Αναγνώριση της προσπάθειας που καταβάλλει η Ελλάδα στην προσφυγική και μεταναστευτική κρίση διαπίστωσε ο αναπληρωτής υπουργός Εσωτερικών, αρμόδιος για θέματα Μεταναστευτικής Πολιτικής Ιωάννης Μουζάλας, κατά τις επαφές του στο
Βερολίνο, τόσο με τον Γερμανό υπουργό Εσωτερικών Τόμας Ντε Μεζιέρ όσο και με τον γενικό διευθυντή της Ομάδας Συντονισμού Προσφυγικής Πολιτικής της Καγκελαρίας Γιαν Χάκερ.
Μιλώντας στο ΑΠΕ-ΜΠΕ, ο κ. Μουζάλας σημειώνει ότι οι Γερμανοί συμφωνούν πως πρέπει οι λύσεις να είναι ευρωπαϊκές, ενώ, απαντώντας στην κριτική που ασκείται από οργανώσεις για καθυστέρηση στην διαδικασία εξέτασης των αιτήσεων ασύλου, τονίζει ότι θα εξακολουθήσουν να τηρούνται οι κανόνες που προβλέπονται, δηλαδή εξέταση κάθε αιτήματος ξεχωριστά.
«Η πρόσκληση Ντε Μεζιέρ ήταν το αποκρυστάλλωμα μιας συνεργασίας που διήρκεσε πολύ καιρό, έπειτα από κάποιο μικρό διάστημα ενός παιχνιδιού καταλογισμού ευθυνών («blame game») σε βάρος της χώρας μας, ότι δεν φυλάμε τα σύνορα κλπ.», δηλώνει ο κ. Μουζάλας στο ΑΠΕ-ΜΠΕ, εξηγώντας ότι η Γερμανία βοήθησε πολύ στο προσφυγικό – και σε πολιτικό και σε πρακτικό επίπεδο.
«Αυτή τη στιγμή αναγνωρίζεται η προσπάθεια που καταβάλλει η χώρα μας», επισημαίνει ο υπουργός, ενώ αναφέρει ότι μεταξύ των θεμάτων που συζητήθηκαν ήταν η συμφωνία Ευρωπαϊκής Ένωσης – Τουρκίας και τα περιθώρια καλύτερης εφαρμογής της, οι προοπτικές της προεδρίας της Σλοβακίας στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο και η ανάγκη να προχωρήσει η μετεγκατάσταση και επανεγκατάσταση. Με τον κ. Ντε Μεζιέρ «είπαμε ότι η λύση πρέπει να παραμείνει ευρωπαϊκή και ότι δεν μπορεί να υπάρχουν κράτη-μέλη με συμπεριφορά α λα καρτ, λαμβάνοντας βεβαίως υπ’ όψιν τις ιδιομορφίες κάθε χώρας», προσθέτει.
Αναφερόμενος στο ζήτημα της αναστολής επαναπροώθησης προσφύγων που εφαρμόζει η Γερμανία προς την Ελλάδα, ο κ. Μουζάλας παραπέμπει στην σχετική απόφαση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής που θα ισχύει ως το τέλος Δεκεμβρίου, αλλά επισημαίνει ότι «σε μια χώρα όπου η Ευρώπη δεν ανταποκρίνεται στην μετεγκατάσταση και η οποία αντιμετωπίζει μια ανθρωπιστική κρίση, λόγω του κλεισίματος των συνόρων που έγινε παρά την απόφαση της Ευρωπαϊκής Ένωσης, μια κρίση που κατάφερε να την σταματήσει μόλις πριν ξεκινήσει, έχοντας 60.000 ανθρώπους στην ενδοχώρα και 8.000 ανθρώπους στα νησιά, που αντιστοιχούν σε 500.000 ανθρώπους στην Γερμανία, θα ήταν λάθος να μιλάει κανείς για επιστροφές Δουβλίνου, με την έννοια ότι πολύ απλά η χώρα δεν θα το αντέξει», ενώ προειδοποιεί ότι σε τέτοια περίπτωση θα κατέρρεαν οι υπηρεσίες ασύλου και οι άλλες υπηρεσίες. Κάτι τέτοιο, όπως λέει, δεν θα ήταν απλώς εθνική καταστροφή για την Ελλάδα, αλλά ούτε καλό για την Ευρώπη.
Αναφερόμενος στην σχεδιαζόμενη αναθεώρηση του «Δουβλίνου», ο αν. υπουργός Μεταναστευτικής Πολιτικής εξηγεί ότι η Αθήνα διαφωνεί τόσο με την Γερμανία όσο και με την πρόταση της Επιτροπής, αλλά διευκρινίζει ότι στην Ευρώπη δηλώνει μεν κανείς τις διαφωνίες του, αναζητεί όμως τρόπους προσέγγισης με την άλλη πλευρά. «Πρέπει να γίνουμε σοφότεροι. Το προηγούμενο «Δουβλίνο» κατέπεσε σε ένα μήνα – στην πράξη. Οι σχεδιασμοί του γραφείου δεν ανταποκρίνονται πάντα στη ζωή. Τώρα θα πρέπει να προσαρμοστούμε στη ζωή», λέει χαρακτηριστικά και προσθέτει ότι υπάρχει ακόμη χρόνος προκειμένου η Ε.Ε. να καταλήξει σε συμφωνία.
Απαντώντας σε ερώτηση σχετικά με την εφαρμογή της συμφωνίας Ευρωπαϊκής Ένωσης – Τουρκίας στην πράξη, ο Ιωάννης Μουζάλας κάνει λόγο για «διπλό παιχνίδι κατηγοριών» προς την Ελλάδα το τελευταίο διάστημα, από διάφορες οργανώσεις και θεσμούς, ότι «από τη μια πλευρά παραβιάζουμε τα ανθρώπινα δικαιώματα και από την άλλη ότι αργούμε να καταλήξουμε σε απόφαση για τα αιτήματα ασύλου, επειδή ακριβώς δεν παραβιάζουμε τα ανθρώπινα δικαιώματα». Η συμφωνία είναι καλή, είναι μια ευρωπαϊκή λύση Ε.Ε. – Τουρκίας κι εμείς «προσπαθούμε να την εφαρμόσουμε τηρώντας μέχρι κεραίας τους νόμους και τα ανθρώπινα δικαιώματα, γεγονός το οποίο αναπόφευκτα προκαλεί καθυστερήσεις», εξηγεί και τονίζει ότι «είμαστε υποχρεωμένοι, δεν το κάνουμε όμως μόνο για αυτό, αλλά και επειδή αυτή είναι η πολιτική μας άποψη – να εξετάζουμε όλα τα αιτήματα ασύλου και όλες τις προσφυγές ad hoc».
Αναφερόμενος σε κάποιες οργανώσεις και ΜΚΟ, ο κ. Μουζάλας σημειώνει ότι θα πρέπει να δει κανείς τον ρόλο τους, καθώς, «με έναν φανατισμό που δεν είναι εξηγήσιμος με λογικούς όρους», προέτρεψαν όλους να καταθέσουν αίτηση ασύλου, με αποτέλεσμα, ενώ πριν στην Ελλάδα αίτηση ασύλου κατέθετε το 1%, τώρα κατέθεσε το 99%. «Αυτό σημαίνει ότι θα πρέπει να εξετάσουμε 8.000-8500 αιτήσεις ασύλου, όπως ακριβώς προβλέπει ο νόμος και οι διαδικασίες της Γενεύης, ξεχωριστά για τον καθένα. Αυτό είμαστε τόσο διατεθειμένοι όσο και υποχρεωμένοι να κάνουμε», ξεκαθαρίζει ο υπουργός.
Σε ό,τι αφορά τη βοήθεια που παρέχει η Ευρωπαϊκή Ένωση ειδικά για αυτές τις διαδικασίες, ο κ. Μουζάλας αναφέρει ότι είναι η πρώτη φορά που εισπράττει ότι «η βοήθεια που υπόσχεται η Ε.Ε. μπορεί να μην έχει δοθεί όλη, αλλά υπάρχει ένα θετικό πρόσημο και καταβάλλονται πολύ μεγάλες προσπάθειες», προσθέτει δε ότι ένα από τα θέματα που έθιξε στις συναντήσεις του είναι ότι η Ελλάδα χρειάζεται περισσότερη βοήθεια από την Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Υποστήριξης για το ‘Ασυλο (EASO), ειδικούς και μεταφραστές, καθώς εάν αυτοί διπλασιαστούν, θα μπορεί να διπλασιαστεί και η εξέταση των αιτημάτων ασύλου στα νησιά. Εκτιμά μάλιστα ότι βρήκε μεγάλη ανταπόκριση στο αίτημά του.
Ερωτώμενος εάν και κατά πόσο έχει βοηθήσει την προσπάθεια ελέγχου των προσφυγικών και μεταναστευτικών ροών η παρουσία της αποστολής του ΝΑΤΟ στο Αιγαίο, ο υπουργός σημειώνει ότι θα περίμενε περισσότερα και εξηγεί ότι αυτό που σταμάτησε τις ροές δεν ήταν καν το παράνομο – παρά τις αποφάσεις της Ε.Ε. – κλείσιμο της Βαλκανικής Οδού, αλλά η συμφωνία Ε.Ε. – Τουρκίας. Οι ροές, εξηγεί, συνέχισαν αμείωτες και μετά το κλείσιμο των συνόρων στα Βαλκάνια και μέσα σε είκοσι μέρες εγκλωβίστηκαν 60.000 άνθρωποι.
«Με κλειστά σύνορα, έφταναν 3000 την ημέρα», λέει χαρακτηριστικά και εκφράζει την εκτίμηση ότι αυτό που ήλεγξε τις ροές ήταν τελικά η συμφωνία Ευρώπης – Τουρκίας. «Αυτές τις 100 μέρες από την υπογραφή της συμφωνίας, αν δεν υπήρχε η συμφωνία, στην Ελλάδα θα βρίσκονταν άλλοι 200.000 – 250.000 πρόσφυγες και μετανάστες» τονίζει, για να προσθέσει ότι η ελληνική κυβέρνηση μετέφερε και στον Γενικό Γραμματέα του ΟΗΕ Μπαν Κι-Μουν που επισκέφθηκε πρόσφατα την Ελλάδα ότι η επιλογή είναι μεταξύ της συμφωνίας Ε.Ε.-Τουρκίας και των ματωμένων σωσιβίων. «Η επιλογή ανάμεσα στα δύο είναι εύκολη», καταλήγει.
Αυτή τη στιγμή πάντως, όπως λέει ο κ. Μουζάλας, δεν υπάρχει αύξηση των αφίξεων προσφύγων και μεταναστών στη χώρα μας. «Θα θέλαμε βεβαίως να μηδενιστούν εντελώς οι ροές, αλλά οφείλουμε να πούμε ότι η Τουρκία συμβάλλει στο δικό της κομμάτι. Όταν από 3.000-4.000 είναι 60 την ημέρα, δεν μπορεί κανείς να αρνηθεί τη βοήθεια και την προσπάθεια που καταβάλλει η Τουρκία να ανταποκριθεί στην συμφωνία. Ελπίζουμε ότι θα συνεχίσει», σημειώνει, ενώ σε ό,τι αφορά τις διαμαρτυρίες των επιχειρηματιών των νησιών που δέχτηκαν τη μεγαλύτερη επιβάρυνση, για δραματική μείωση της τουριστικής κίνησης, εκφράζει την κατανόησή του και παραδέχεται ότι έχουν δίκιο να παραπονούνται.
Αναφέρει ωστόσο τις προσπάθειες που καταβάλλει η κυβέρνηση, με τον διπλασιασμό των ημερών διαμονής σε αυτά τα νησιά μέσω του κοινωνικού τουρισμού, ενώ δηλώνει πεπεισμένος ότι, εάν ισχύσει η συμφωνία Ε.Ε. – Τουρκίας, η αξιοπρεπής στάση που έδειξαν οι νησιώτες θα εισπραχθεί πολλαπλά στον τουρισμό, καθώς, όπως λέει, η Ευρώπη έχει έναν κόσμο που αντιλαμβάνεται τι συνέβη σε αυτά τα νησιά, ενώ και η κυβέρνηση σκοπεύει να προβάλει την ιστορία της αλληλεγγύης που επέδειξαν οι άνθρωποι εκεί. Κληθείς μάλιστα να σχολιάσει τους ισχυρισμούς για αυξημένα έσοδα των επιχειρηματιών κατά την χειμερινή περίοδο, λόγω ακριβώς της παρουσίας των προσφύγων και των οργανώσεων, ο κ. Μουζάλας είναι κατηγορηματικός: «Καλύτερα να μας έλειπε. Το ένα είναι αναπτυξιακό προϊόν, το άλλο μια δυστυχία – και τα όποια χρήματα καλύτερα να μην υπήρχαν».