της Ευρωπαϊκής Επιτροπής να χαρακτηρίσει τελικά “μεικτή” την εμπορική συμφωνία CETA ανάμεσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση και τον Καναδά, παραπέμποντας την κύρωσή της όχι μόνο στο Ευρωκοινοβούλιο, όπου θα συναντούσε μια μάλλον εγγυημένη πλειοψηφία, αλλά σε όλα τα εθνικά και τα αρμόδια περιφερειακά κοινοβούλια των 28 κρατών-μελών, αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα.
Παρότι όχι τόσο γνωστή όσο η TTIP, που προορίζεται να ρυθμίσει όλες τις πλευρές των οικονομικών σχέσεων με τις ΗΠΑ και μέχρις στιγμής βρίσκεται στο στάδιο των διαπραγματεύσεων, η CETA, (Συνολική Οικονομική και Εμπορική Συμφωνία), ρυθμίζει τις εμπορικές σχέσεις της Ε.Ε. όχι μόνο με τον Καναδά αλλά, στην πραγματικότητα, και με αρκετές αμερικανικές εταιρείες που διαθέτουν εκεί θυγατρικές. Η συμφωνία αυτή αναμένεται να αυξήσει τις διμερείς εξαγωγές κατά 23% ήτοι 26 δισεκατομμύρια ευρώ.
Σε μεγάλο βαθμό αποτελεί τον προπομπό της TTIP, εφόσον περιλαμβάνει ρυθμίσεις που θα δημιουργήσουν προηγούμενο, όπως είναι η πρόβλεψη για ειδικά διαιτητικά δικαστήρια (ISDS) που θα επιλύουν τυχόν διαφορές των επενδυτών με τις κυβερνήσεις, δημιουργώντας ουσιαστικά ένα ανισοβαρές καθεστώς ετεροδικίας υπέρ των εταιρειών και κατά των κυρίαρχων κρατών.
Στη χώρα μας η CETA έγινε γνωστή κύρια μέσα από αντιδράσεις παραγωγών και σχετικές ερωτήσεις στη Βουλή ενόψει του ενδεχομένου να μην περιληφθεί η φέτα στα προστατευόμενα ως προς την ονομασία και την προέλευση προϊόντα.
Μέχρι τώρα η στάση της Κομισιόν ήταν να θεωρηθεί ότι η CETA αφορά τις σχέσεις μόνο της E.E. με ένα τρίτο μέρος και άρα έπρεπε να κυρωθεί αποκλειστικά από τα ευρωπαϊκά όργανα. Αντιθέτως ως “μεικτή συμφωνία”, που αφορά δηλ. εξίσου την Ε.Ε. ως νομική προσωπικότητα και καθένα από τα κράτη-μέλη χωριστά, προϋποθέτει ειδική κύρωση από όλα τα εθνικά κοινοβούλια. Συνεπώς, η έγκρισή της τίθεται υπό διακινδύνευση, εφόσον είναι πιθανό, ιδίως μέσα σε ένα αναδυόμενο ευρωσκεπτικιστικό κλίμα να υπάρξει έστω και ένα κοινοβούλιο που θα αρνηθεί να δώσει θετική ψήφο. Και μόνο λ.χ. η δυσφορία της Ρουμανίας ή της Βουλγαρίας για το γεγονός ότι ο Καναδάς δεν εξαιρεί τους πολίτες τους από την υποχρέωση βίζας, αρκεί για να προκύψει εμπλοκή.
Την κρισιμότητα της πολιτικής αυτής μάχης, υπογράμμισε και ο ίδιος ο πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Jean Claude Juncker, τονίζοντας: “κοίταξα τα νομικά επιχειρήματα και άκουσα τους αρχηγούς των κρατών και των κυβερνήσεων και τα εθνικά κοινοβούλια. Τώρα είναι η ώρα να κάνουμε κάτι. Διακυβεύεται η αξιοπιστία της πολιτικής εμπορίου της Ε.Ε.”. Ήταν εξάλλου αυτός που την περασμένη εβδομάδα πήρε προσωπικά την ευθύνη, σύμφωνα με πληροφορίες, να αλλάξει γραμμή η Κομισιόν και να αποδεχθεί την έννοια της “μεικτής συμφωνίας”.
Πολύ πιο αυστηρή ήταν τον περασμένο μήνα η Chrystia Freeland, υπουργός Εμπορίου του Καναδά, η οποία δήλωσε ότι “εάν η Ε.Ε. δεν μπορεί να κάνει μια συμφωνία με τον Καναδά, νομίζω ότι είναι νόμιμο να πούμε: Με ποιον στο καλό μπορεί να κάνει μια συμφωνία;”.
Τον τόνο της αντίθεσης στην κύρωση της συμφωνίας μόνο σε ευρωπαϊκό επίπεδο είχε δώσει ο αρμόδιος Γάλλος υπουργός Matthias Fekl ο οποίος σε έντονο ύφος είχε τονίσει: “Το βρίσκω ακόμη πιο παραισθητικό λίγες μέρες μετά το αποτέλεσμα του βρετανικού δημοψηφίσματος να φαντάζεται κάποιος μια τέτοια διαδικασία στο επίπεδο της Ε.Ε.”.
Aντιστάσεις πάντως είχαν εκδηλωθεί και από την πλευρά της Γερμανίας, καθώς και της Αυστρίας. Άλλωστε, Γαλλία και Γερμανία, για τις οποίες το 2017 είναι εκλογική χρονιά, ουσιαστικά ηγήθηκαν και της άτυπης απόφασης να καθυστερήσει ακόμη περισσότερο η ολοκλήρωση των διαπραγματεύσεων και για την TTIP.
Επιπλέον, ολόκληρα πολιτικά ρεύματα στο Ευρωκοινοβούλιο, όπως οι Πράσινοι, έχουν ταχθεί συνολικά κατά της συμφωνίας, ενώ σε αρκετές χώρες υπάρχουν έχουν αναπτυχθεί σχετικά κινήματα διαμαρτυρίας. Επιπλέον, τα κοινοβούλια της Ουγγαρίας και του Λουξεμβούργου είχαν απαιτήσει να ρωτηθούν οι βουλευτές τους για τη συμφωνία.
Το γεγονός ότι όλα επικαθορίζονται και από ένα κλίμα κατά της “παγκοσμιοποίησης” αρκετά έντονο ιδιαίτερα την επαύριον του βρετανικού δημοψηφίσματος, υπαινίχθηκε και η Επίτροπος Εμπορίου Cecilia Malmström που έσπευσε να τονίσει ότι: “Η Επιτροπή νομικά θεωρεί τη CETA ως μια συμφωνία μόνο της Ε.Ε. αλλά την προτείνει ως μεικτή συμφωνία κατανοώντας την έλλειψη συμφωνίας ανάμεσα στα κράτη-μέλη”.
Οι υποστηρικτές της συμφωνίας κυρίως φοβούνται ότι η διαδικασία κύρωσης από τα εθνικά κοινοβούλια μπορεί να καταναλώσει πολύ χρόνο. Ανάλογη συμφωνία με τη Νότια Κορέα πήρε 5 χρόνια μέχρι να επικυρωθεί από όλα τα κοινοβούλια των κρατών-μελών.
Σε μια προσπάθεια να διασωθεί κάτι, η Κομισιόν προτίθεται να εφαρμόσει τη συμφωνία σε προσωρινή βάση, δηλ. μετά από απόφαση του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου και του Ευρωκοινοβουλίου, για τμήματά της που άπτονται των κρατών-μελών. Κατά την Malmström, “η συμφωνία με τον Καναδά μπορεί να υπογραφεί, να εφαρμοστεί προσωρινά και να ολοκληρωθεί γρήγορα”.
Όμως, η ανησυχία στους ευρωπαϊκούς κύκλους δεν περιορίζεται μόνο στον αντίκτυπο επί των ευρω-καναδικών σχέσεων, ούτε στην ανησυχία ότι διακυβεύεται η πολύ σημαντικότερη TTIP. Το επίκαιρο ερώτημα είναι πλέον το πώς θα συναφθεί μια ανάλογη συμφωνία και με την Μεγάλη Βρετανία μετά την αποχώρησή της από την Ε.Ε.. Το γεγονός ότι πλάι στα ακανθώδη ερωτήματα των “τεσσάρων ελευθεριών” (δηλ. της ελεύθερης κυκλοφορίας αγαθών, υπηρεσιών, κεφαλαίων και προσώπων) θα προστεθεί και η δαιδαλώδης διαδικασία της κύρωσης μιας εμπορικής συμφωνίας που να είναι αποδεκτή και από τα 38 εθνικά και περιφερειακά κοινοβούλια της Ε.Ε., κατά το προηγούμενο της CETA, προοιωνίζεται μεγάλες δυσκολές, όπως έσπευσαν να υπογραμμίσουν ανώτεροι αξιωματούχοι των Βρυξελλών.
Σε κάθε περίπτωση, γίνεται σαφές ότι η διαδικασία της αποχώρησης της Βρετανίας από την Ε.Ε. θα λειτουργήσει ως ο καταλύτης για να έρθουν στο προσκήνιο ευρύτερες αντιφάσεις που διαπερνούν τη διαδικασία της ευρωπαϊκής ενοποίησης – ιδίως από τη στιγμή που καμιά κυβέρνηση δεν μπορεί να αγνοήσει πλέον την εντεινόμενη δυσπιστία των πολιτών απέναντι στη “γραφειοκρατία των Βρυξελλών” και άρα να βρεθεί στο στόχαστρο του ανερχόμενου ευρωσκεπτικιστικού ρεύματος.
Ο αντίκτυπος από το βρετανικό δημοψήφισμα ήδη αρχίζει και καταγράφεται στο εσωτερικό της Ε.Ε. με τη μορφή αλλαγής γραμμής πλεύσης σε ζητήματα που θα μπορούσαν να ερεθίσουν τα αντανακλαστικά των ευρωπαϊκών κοινωνιών. Η απόφαση
Προηγούμενο άρθροΓιατί στην Ρωσία αρέσει το Brexit