Η απόφαση της Βρετανίας να αποχωρήσει από την Ε.Ε θα μπορούσε να είναι μια κρίσιμη καμπή όσον αφορά τον “κίνδυνο της φωνής του λαού” σε ολόκληρη την Ευρώπη, σημειώνει η Citigroup σε νέα της έκθεση.
Όπως επισημαίνει, το Brexit θέτει έντονα το ερώτημα εάν και πώς άλλες χώρες
της Ε.Ε θα μπορούσαν να ακολουθήσουν το παράδειγμα της Βρετανίας , και τελικά αν το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος προαναγγέλλει ένα ευρύτερο συστημικό πολιτικό κίνδυνο που απειλεί το project της Ε.Ε. μεσοπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα.
Στο note της αυτό, η Citi αξιολογεί τους πολιτικούς κινδύνους στις χώρες της Ε.Ε μετά ο βρετανικό Leave, με ιδιαίτερη έμφαση στον κίνδυνο νέων διασπαστικών δημοψηφισμάτων σε άλλες χώρες. Κατά άποψη της αμερικάνικης τράπεζας, ο κίνδυνος άλλων δημοψηφισμάτων, παράλληλα με τον κίνδυνο κατακερματισμού της Ε.Ε και την άνοδο των μη mainstream πολιτικών κομμάτων είναι ιδιαίτερα εμφανής στην περιοχή, μέσω και του αυξανόμενου λαϊκισμού και εθνικισμού σε παγκόσμιο επίπεδο.
Η Ουγγαρία (για τις ποσοστώσεις των προσφύγων της Ε.Ε) και την Ιταλία (για τη συνταγματική μεταρρύθμιση) θα διεξάγουν πιθανότατα δημοψηφίσματα στο β’ εξάμηνο του 2016.
Η Ιταλία είναι ίσως ο μεγαλύτερος κίνδυνος για το ευρωπαϊκό πολιτικό τοπίο φέτος εκτός από το Brexit, καθώς το πολιτικό μέλλον του Renzi μπορεί να συνδέεται με το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος.
Η Citi δεν αναμένει άλλα δημοψηφίσματα για το In / Out στην ΕΕ / Ευρωζώνη σε κάποια χώρα της Ε.Ε στο εγγύς μέλλον, παρά την αύξηση του ευρω-σκεπτικισμού σε πολλές χώρες. Ο λόγος είναι ότι οι ψηφοφόροι δεν μπορούν να ενεργοποιήσουν άμεσα δημοψηφίσματα στις περισσότερες χώρες και οι αρχές (συνήθως τα κοινοβούλια) που έχουν την εξουσία φαίνεται απίθανο να αποφασίσουν κάτι τέτοιο, αν και σε ένα περιβάλλον μείωσης της εμπιστοσύνης στην ελίτ, ο πειρασμός ενός δημοψηφίσματος είναι ισχυρός.
Παρ ‘όλα αυτά, οι πολιτικοί κίνδυνοι στην Ευρώπη είναι υψηλοί και αυξάνονται, όπως σημειώνει η Citi, και περιλαμβάνουν:
– Τον κίνδυνο δημοψηφισμάτων για άλλα θέματα που σχετίζονται με την Ε.Ε, τα οποία θα μπορούσαν να εμποδίσουν ή τουλάχιστον να περιπλέξουν τη λήψη αποφάσεων για τα θέματα της Ε.Ε. Δημοψηφίσματα για άλλα (εγχώρια) ζητήματα μπορεί επίσης να οδηγήσουν σε εσωτερική πολιτική αστάθεια.
– Τον κίνδυνο κάποια κόμματα να χρησιμοποιήσουν την υπόσχεση ενός δημοψηφίσματος για την Ε.Ε ως έναν τρόπο για να ενισχύσουν τις εκλογικές προοπτικές τους, π.χ. το FN (Γαλλία) και το PVV (Ολλανδία), εν όψει των εκλογών του 2017.
– Ο ευρω-σκεπτικισμός και η επιθυμία να αποφευχθεί η ενίσχυση των ακραίων κομμάτων μπορεί να ενθαρρύνει τα mainstream κόμματα να αποφύγουν να λάβουν πολιτικές αποφάσεις που θα μπορούσαν να εκληφθούν ως φιλο-ευρωπαϊκές .
Σε ό,τι αφορά την Ελλάδα, η Citi τονίζει ότι με την πολύ πρόσφατη εμπειρία της ισχυρής απόρριψης στο δημοψήφισμα του Ιουλίου του 2015 των όρων του προγράμματος διάσωσης των ΕΕ / ΕΚΤ / ΔΝΤ, οι πιθανότητες μίας παρόμοια λαϊκής ψήφου μέσα στα επόμενα λίγα χρόνια, παραμένουν σε υψηλά επίπεδα.
Τεχνικά και πολιτικά, το να ζητηθεί η διεξαγωγή ενός δημοψηφίσματος για την παραμονή στην Ε.Ε δεν είναι δύσκολο, αν και απαιτεί απόλυτη κοινοβουλευτική πλειοψηφία. Αυτή τη στιγμή, η μεγάλη πλειοψηφία των βουλευτών είναι υπέρ της Ευρώπης, μετά τη σημαντική στροφή του ΣΥΡΙΖΑ μετά τη συμφωνία διάσωσης το καλοκαίρι του 2015. Ωστόσο, το πολιτικό σκηνικό παραμένει πολύ ρευστό και με τις πιθανότητες για βραχυπρόθεσμη οικονομική ανάκαμψη να παραμένουν μηδενικές, ο κίνδυνος αναζωπύρωσης του αντι-ευρωπαϊκού αισθήματος παραμένει σε υψηλά επίπεδα.
Το αποτέλεσμα ενός τέτοιου δημοψηφίσματος, όμως, ακόμη και αν γίνει, είναι εξαιρετικά αβέβαιο, όπως σημειώνει η Citi. Η γνώμη των Ελλήνων σχετικά με την Ε.Ε είναι από τις πιο σε ολόκληρη την ήπειρο (το 81% των Ελλήνων δεν εμπιστεύεται την ΕΕ στο Ευρωβαρόμετρο του Νοεμβρίου του 2015), και το ποσοστό αυτό έχει αυξηθεί σημαντικά από το 2010.
Ωστόσο, η ελληνική κρίση έχει ενισχύσει πραγματικά τη στήριξη για το ευρώ ανάμεσα στους Έλληνες, και σε σχετικά υψηλά επίπεδα σε σύγκριση με άλλες χώρες (65% υπέρ του ευρώ στο Ευρωβαρόμετρο, έναντι 61% ην ευρωζώνη και έναντι μόνο 36% το Σεπτέμβριο του 2007), καταλήγει η Citi.
Ελευθερία Κούρταλη