Από την αρχή της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης, επεσήμαινα ότι οι προηγμένες οικονομίες πρέπει να πάρουν μαθήματα πολιτικής από τις εμπειρίες του αναπτυσσόμενου κόσμου. Την άποψη αυτή ήρθαν να στηρίξουν δύο γεγονότα της
περασμένης εβδομάδες: η αποσταθεροποίηση της στερλίνας μετά την ψηφοφορία υπέρ του Brexit στο Ηνωμένο Βασίλειο και οι ενδείξεις ότι οι ΗΠΑ έχουν πλέον μικρότερη επιρροή στην καμπύλη απόδοσης των κρατικών τους ομολόγων.
Για δεκαετίες, τρεις βασικές πεποιθήσεις δομούσαν την ευρύτερη αντίληψη για τα οικονομικά και δημοσιονομικά θεμέλια των πιο ανεπτυγμένων χωρών: ότι οι υποκείμενες διαρθρωτικές δυνάμεις είχαν ωριμάσει και εξελιχθεί σε κατανοητούς, διαφανείς και πολύ σταδιακούς καταλύτες αλλαγής. Ότι τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα ήταν σταθερά και λειτουργικά. Και ότι αυτές οι δύο στέρεες βάσεις μπορούσαν να αντέξουν τις ιδιοτροπίες των βραχυπρόθεσμων πολιτικών κύκλων. Αυτό σήμαινε ότι η γενική αντίληψη ήθελε τις προηγμένες οικονομίες να εντάσσονται σε έναν αναλυτικό “κυκλικό χώρο”, όπου οι κοσμικές και διαρθρωτικές αλλαγές συνέβαιναν εξαιρετικά αργά.
Ο χαρακτηρισμός αυτός έκανε τη δουλειά των αναλυτών και των φορέων χάραξης πολιτικής πολύ πιο εύκολη, τουλάχιστον φαινομενικά. Αντί να χρειαστεί να ασχοληθούν με πολύ πιο περίπλοκα διαρθρωτικά ζητήματα, το βασικό καθήκον αυτών των εμπειρογνωμόνων περιορίστηκε στην κατανόηση και διαχείριση των επιχειρηματικών κύκλων. Με τον καιρό, ακόμη και η δυναμική του επιχειρηματικού κύκλου θεωρήθηκε ευάλωτη, φέρνοντας στο προσκήνιο την έννοια των επίμονα μέτριων οικονομιών (ούτε ζέστη, ούτε κρύο) και της “μεγάλης μετριοπάθειας”.
Το πλαίσιο αυτό, ωστόσο, αποδείχθηκε παραπλανητικό και επικίνδυνο, καθώς υποτιμούσε ή αγνοούσε τέσσερις πολύ σημαντικές εξελίξεις:
1. Τα συνεχώς αυξανόμενα επίπεδα χρέους και μόχλευσης που απαιτούνται για να διατηρηθεί η αίσθηση της οικονομικής και χρηματοπιστωτικής σταθερότητας, αν και φαινομενική.
1. Τα συνεχώς αυξανόμενα επίπεδα χρέους και μόχλευσης που απαιτούνται για να διατηρηθεί η αίσθηση της οικονομικής και χρηματοπιστωτικής σταθερότητας, αν και φαινομενική.
2. Τη μεγαλύτερη και πιο παραμορφωτική επένδυση σε τεχνητούς παρά σε πραγματικούς μοχλούς ανάπτυξης και ευημερίας.
3. Το τρίπτυχο της επιδείνωσης της ανισότητας (εισοδήματος, πλούτου και ευκαιριών).
4. Την καλλιέργεια πολιτικής πόλωσης που τροφοδοτεί και τροφοδοτείται από μια διευρυμένη δυσπιστία απέναντι στο πολιτικό κατεστημένο, την επιχειρηματική ελίτ και την γνώμη των εμπειρογνωμόνων.
Είναι σαφές ότι στη διάρκεια της προηγούμενης δεκαετίας, τα διαρθρωτικά θεμέλια των προηγμένων χωρών άρχισαν να επιστρέφουν σε στοιχεία που είναι πιο διαδεδομένα στις αναδυόμενες οικονομίες, ιδίως εκείνες με αδύναμους θεσμούς, ανεπαρκώς βαθιά οικονομικά και χρηματοπιστωτικά ερείσματα, ρευστές κοινωνικές δομές και άστατο πολιτικό τοπίο. Ωστόσο, μεγάλο μέρος της νοοτροπίας λήψης αποφάσεων παρέμεινε προσκολλημένο σε μια κυκλική αντίληψη της οικονομίας.
Η υπερβολική εξάρτηση από μια κυκλική προσέγγιση είναι ο κύριος λόγος για τον οποίο η ανάλυση και χάραξη πολιτικής στις προηγμένες οικονομίες παρουσιάζει απογοητευτική υστέρηση σε σχέση με την πραγματικότητα, ειδικά στον απόηχο της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης. Αυτό εξηγεί επίσης γιατί οι περισσότερες δυτικές κυβερνήσεις έχουν επανειλημμένως απογοητευθεί από οικονομικά αποτελέσματα, γιατί συχνά αναγκάζονταν να υποβαθμίσουν τις προσδοκίες τους και γιατί τα αποτελέσματα υπολείπονταν πολλές φορές σε σχέση με αυτές τις χαμηλότερες προσδοκίες.
Οι αρνητικές συνέπειες δεν περιορίζονται στην υπερβολικά ανισόρροπη ανάλυση και τις ανεπαρκείς αντιδράσεις οικονομικής διαχείρισης. Οι επίμονα απογοητευτικές οικονομικές συνθήκες τροφοδότησαν την πολιτική πόλωση, που με τη σειρά της, περιέπλεξε την οικονομική διαχείριση.
Δεν είναι απορίας άξιο που οι προηγμένες οικονομίες έχουν βιώσει γεγονότα που δεν έχουν συνηθίσει (και σε ορισμένες περιπτώσεις, που θεωρούνται απίθανα ή ακόμη και αδιανόητα), αλλά είναι αρκετά κοινά στον αναδυόμενο κόσμο. Τα πιο εντυπωσιακά από αυτά περιλαμβάνουν:
-Την επίμονη νέα πραγματικότητα της ασυνήθιστα υποτονικής οικονομικής ανάπτυξης, παρά τα τεράστια νομισματικά μέτρα στήριξης.
-Τα υψηλά επίπεδα της υποαπασχόλησης ή/και ανεργίας.
-Τον κίνδυνο ότι ένας ανησυχητικός αριθμός νέων ανθρώπων μπορεί να μεταφερθεί από τη λίστα των ανέργων στη λίστα αυτών που δεν είναι επιλέξιμοι προς απασχόληση.
-Την κρίση χρέους της ευρωζώνης.
Αυτός είναι ο λόγος που οι αξιωματούχοι των ανεπτυγμένων οικονομιών θα κάνουν καλά να είναι πιο ανοικτοί στα μαθήματα από τον αναπτυσσόμενο κόσμο. Μάλιστα, η περασμένη εβδομάδα, παρείχε περισσότερες ενδείξεις των ασυνήθιστα ρευστών διαρθρωτικών συνθηκών στη Δύση και συνεπώς της ανάγκης για μεγαλύτερη πνευματική και αναλυτική περιέργεια.
Το σοκ της ψηφοφορίας του Brexit υποχρέωσε τη λίρα σε έντονη μεταβλητότητα, αφήνοντάς την έκθετη στη ρευστή κατάσταση τόσο των τρεχουσών συναλλαγών όσο και των κεφαλαίων του ισοζυγίου πληρωμών. Ξαφνικά εισήγαγε τον όρο της διαρθρωτικής πολυπλοκότητας στις εμπορικές σχέσεις του Ηνωμένου Βασιλείου με τους πιο σημαντικούς εμπορικούς του εταίρους, οι οποίοι συνδυαστικά αποτελούν τη μεγαλύτερη οικονομική ζώνη στον κόσμο. Ταυτόχρονα, διακυβεύεται η έλξη που αισθάνονται οι επιχειρήσεις να δραστηριοποιούνται στο Η.Β. –η δυνατότητα να εξυπηρετούν το σύνολο της ΕΕ. Αυτό εγείρει ερωτήματα σχετικά με το μέλλον των ξένων συμφερόντων που έχουν εμφυτευτεί στη Βρετανία και, πιο άμεσα, θα επιβραδύνει τις εισροές άμεσων επενδύσεων και κεφαλαίων χαρτοφυλακίου.
Αυτού του είδους η αβεβαιότητα, η οποία είναι πιο συχνή στις αναπτυσσόμενες από ό,τι στις προηγμένες οικονομίες, μπορεί να αποσταθεροποιήσει σοβαρά το νόμισμα. Επιπρόσθετα, αυτές οι εξελίξεις λαμβάνουν χώρα την ώρα που η Τράπεζα της Αγγλίας –παραδόξως- στερείται εφικτών και αποτελεσματικών επιτοκιακών μέτρων για τη σταθεροποίηση των αγορών συναλλάγματος.
Οι ΗΠΑ βρίσκονται επίσης σε μια ασυνήθιστη κατάσταση, αν και λιγότερο ακραία.
Ως μια μεγάλη χώρα, οι ΗΠΑ είχαν παραδοσιακά τον έλεγχο της οικονομικής και χρηματοπιστωτικής τους μοίρας. Αν και μπορούν ακόμη να ορίσουν το οικονομικό τους μέλλον, έχουν λιγότερο έλεγχο σε ό,τι αφορά την καμπύλη αποδόσεων στα ομόλογα του δημοσίου, που κατ εξαίρεσιν υπόκειται στις επιδράσεις από το εξωτερικό.
Το αποτέλεσμα είναι πως ούτε το επίπεδο των επιτοκίων, ούτε οι σχετικές αποτιμήσεις των ομολόγων διαφορετικής ωρίμανσης συνδέονται πλέον στενά με τα εγχώρια οικονομικά θεμελιώδη. Αντ’ αυτού, τα επιτόκια και οι σχετικές τιμές είναι περισσότερο ενδεικτικά των οικονομικών και πολιτικών προοπτικών στην Ευρώπη (και, σε μικρότερο βαθμό, στην Ιαπωνία). Αυτό σημαίνει ότι η Fed πρέπει να δαπά ένα ασυνήθιστα μεγάλο χρονικό διάστημα να ζυγίζει τις εξωτερικές εξελίξεις και τον τρόπο που επηρεάζουν τις εγχώριες μεταβλητές.
Καμία από αυτές τις εξελίξεις δεν είναι πιθανό να φύγει σύντομα από το προσκήνιο. Στην πραγματικότητα, είναι πιθανό να δούμε μια ακόμη μεγαλύτερη λίστα απίθανων και αδιανόητων γεγονότων στον ανεπτυγμένο κόσμο. Και οι φορείς χάραξης πολιτικής της Δύσης θα έχουν ακόμη πιο επιτακτική ανάγκη να εμπλουτίσουν τη συμβατική οικονομική τους αντίληψη με τα διδάγματα από τις εμπειρίες του αναπτυσσόμενου κόσμου.