Οι αποδόσεις των 10ετών αμερικανικών ομολόγων και των 50ετών ελβετικών υποχώρησαν χθες σε ιστορικά χαμηλά επίπεδα, το γιεν ενισχύθηκε έναντι του ευρώ και οι τιμές του «μαύρου χρυσού» αποδυναμώθηκαν καθώς οι επενδυτές αναζητούν απεγνωσμένα καταφύγιο για τα κεφάλαιά τους. Αντιπροσωπευτικό παράδειγμα της αβεβαιότητας και σύγχυσης που επικρατεί σε ό,τι αφορά τις πολιτικές και οικονομικές εξελίξεις είναι η υποχώρηση των αποδόσεων στα 50ετή ομόλογα του ελβετικού Δημοσίου μέχρι το -0,0119% και στα 10ετή έως το -0,68%.
Σε έναν επενδυτικό κόσμο όπου το παράδοξο αποτελεί το νέο φυσιολογικό, οι επενδυτές προτιμούν να θυσιάσουν επενδυτικά κέρδη για να διαφυλάξουν τα κεφάλαιά τους. Αυτή τη φορά το έναυσμα για την εισροή κεφαλαίων στις οικονομίες που θεωρούνται ισχυρό καταφύγιο αποτέλεσε η ανακοίνωση στοιχείων στην Κίνα για εξασθένηση της μεταποιητικής δραστηριότητας τον Ιούνιο στο χαμηλό τετραμήνου και η έκθεση της Τράπεζας της Αγγλίας όπου τονίζεται πως οι επιπτώσεις του Brexit θα είναι αισθητές για αρκετό καιρό ακόμη. Σήμερα κανένας τίτλος του ελβετικού Δημοσίου δεν παρουσιάζει θετικές αποδόσεις, όπως αναφέρεται σε δημοσίευμα της αμερικανικής εφημερίδας Wall Street Journal. Παρομοίως, οι αποδόσεις των 10ετών αμερικανικών ομολόγων διολίσθησαν στο ιστορικό χαμηλό του 1,370% και των 30ετών ομολόγων, επίσης, στο 2,14% που δεν έχει καταγραφεί ποτέ ξανά. To ευρώ αποδυναμώθηκε ακόμη περισσότερο έναντι του γιεν, ακολουθώντας την πτώση της στερλίνας διότι το Brexit εκθέτει και τις αδυναμίες των υπολοίπων κρατών-μελών της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Το γιεν ενισχύθηκε 1% έναντι του ενιαίου ευρωπαϊκού νομίσματος καθώς επικρατεί ανησυχία μήπως και άλλα κράτη-μέλη αποπειραθούν να μιμηθούν τη Βρετανία με ανάλογο δημοψήφισμα. Στις 23 Ιουνίου, οι Βρετανοί πολίτες ψήφισαν υπέρ της αποχώρησής τους από την Ε.Ε., προκαλώντας μεγάλο κύμα ρευστοποιήσεων στις επόμενες δύο συνεδριάσεις, άνω των 2 τρισ. δολαρίων.
«Το κλίμα επιδεινώθηκε ξανά. Η ανακοίνωση της επενδυτικής εταιρείας Standard Life ότι έβαλε φρένο στους μικροεπενδυτές που επιδιώκαν να αποσυρθούν από επενδυτικό κεφάλαιο στον κλάδο των ακινήτων έπαιξε καταλυτικό ρόλο στο κλίμα των αγορών σήμερα», σχολίασε χθες ο Κιτ Τζουκς της Societe Generale στη βρετανική εφημερίδα Financial Times. «Αυξάνονται, επίσης, οι ανησυχίες για τις ιταλικές τράπεζες», πρόσθεσε ο ίδιος. Οι προβληματικές τράπεζες της Ιταλίας βρίσκονται στο επίκεντρο μιας πολιτικής διαμάχης μεταξύ Βρυξελλών και Ρώμης λόγω των μη εξυπηρετούμενων δανείων 350 δισ. ευρώ. Μετά τη χρηματοπιστωτική κρίση του 2007-08, οι ιταλικές τράπεζες συνεχίζουν να είναι το πιο αδύναμο σημείο του ευρωπαϊκού τραπεζικού κλάδου, με κίνδυνο να προκληθούν αλυσιδωτές αντιδράσεις σε άλλα κράτη-μέλη.
Το ευρύτερο κλίμα απαισιοδοξίας οδήγησε σε πτώση, επίσης, τις τιμές του πετρελαίου. Δυσχεραίνεται, κατά συνέπεια, η άνοδος που είχε επιτευχθεί προ βρετανικού δημοψηφίσματος και η οποία θεωρούνταν απαραίτητη για τη σταδιακή αποκατάσταση της παραγωγής και άρα της κερδοφορίας του κλάδου. Στη Νέα Υόρκη, η τιμή του αργού πετρελαίου διολίσθησε κατά 2,28% στα 46,71 δολάρια το βαρέλι. Στο Λονδίνο, η τιμή του Μπρεντ παρουσίασε πτώση 2,09% στα 48,01 δολάρια το βαρέλι.
Μια περίοδος παρατεταμένης αβεβαιότητας λόγω του Brexit θα έθετε τις κεντρικές τράπεζες των ισχυρότερων οικονομιών σε νέες προκλήσεις μετά τα τεράστια μέτρα ποσοτικής χαλάρωσης που έχουν εφαρμόσει την τελευταία επταετία.
Οι επενδυτές φαίνεται να βρίσκονται σε εγρήγορση και λόγω αυτού του παράγοντα, δεδομένου ότι οι κεντρικοί τραπεζίτες έχουν επωμισθεί δυσανάλογα βάρη σε ό,τι αφορά την ανάκαμψη των οικονομιών τους. Απομένει να εξακριβωθεί κατά πόσο μπορούν να διαχειριστούν ακόμη μία κρίση.
Σε έναν επενδυτικό κόσμο όπου το παράδοξο αποτελεί το νέο φυσιολογικό, οι επενδυτές προτιμούν να θυσιάσουν επενδυτικά κέρδη για να διαφυλάξουν τα κεφάλαιά τους. Αυτή τη φορά το έναυσμα για την εισροή κεφαλαίων στις οικονομίες που θεωρούνται ισχυρό καταφύγιο αποτέλεσε η ανακοίνωση στοιχείων στην Κίνα για εξασθένηση της μεταποιητικής δραστηριότητας τον Ιούνιο στο χαμηλό τετραμήνου και η έκθεση της Τράπεζας της Αγγλίας όπου τονίζεται πως οι επιπτώσεις του Brexit θα είναι αισθητές για αρκετό καιρό ακόμη. Σήμερα κανένας τίτλος του ελβετικού Δημοσίου δεν παρουσιάζει θετικές αποδόσεις, όπως αναφέρεται σε δημοσίευμα της αμερικανικής εφημερίδας Wall Street Journal. Παρομοίως, οι αποδόσεις των 10ετών αμερικανικών ομολόγων διολίσθησαν στο ιστορικό χαμηλό του 1,370% και των 30ετών ομολόγων, επίσης, στο 2,14% που δεν έχει καταγραφεί ποτέ ξανά. To ευρώ αποδυναμώθηκε ακόμη περισσότερο έναντι του γιεν, ακολουθώντας την πτώση της στερλίνας διότι το Brexit εκθέτει και τις αδυναμίες των υπολοίπων κρατών-μελών της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Το γιεν ενισχύθηκε 1% έναντι του ενιαίου ευρωπαϊκού νομίσματος καθώς επικρατεί ανησυχία μήπως και άλλα κράτη-μέλη αποπειραθούν να μιμηθούν τη Βρετανία με ανάλογο δημοψήφισμα. Στις 23 Ιουνίου, οι Βρετανοί πολίτες ψήφισαν υπέρ της αποχώρησής τους από την Ε.Ε., προκαλώντας μεγάλο κύμα ρευστοποιήσεων στις επόμενες δύο συνεδριάσεις, άνω των 2 τρισ. δολαρίων.
«Το κλίμα επιδεινώθηκε ξανά. Η ανακοίνωση της επενδυτικής εταιρείας Standard Life ότι έβαλε φρένο στους μικροεπενδυτές που επιδιώκαν να αποσυρθούν από επενδυτικό κεφάλαιο στον κλάδο των ακινήτων έπαιξε καταλυτικό ρόλο στο κλίμα των αγορών σήμερα», σχολίασε χθες ο Κιτ Τζουκς της Societe Generale στη βρετανική εφημερίδα Financial Times. «Αυξάνονται, επίσης, οι ανησυχίες για τις ιταλικές τράπεζες», πρόσθεσε ο ίδιος. Οι προβληματικές τράπεζες της Ιταλίας βρίσκονται στο επίκεντρο μιας πολιτικής διαμάχης μεταξύ Βρυξελλών και Ρώμης λόγω των μη εξυπηρετούμενων δανείων 350 δισ. ευρώ. Μετά τη χρηματοπιστωτική κρίση του 2007-08, οι ιταλικές τράπεζες συνεχίζουν να είναι το πιο αδύναμο σημείο του ευρωπαϊκού τραπεζικού κλάδου, με κίνδυνο να προκληθούν αλυσιδωτές αντιδράσεις σε άλλα κράτη-μέλη.
Το ευρύτερο κλίμα απαισιοδοξίας οδήγησε σε πτώση, επίσης, τις τιμές του πετρελαίου. Δυσχεραίνεται, κατά συνέπεια, η άνοδος που είχε επιτευχθεί προ βρετανικού δημοψηφίσματος και η οποία θεωρούνταν απαραίτητη για τη σταδιακή αποκατάσταση της παραγωγής και άρα της κερδοφορίας του κλάδου. Στη Νέα Υόρκη, η τιμή του αργού πετρελαίου διολίσθησε κατά 2,28% στα 46,71 δολάρια το βαρέλι. Στο Λονδίνο, η τιμή του Μπρεντ παρουσίασε πτώση 2,09% στα 48,01 δολάρια το βαρέλι.
Μια περίοδος παρατεταμένης αβεβαιότητας λόγω του Brexit θα έθετε τις κεντρικές τράπεζες των ισχυρότερων οικονομιών σε νέες προκλήσεις μετά τα τεράστια μέτρα ποσοτικής χαλάρωσης που έχουν εφαρμόσει την τελευταία επταετία.
Οι επενδυτές φαίνεται να βρίσκονται σε εγρήγορση και λόγω αυτού του παράγοντα, δεδομένου ότι οι κεντρικοί τραπεζίτες έχουν επωμισθεί δυσανάλογα βάρη σε ό,τι αφορά την ανάκαμψη των οικονομιών τους. Απομένει να εξακριβωθεί κατά πόσο μπορούν να διαχειριστούν ακόμη μία κρίση.