Η Βρετανία μπορεί να μην είχε διανοηθεί ποτέ, από την αρχή της ευρωπαϊκής ενοποίησης, να ενσωματωθεί στο ενοποιημένο ευρωπαϊκό οικονομικό πεδίο, όμως αυτό δεν την είχε εμποδίσει να κάνει το Σίτι του Λονδίνου χρηματοπιστωτική καρδιά ολόκληρης της ηπείρου. Όταν το Brexit ωστόσο γίνει πραγματικότητα, και εάν το Σίτι χάσει το «ευρωπαϊκό διαβατήριό» του, κάποιος άλλος θα πρέπει να πάρει τη θέση του.
Πού θα βρίσκεται το επόμενο Σίτι; Η απάντηση δεν αφορά μόνο τη νέα γεωγραφία του ευρωπαϊκού οικονομικού τοπίου αλλά και θα αναμορφώσει ριζικά όποια ευρωπαϊκή πόλη διαδεχθεί το Λονδίνο (όπως και είχε γίνει και με την ίδια τη βρετανική πρωτεύουσα).
Προφανείς υποψήφιοι είναι δύο, η Φρανκφούρτη -που είναι ήδη το τραπεζικό και χρηματοπιστωτικό κέντρο της Ευρωζώνης- και το Δουβλίνο, εξαιτίας κυρίως του πόσο φορολογικά ελκυστικό είναι για τις μεγάλες επιχειρήσεις. Αλλά η λίστα δεν εξαντλείται εκεί.
Οι παράγοντες είναι πολλοί και το έναυσμα, αν τελικά όντως το Brexit συνοδευτεί με απώλεια του «ευρωπαϊκού διαβατηρίου» του Σίτι, θα δώσουν οι πρώτοι μεγάλοι χρηματοπιστωτικοί όμιλοι που θα αρχίσουν να αδειάζουν τα γραφεία τους με θέα τον Τάμεση. Στην κορυφή των κριτηρίων είναι φυσικά το ρυθμιστικό πλαίσιο για τις χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες αλλά και -όπως με κάθε τι που… εμπλέκει μετακομίσεις- ο χρυσός κανόνας κάθε μεσίτη: Η τοποθεσία και η διαθεσιμότητα κτιρίων ή χώρων που μπορούν να κατασκευαστούν συγκροτήματα ικανά να στεγάσουν χρηματοπιστωτικούς κολοσσούς.
Την αξία της τοποθεσίας δεν έχει καταφέρει να εξαλείψει η ψηφιακή εποχή ούτε όσον αφορά τη «διασυνδεσιμότητα» μίας πόλης, με την αεροπορική (πρωτίστως, αλλά όχι αποκλειστικά) σύνδεση της πόλης όπως και ένα λειτουργικό τοπίο ενδοαστικής μετακίνησης να πρόκειται επίσης να παίξουν το ρόλο τους.
Το ίδιο ισχύει φυσικά και για το επίπεδο αγγλομάθειας -βγαίνοντας από τα γραφεία τους, οι υπάλληλοι των κολοσσών θα πρέπει επίσης να μπορούν να συνεννοηθούν.
Εξετάζοντας το ερώτημα, οι New York Times προσθέτουν επίσης και άλλα πιο πρακτικά, κάπως δευτερεύοντα εκ πρώτης όψεως αλλά παρ’ όλα αυτά σημαντικά, κριτήρια -επειδή κι οι τραπεζίτες άνθρωποι είναι: Καλά σχολεία για τα παιδιά τους, σχετικά μεγάλη προσφορά πολυτελών κατοικιών, ζωντανό πολιτιστικό πεδίο (ας συνυπολογιστεί σε αυτό και η γαστρονομία και τα εστιατόρια).
Όλα αυτά συνδυάζονται και στο τέλος θα αθροιστούν με ένα τελευταίο, καθόλου μετρήσιμο, δύσκολο ακόμη και να οριστεί σημείο: Τον «αέρα» κοσμοπολιτισμού και ανοικτών οριζόντων που έχει μία πόλη -αυτό που είχε το Λονδίνο και πριν τους ουρανοξύστες του, τότε ακόμη που το φαγητό του ήταν μόνο βρετανικό.
Με αυτά τα κριτήρια, οι NYT μίλησαν με στελέχη χρηματοπιστωτικών οίκων που έχουν εγκατασταθεί στο Λονδίνο και καταλήγουν σε μία λίστα υποψήφιων πόλεων με «κατάταξη καταλληλότητας».
Ως τελευταία αναφέρεται η Βαρκελώνη. Πιάνει ψηλό σκορ στα πρακτικά κριτήρια του επιπέδου ζωής αλλά και συνδεσιμότητας, όμως ξεκινά να χάνει ήδη στην αγγλομάθεια και το ρυθμιστικό της πλαίσιο.
Κάτι ανάλογο συμβαίνει και με το Μιλάνο. Η πρωτεύουσα της Λομβαρδίας είναι ήδη το οικονομικό κέντρο της Ιταλίας και η ελκυστικότητά της σε «αέρα» είναι (ως ιταλική πόλη) δεδομένη. Ακόμη και το ζήτημα των αγγλικών είναι κάπως καλύτερο από ό,τι στη Βαρκελώνη, όμως στα βασικά έχει έχει αρκετά μειονεκτήματα -κυρίως το επιχειρηματικό κλίμα αλλά ακόμη και τη συνδεσιμότητα.
Το επιχειρηματικό κλίμα είναι φιλικότερο στη Βαρσοβία, αλλά η πολωνική πόλη χάνει σε όλα τα υπόλοιπα -και ειδικά όσον αφορά την στέγαση δεν θεωρείται (ακόμη τουλάχιστον) ότι θα μπορούσε να πληροί τα κριτήρια.
Το Λουξεμβούργο, από την πλευρά, του θεωρείται ότι θα ήταν ήδη έτοιμο από κάθε άποψη (ξεκινώντας από το «φιλικό» ρυθμιστικό πλαίσιο και φτάνοντας μέχρι την ποιότητα ζωής) όμως το πρόβλημα είναι το μέγεθός του: Βρίσκεται κοντά στο σημείο κορεσμού, έχοντας ήδη γίνει ευρωπαϊκό κέντρο, και δύσκολα θα μπορούσε να σηκώσει τις δεκάδες χιλιάδες άλλων που θα έρχονταν.
Το Παρίσι και η Ντεφάνς του, αντιθέτως, δεν θα είχε κανένα πρόβλημα ούτε σε αυτό το πεδίο – ο γάλλος πρόεδρος Φρανσουά Ολάντ μάλιστα έδειξε σε συνέντευξή του την Πέμπτη πως θα ήθελε τα δυτικά του Παρισιού να γίνουν το νέο Σίτι. Όμως το πρόβλημα είναι το ρυθμιστικό πλαίσιο τόσο για τις επιχειρήσεις (ο Ολάντ άφησε να εννοηθεί ότι θα επιδιωχθεί να γίνει ελκυστικότερη η Ντεφάνς με αλλαγές στο φορολογικό πλαίσιο) αλλά και αυτό που αρκετά στελέχη που επικαλούνται οι ΝΥΤ ανέφεραν ως «εχθρότητα στον πλούτο» -δείχνοντας στην αποτυχημένη μεν, αλλά ηχηρή απόπειρα για φόρο 75% στα πάρα πολύ μεγάλα εισοδήματα.
Ακολουθεί το Δουβλίνο για όλους τους προφανείς λόγους -κυριότερα, το ευνοϊκό ρυθμιστικό και φορολογικό πλαίσιο και το ότι εύκολα και σχετικά απλά θα μπορούσε να μετατραπεί απλώς σε ένα φθηνότερο Λονδίνο. Στα μείον όμως θεωρούνται το μέγεθός του (πρόβλημα ανάλογο του Λουξεμβούργου) και η διασυνδεσιμότητά του.
Απροσδόκητος υποψήφιος, έστω και με περιορισμένες αξιώσεις, ωστόσο θεωρείται η Βιέννη. Το ρυθμιστικό πλαίσιο της Αυστρίας είναι ανάλογο του ιρλανδικού, η ποιότητα ζωής κορυφαία, η συνδεσιμότητα επίσης, και η πόλη έχει κοσμοπολίτικο παρελθόν -αλλά κυρίως παρελθόν, και εκεί είναι και το πρόβλημα, καθώς παρ’ όλα τα πλεονεκτήματά της η πόλη δεν έγινε ποτέ χρηματοπιστωτικό κέντρο.
Η Φρανκφούρτη, το «χωριό-διεθνής μεγαλούπολη» όπως το λένε οι κάτοικοί του, είναι ήδη έτοιμη από κάθε άποψη και ήδη η τραπεζική και χρηματοπιστωτική καρδιά της Ευρωζώνης. Θεωρείται πολύ ισχυρός υποψήφιος αλλά, και πάλι όπως ενδεικτικά ανέφεραν στους ΝΥΤ τα στελέχη που βολιδοσκόπησαν, εξαρχής ο ρόλος του Σίτι θεωρείτο βρετανικό «αντίβαρο» στη συγκέντρωση τόσων παραγόντων σε γερμανικό έδαφος.
Κι έτσι, οι ΝΥΤ καταλήγουν να θεωρούν πιθανότερο υποψήφιο από όλους τοΆμστερνταμ. Είναι ήδη (εδώ και αιώνες) οικονομικό και εμπορικό κέντρο της ευρύτερης περιοχής, ο ορισμός της «στρατηγικής τοποθεσίας» από άποψη διασυνδεσιμότητας και με ευέλικτο ρυθμιστικό πλαίσιο -αν και το μείον παραμένει το ότι έχει βάλει πλαφόν, μετά την κρίση του ’08, στα τραπεζικά μπόνους.
Πού θα βρίσκεται το επόμενο Σίτι; Η απάντηση δεν αφορά μόνο τη νέα γεωγραφία του ευρωπαϊκού οικονομικού τοπίου αλλά και θα αναμορφώσει ριζικά όποια ευρωπαϊκή πόλη διαδεχθεί το Λονδίνο (όπως και είχε γίνει και με την ίδια τη βρετανική πρωτεύουσα).
Προφανείς υποψήφιοι είναι δύο, η Φρανκφούρτη -που είναι ήδη το τραπεζικό και χρηματοπιστωτικό κέντρο της Ευρωζώνης- και το Δουβλίνο, εξαιτίας κυρίως του πόσο φορολογικά ελκυστικό είναι για τις μεγάλες επιχειρήσεις. Αλλά η λίστα δεν εξαντλείται εκεί.
Οι παράγοντες είναι πολλοί και το έναυσμα, αν τελικά όντως το Brexit συνοδευτεί με απώλεια του «ευρωπαϊκού διαβατηρίου» του Σίτι, θα δώσουν οι πρώτοι μεγάλοι χρηματοπιστωτικοί όμιλοι που θα αρχίσουν να αδειάζουν τα γραφεία τους με θέα τον Τάμεση. Στην κορυφή των κριτηρίων είναι φυσικά το ρυθμιστικό πλαίσιο για τις χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες αλλά και -όπως με κάθε τι που… εμπλέκει μετακομίσεις- ο χρυσός κανόνας κάθε μεσίτη: Η τοποθεσία και η διαθεσιμότητα κτιρίων ή χώρων που μπορούν να κατασκευαστούν συγκροτήματα ικανά να στεγάσουν χρηματοπιστωτικούς κολοσσούς.
Την αξία της τοποθεσίας δεν έχει καταφέρει να εξαλείψει η ψηφιακή εποχή ούτε όσον αφορά τη «διασυνδεσιμότητα» μίας πόλης, με την αεροπορική (πρωτίστως, αλλά όχι αποκλειστικά) σύνδεση της πόλης όπως και ένα λειτουργικό τοπίο ενδοαστικής μετακίνησης να πρόκειται επίσης να παίξουν το ρόλο τους.
Το ίδιο ισχύει φυσικά και για το επίπεδο αγγλομάθειας -βγαίνοντας από τα γραφεία τους, οι υπάλληλοι των κολοσσών θα πρέπει επίσης να μπορούν να συνεννοηθούν.
Εξετάζοντας το ερώτημα, οι New York Times προσθέτουν επίσης και άλλα πιο πρακτικά, κάπως δευτερεύοντα εκ πρώτης όψεως αλλά παρ’ όλα αυτά σημαντικά, κριτήρια -επειδή κι οι τραπεζίτες άνθρωποι είναι: Καλά σχολεία για τα παιδιά τους, σχετικά μεγάλη προσφορά πολυτελών κατοικιών, ζωντανό πολιτιστικό πεδίο (ας συνυπολογιστεί σε αυτό και η γαστρονομία και τα εστιατόρια).
Όλα αυτά συνδυάζονται και στο τέλος θα αθροιστούν με ένα τελευταίο, καθόλου μετρήσιμο, δύσκολο ακόμη και να οριστεί σημείο: Τον «αέρα» κοσμοπολιτισμού και ανοικτών οριζόντων που έχει μία πόλη -αυτό που είχε το Λονδίνο και πριν τους ουρανοξύστες του, τότε ακόμη που το φαγητό του ήταν μόνο βρετανικό.
Με αυτά τα κριτήρια, οι NYT μίλησαν με στελέχη χρηματοπιστωτικών οίκων που έχουν εγκατασταθεί στο Λονδίνο και καταλήγουν σε μία λίστα υποψήφιων πόλεων με «κατάταξη καταλληλότητας».
Ως τελευταία αναφέρεται η Βαρκελώνη. Πιάνει ψηλό σκορ στα πρακτικά κριτήρια του επιπέδου ζωής αλλά και συνδεσιμότητας, όμως ξεκινά να χάνει ήδη στην αγγλομάθεια και το ρυθμιστικό της πλαίσιο.
Κάτι ανάλογο συμβαίνει και με το Μιλάνο. Η πρωτεύουσα της Λομβαρδίας είναι ήδη το οικονομικό κέντρο της Ιταλίας και η ελκυστικότητά της σε «αέρα» είναι (ως ιταλική πόλη) δεδομένη. Ακόμη και το ζήτημα των αγγλικών είναι κάπως καλύτερο από ό,τι στη Βαρκελώνη, όμως στα βασικά έχει έχει αρκετά μειονεκτήματα -κυρίως το επιχειρηματικό κλίμα αλλά ακόμη και τη συνδεσιμότητα.
Το επιχειρηματικό κλίμα είναι φιλικότερο στη Βαρσοβία, αλλά η πολωνική πόλη χάνει σε όλα τα υπόλοιπα -και ειδικά όσον αφορά την στέγαση δεν θεωρείται (ακόμη τουλάχιστον) ότι θα μπορούσε να πληροί τα κριτήρια.
Το Λουξεμβούργο, από την πλευρά, του θεωρείται ότι θα ήταν ήδη έτοιμο από κάθε άποψη (ξεκινώντας από το «φιλικό» ρυθμιστικό πλαίσιο και φτάνοντας μέχρι την ποιότητα ζωής) όμως το πρόβλημα είναι το μέγεθός του: Βρίσκεται κοντά στο σημείο κορεσμού, έχοντας ήδη γίνει ευρωπαϊκό κέντρο, και δύσκολα θα μπορούσε να σηκώσει τις δεκάδες χιλιάδες άλλων που θα έρχονταν.
Το Παρίσι και η Ντεφάνς του, αντιθέτως, δεν θα είχε κανένα πρόβλημα ούτε σε αυτό το πεδίο – ο γάλλος πρόεδρος Φρανσουά Ολάντ μάλιστα έδειξε σε συνέντευξή του την Πέμπτη πως θα ήθελε τα δυτικά του Παρισιού να γίνουν το νέο Σίτι. Όμως το πρόβλημα είναι το ρυθμιστικό πλαίσιο τόσο για τις επιχειρήσεις (ο Ολάντ άφησε να εννοηθεί ότι θα επιδιωχθεί να γίνει ελκυστικότερη η Ντεφάνς με αλλαγές στο φορολογικό πλαίσιο) αλλά και αυτό που αρκετά στελέχη που επικαλούνται οι ΝΥΤ ανέφεραν ως «εχθρότητα στον πλούτο» -δείχνοντας στην αποτυχημένη μεν, αλλά ηχηρή απόπειρα για φόρο 75% στα πάρα πολύ μεγάλα εισοδήματα.
Ακολουθεί το Δουβλίνο για όλους τους προφανείς λόγους -κυριότερα, το ευνοϊκό ρυθμιστικό και φορολογικό πλαίσιο και το ότι εύκολα και σχετικά απλά θα μπορούσε να μετατραπεί απλώς σε ένα φθηνότερο Λονδίνο. Στα μείον όμως θεωρούνται το μέγεθός του (πρόβλημα ανάλογο του Λουξεμβούργου) και η διασυνδεσιμότητά του.
Απροσδόκητος υποψήφιος, έστω και με περιορισμένες αξιώσεις, ωστόσο θεωρείται η Βιέννη. Το ρυθμιστικό πλαίσιο της Αυστρίας είναι ανάλογο του ιρλανδικού, η ποιότητα ζωής κορυφαία, η συνδεσιμότητα επίσης, και η πόλη έχει κοσμοπολίτικο παρελθόν -αλλά κυρίως παρελθόν, και εκεί είναι και το πρόβλημα, καθώς παρ’ όλα τα πλεονεκτήματά της η πόλη δεν έγινε ποτέ χρηματοπιστωτικό κέντρο.
Η Φρανκφούρτη, το «χωριό-διεθνής μεγαλούπολη» όπως το λένε οι κάτοικοί του, είναι ήδη έτοιμη από κάθε άποψη και ήδη η τραπεζική και χρηματοπιστωτική καρδιά της Ευρωζώνης. Θεωρείται πολύ ισχυρός υποψήφιος αλλά, και πάλι όπως ενδεικτικά ανέφεραν στους ΝΥΤ τα στελέχη που βολιδοσκόπησαν, εξαρχής ο ρόλος του Σίτι θεωρείτο βρετανικό «αντίβαρο» στη συγκέντρωση τόσων παραγόντων σε γερμανικό έδαφος.
Κι έτσι, οι ΝΥΤ καταλήγουν να θεωρούν πιθανότερο υποψήφιο από όλους τοΆμστερνταμ. Είναι ήδη (εδώ και αιώνες) οικονομικό και εμπορικό κέντρο της ευρύτερης περιοχής, ο ορισμός της «στρατηγικής τοποθεσίας» από άποψη διασυνδεσιμότητας και με ευέλικτο ρυθμιστικό πλαίσιο -αν και το μείον παραμένει το ότι έχει βάλει πλαφόν, μετά την κρίση του ’08, στα τραπεζικά μπόνους.