαγική, όπως και η καθημερινότητά μου. Εντονη, αγχώδης, γεμάτη παραστάσεις, μυρωδιές και ανθρώπινη επαφή. Η Πόλη τελευταία είναι μια λαβωμένη κόρη που θρηνεί, αλλά και πάλι, όπως κάθε μάνα, ανασκουμπώνεται και ανοίγει την αγκαλιά της στα παιδιά της».
Η Μαρία Βαράκη είναι λέκτορας Δημόσιου Διεθνούς Δικαίου στο πανεπιστήμιο Kadir Has.
Αλέξανδρος Χαρκιολάκης
Δεν αξίζει να ζεις στην Πόλη αν φοβάσαι
Η ζωή σε μια τόσο πολύπλοκη, απ’ όλες τις απόψεις, χώρα δεν είναι απλή υπόθεση, όπως αποδεικνύουν και τα πρόσφατα γεγονότα στο αεροδρόμιο Ατατούρκ.
Η Πόλη, στην οποία ζω τα τελευταία τρία χρόνια περίπου, είναι μια χώρα εντός του κράτους. Με μια ξεχωριστή δυναμική, λόγω και του μεγέθους της, έχει μια αίσθηση αυτοτέλειας. Πολλοί με ρωτούν αν φοβάμαι ή αν με ανησυχεί η κοινωνική και πολιτική κατάσταση. Απαντώ ότι δεν αξίζει να ζεις εδώ αν φοβάσαι, γιατί χάνεις τα μισά και παραπάνω από αυτά που έχει να σου δώσει.
Η Τουρκία τα τελευταία δέκα χρόνια έχει αναπτυχθεί οικονομικά σε μεγάλο βαθμό, αλλά δυστυχώς έχει κάνει πολλά βήματα πίσω διολισθαίνοντας σε έναν συντηρητισμό που εκπορεύεται από τους κρατούντες. Αν προσθέσει κανείς και τα προβλήματα που προκύπτουν από τον ακήρυχτο εμφύλιο πόλεμο στην Ανατολία, καθώς και τις τρομοκρατικές επιθέσεις που πλέον γίνονται με μηνιαία συχνότητα, τότε είναι προφανές ότι το μέλλον μόνο ευοίωνο δεν φαίνεται.
Το περιβάλλον εργασίας μου είναι αρκετά ικανοποιητικό, δίχως φυσικά να λείπουν οι βυζαντινισμοί. Πώς θα γινόταν άλλωστε; Το θετικό φυσικά είναι ότι κάνω τη δουλειά μου απρόσκοπτα, δίχως να φοβάμαι ότι κάποιος θα μου χτίσει την πόρτα του γραφείου μου και δουλεύω με νέους ανθρώπους που αισθάνομαι ότι βοηθάω και μαθαίνω από αυτούς. Αυτό είναι μια μεγάλη ικανοποίηση. Από την άλλη, η υπογραφή σε μια επιστολή υπέρ της ειρήνης, που την έχουν υπογράψει πολλοί άλλοι ακαδημαϊκοί ανά τον κόσμο, μπορεί να σου στοιχίσει τη θέση σου.
Μέχρι πρόσφατα, αυτό που έμενε σε όσους επισκέπτονταν την Πόλη και τη Τουρκία ήταν μια νοσταλγική διάθεση. Το συντηρούν και οι Τούρκοι αυτό, με την τοτεμική τους προσήλωση σε είδωλα. Οσοι θα κατανικήσουν το φόβο τους και την επισκεφτούν τους επόμενους μήνες θα διαπιστώσουν ότι η Τουρκία είναι πολλά περισσότερα, μια χώρα νέων που βρίσκεται σε μια διαρκή διελκυστίνδα μεταξύ της συντήρησης και της νεωτερικότητας. Ελπίζω στο τέλος να κερδίσουν αυτοί που πρέπει.
Ο Αλέξανδρος Χαρκιολάκης είναι διευθυντής της Μουσικής Βιβλιοθήκης «Erol Üçer» και λέκτορας Ιστορικής Μουσικολογίας στο ΜΙΑΜ – Istanbul Technical University.
Περιοδικό “Κ”