Μπορεί η απόφαση των Βρετανών υπέρ του Brexit να επηρεάσει την υπόθεση της επιστροφής των Γλυπτών του Παρθενώνα; Φαίνεται πως μπορεί, και μάλιστα αρνητικά για τη χώρα μας, δεδομένων των δηλώσεων του νέου διευθυντή του Βρετανικού Μουσείου Χάρτβιχ Φίσερ στον Guardian.
Ο 54χρονος γερμανός ιστορικός τέχνης ανέλαβε καθήκοντα, αντικαθιστώντας τον επί χρόνια ισχυρό άνδρα του Μουσείου Νιλ ΜακΓκρέγκορ, μόλις 12 εβδομάδες πριν το ιστορικό δημοψήφισμα. Παρόλο που ακόμα και τώρα ενημερώνεται για το νέο του πόστο, στο θέμα της επιστροφής των Γλυπτών δεν αφήνει περιθώριο αισιοδοξίας.
«Υπάρχουν πάρα πολλοί άνθρωποι που λατρεύουν το γεγονός ότι τα Γλυπτά βρίσκονται εδώ. Και εγώ είμαι ένας από αυτούς» ξεκαθαρίζει, επαναλαμβάνοντας και ο ίδιος πως μόνο το Βρετανικό Μουσείο είναι ο χώρος όπου το κοινό μπορεί να τα θαυμάσει ως τμήμα του παγκόσμιου πολιτισμού.
Η κατηγορηματική δήλωση του Φίσερ δεν προκαλεί έκπληξη σε όσους ασχολούνται με την υπόθεση των Γλυπτών. Το Λονδίνο τηρεί άκαμπτη στάση από την πρώτη στιγμή που διατυπώθηκε -το 1982 από την Μελίνα Μερκούρη- το αίτημα της επιστροφής τους στην Αθήνα.
Επί δεκαετίες, ένα από τα επιχειρήματα που προέβαλε η διοίκηση του Βρετανικού Μουσείου για να υποστηρίξει το «όχι» ήταν ο μεγάλος αριθμός των επισκεπτών που συγκεντρώνει κάθε χρόνο. Το ίδιο επιχείρημα προβάλλει και τώρα.
Σύμφωνα με τη βρετανική εφημερίδα, 6,9 εκατομμύρια επισκέπτες περιηγήθηκαν στους χώρους του την προηγούμενη χρονιά, ενώ 7,7 εκατομμύρια άνθρωποι θαύμασαν αντικείμενα από τις συλλογές του που παρουσιάστηκαν σε περιοδεύουσες εκθέσεις ή ταξίδεψαν με τη μορφή δανεισμού σε άλλα μουσεία, εκτός Λονδίνου.
Τα στοιχεία αυτά κατατάσσουν το Βρετανικό Μουσείο δεύτερο στη λίστα με τα πλέον επισκέψιμα μουσεία του κόσμου. Δεδομένης, αυτό το διάστημα, και της αβεβαιότητας που έχει δημιουργήσει η απόφαση για το Brexit η διοίκηση του Μουσείου φαίνεται πως θα τηρήσει ακόμα πιο σκληρή στάση απέναντι στο πάγιο αίτημα των εκάστοτε ελληνικών κυβερνήσεων.
«Νομίζω πως σε καιρούς αβεβαιότητας ο ρόλος του Βρετανικού Μουσείου καθίσταται όλο και πιο σημαντικός στο να αντιληφθούμε πώς φτάσαμε εδώ και πώς θα προχωρήσουμε στο μέλλον, μέσα σε αυτή τη χώρα και στο πλαίσιο της Ευρώπης και του κόσμου» διαμηνύει ο Φίσερ.
Ο 54χρονος γερμανός ιστορικός τέχνης ανέλαβε καθήκοντα, αντικαθιστώντας τον επί χρόνια ισχυρό άνδρα του Μουσείου Νιλ ΜακΓκρέγκορ, μόλις 12 εβδομάδες πριν το ιστορικό δημοψήφισμα. Παρόλο που ακόμα και τώρα ενημερώνεται για το νέο του πόστο, στο θέμα της επιστροφής των Γλυπτών δεν αφήνει περιθώριο αισιοδοξίας.
«Υπάρχουν πάρα πολλοί άνθρωποι που λατρεύουν το γεγονός ότι τα Γλυπτά βρίσκονται εδώ. Και εγώ είμαι ένας από αυτούς» ξεκαθαρίζει, επαναλαμβάνοντας και ο ίδιος πως μόνο το Βρετανικό Μουσείο είναι ο χώρος όπου το κοινό μπορεί να τα θαυμάσει ως τμήμα του παγκόσμιου πολιτισμού.
Η κατηγορηματική δήλωση του Φίσερ δεν προκαλεί έκπληξη σε όσους ασχολούνται με την υπόθεση των Γλυπτών. Το Λονδίνο τηρεί άκαμπτη στάση από την πρώτη στιγμή που διατυπώθηκε -το 1982 από την Μελίνα Μερκούρη- το αίτημα της επιστροφής τους στην Αθήνα.
Επί δεκαετίες, ένα από τα επιχειρήματα που προέβαλε η διοίκηση του Βρετανικού Μουσείου για να υποστηρίξει το «όχι» ήταν ο μεγάλος αριθμός των επισκεπτών που συγκεντρώνει κάθε χρόνο. Το ίδιο επιχείρημα προβάλλει και τώρα.
Σύμφωνα με τη βρετανική εφημερίδα, 6,9 εκατομμύρια επισκέπτες περιηγήθηκαν στους χώρους του την προηγούμενη χρονιά, ενώ 7,7 εκατομμύρια άνθρωποι θαύμασαν αντικείμενα από τις συλλογές του που παρουσιάστηκαν σε περιοδεύουσες εκθέσεις ή ταξίδεψαν με τη μορφή δανεισμού σε άλλα μουσεία, εκτός Λονδίνου.
Τα στοιχεία αυτά κατατάσσουν το Βρετανικό Μουσείο δεύτερο στη λίστα με τα πλέον επισκέψιμα μουσεία του κόσμου. Δεδομένης, αυτό το διάστημα, και της αβεβαιότητας που έχει δημιουργήσει η απόφαση για το Brexit η διοίκηση του Μουσείου φαίνεται πως θα τηρήσει ακόμα πιο σκληρή στάση απέναντι στο πάγιο αίτημα των εκάστοτε ελληνικών κυβερνήσεων.
«Νομίζω πως σε καιρούς αβεβαιότητας ο ρόλος του Βρετανικού Μουσείου καθίσταται όλο και πιο σημαντικός στο να αντιληφθούμε πώς φτάσαμε εδώ και πώς θα προχωρήσουμε στο μέλλον, μέσα σε αυτή τη χώρα και στο πλαίσιο της Ευρώπης και του κόσμου» διαμηνύει ο Φίσερ.