Συνελήφθησαν υψηλόβαθμα στελέχη στη Νέα Υόρκη για το σκάνδαλο χειραγώγησης της αγοράς συναλλάγματος
Σύμφωνα με το υπουργείο Δικαιοσύνης των ΗΠΑ, ο Mαρκ Τζόνσον, επικεφαλής του τμήματος συναλλάγματος σε μετρητά στο Λονδίνο, κατηγορείται μαζί με έναν ακόμα βρετανό συνάδελφό του, τον Στιούαρτ Σκοτ, ότι αποκόμισε οκτώ εκατ. δολάρια σε παράνομα κέρδη και προμήθειες εξαπατώντας έναν ανυποψίαστο πελάτη της HSBC. Τα δύο στελέχη της τράπεζας φέρονται να πωλούσαν σε ακριβότερη τιμή τη στερλίνα που είχαν προαγοράσει σε πολύ χαμηλότερη.
Η σύλληψη των δύο μεγαλοστελεχών της HSBC θα μπορούσε να επιφέρει μεγάλο πλήγμα στην αξιοπιστία της τράπεζας ενώ ενισχύει τις φωνές παγκοσμίως που ζητούν από τις αμερικανικές αρχές να φέρουν την τράπεζα προ των (ποινικών) ευθυνών της. Το υπουργείο Δικαιοσύνης των ΗΠΑ έχει ήδη επικριθεί για την άρνησή του να διώξει την HSBC το 2012 για το ξέπλυμα δισεκατομμυρίων δολαρίων προερχόμενο από συμμορίες ναρκωτικών του Μεξικού και της Κολομβίας.
Οπως αποκάλυψε έκθεση του αμερικανικού Κογκρέσου, βρετανοί αξιωματούχοι, συμπεριλαμβανομένου του υπουργού Οικονομικών, είχαν ασκήσει τότε πιέσεις στις ΗΠΑ εν όψει της άσκησης ποινικών διώξεων κατά της εδρεύουσας στο Λονδίνο αλλά ισχυρότατης και στη Wall Street τράπεζας HSBC. Οι αξιωματούχοι προειδοποιούσαν την αμερικανική διοίκηση ότι η διαδικασία θα μπορούσε να δημιουργήσει συστημικό κίνδυνο για την παγκόσμια τραπεζική αγορά. Συγκεκριμένα, ο Οσμπορν σημείωνε τις ανησυχίες της Βρετανίας για τις διώξεις των ΗΠΑ κατά των βρετανικών τραπεζών, που «θα μπορούσαν να έχουν πολύ σοβαρές επιπτώσεις για τη χρηματοοικονομική και οικονομική σταθερότητα, κυρίως στην Ευρώπη και στην Ασία». Ετσι, ποινικές διώξεις, που πιθανότατα θα εξοστράκιζαν την HSBC από τη Wall Street, δεν ασκήθηκαν.
Η HSBC είχε κατηγορηθεί ότι βοήθησε καρτέλ των ναρκωτικών να ξεπλύνουν χρήμα. Ακόμη περισσότερο, κατηγορήθηκε ότι είχε βοηθήσει μεξικανούς και κολομβιανούς ναρκοβαρόνους να χρησιμοποιήσουν και άλλες αμερικανικές τράπεζες για να ξεπλύνουν 881 εκατ. δολάρια – αναφέρονται συγκεκριμένα τα καρτέλ Σιναλόα του Μεξικού και Νόρτε ντελ Βάλε της Κολομβίας. Η βρετανική τράπεζα είχε κατηγορηθεί επίσης ότι παραβίασε επανειλημμένα τις αμερικανικές εμπορικές κυρώσεις και συναλλάχθηκε με πελάτες της στο Ιράν, στη Λιβύη, στο Σουδάν, στη Μιανμάρ και στην Κούβα. Για να «ρυθμίσει» τις κατηγορίες αυτές η διοίκηση της βρετανικής τράπεζας είχε συμφωνήσει και κατέβαλε το 2012 στις αμερικανικές αρχές πρόστιμο 1,92 δισ. δολαρίων. Ποινικές διώξεις δεν είχαν ασκηθεί όμως για την υπόθεση.
Η επιτροπή του αμερικανικού Κογκρέσου θεωρεί απαράδεκτη τη βρετανική παρέμβαση και μάλιστα κατηγορεί τον τότε γενικό εισαγγελέα των ΗΠΑ Ερικ Χόλντερ ότι «υιοθέτησε τις προειδοποιήσεις για παγκόσμια χρηματοοικονομική καταστροφή παραβλέποντας μεγάλες ποινικές ευθύνες της τράπεζας». Καταθέτοντας το 2013 ενώπιον του Κογκρέσου ο Χόλντερ είχε υποστηρίξει δίχως περιστροφές ότι το μέγεθος ορισμένων χρηματοοικονομικών θεσμών καθιστούν δύσκολη την εναντίον τους απαγγελία ποινικών ευθυνών. Οι αμερικανοί βουλευτές θεωρούν παραπλανητικά τα σχόλια του Χόλντερ με αποτέλεσμα «οι αμερικανικές αρχές, συμπεριλαμβανομένου του υπουργείου Δικαιοσύνης, να συμπεριφερθούν με υπερβολική επιείκεια στην τράπεζα». Ο διακανονισμός επέτρεψε εν τέλει στην HSBC να αρνηθεί τη διάπραξη κάθε παρανομίας εκ μέρους της, μεταδίδει το BBC.
Μια του κλέφτη, δυο του κλέφτη… δεν χρειάστηκε τρίτη για την HSBC, υψηλόβαθμο στέλεχος της οποίας συνελήφθη στη Νέα Υόρκη για την εμπλοκή του σε σκάνδαλο χειραγώγησης της αγοράς συναλλάγματος.
Σύμφωνα με το υπουργείο Δικαιοσύνης των ΗΠΑ, ο Mαρκ Τζόνσον, επικεφαλής του τμήματος συναλλάγματος σε μετρητά στο Λονδίνο, κατηγορείται μαζί με έναν ακόμα βρετανό συνάδελφό του, τον Στιούαρτ Σκοτ, ότι αποκόμισε οκτώ εκατ. δολάρια σε παράνομα κέρδη και προμήθειες εξαπατώντας έναν ανυποψίαστο πελάτη της HSBC. Τα δύο στελέχη της τράπεζας φέρονται να πωλούσαν σε ακριβότερη τιμή τη στερλίνα που είχαν προαγοράσει σε πολύ χαμηλότερη.
Η σύλληψη των δύο μεγαλοστελεχών της HSBC θα μπορούσε να επιφέρει μεγάλο πλήγμα στην αξιοπιστία της τράπεζας ενώ ενισχύει τις φωνές παγκοσμίως που ζητούν από τις αμερικανικές αρχές να φέρουν την τράπεζα προ των (ποινικών) ευθυνών της. Το υπουργείο Δικαιοσύνης των ΗΠΑ έχει ήδη επικριθεί για την άρνησή του να διώξει την HSBC το 2012 για το ξέπλυμα δισεκατομμυρίων δολαρίων προερχόμενο από συμμορίες ναρκωτικών του Μεξικού και της Κολομβίας.
Οπως αποκάλυψε έκθεση του αμερικανικού Κογκρέσου, βρετανοί αξιωματούχοι, συμπεριλαμβανομένου του υπουργού Οικονομικών, είχαν ασκήσει τότε πιέσεις στις ΗΠΑ εν όψει της άσκησης ποινικών διώξεων κατά της εδρεύουσας στο Λονδίνο αλλά ισχυρότατης και στη Wall Street τράπεζας HSBC. Οι αξιωματούχοι προειδοποιούσαν την αμερικανική διοίκηση ότι η διαδικασία θα μπορούσε να δημιουργήσει συστημικό κίνδυνο για την παγκόσμια τραπεζική αγορά. Συγκεκριμένα, ο Οσμπορν σημείωνε τις ανησυχίες της Βρετανίας για τις διώξεις των ΗΠΑ κατά των βρετανικών τραπεζών, που «θα μπορούσαν να έχουν πολύ σοβαρές επιπτώσεις για τη χρηματοοικονομική και οικονομική σταθερότητα, κυρίως στην Ευρώπη και στην Ασία». Ετσι, ποινικές διώξεις, που πιθανότατα θα εξοστράκιζαν την HSBC από τη Wall Street, δεν ασκήθηκαν.
Η HSBC είχε κατηγορηθεί ότι βοήθησε καρτέλ των ναρκωτικών να ξεπλύνουν χρήμα. Ακόμη περισσότερο, κατηγορήθηκε ότι είχε βοηθήσει μεξικανούς και κολομβιανούς ναρκοβαρόνους να χρησιμοποιήσουν και άλλες αμερικανικές τράπεζες για να ξεπλύνουν 881 εκατ. δολάρια – αναφέρονται συγκεκριμένα τα καρτέλ Σιναλόα του Μεξικού και Νόρτε ντελ Βάλε της Κολομβίας. Η βρετανική τράπεζα είχε κατηγορηθεί επίσης ότι παραβίασε επανειλημμένα τις αμερικανικές εμπορικές κυρώσεις και συναλλάχθηκε με πελάτες της στο Ιράν, στη Λιβύη, στο Σουδάν, στη Μιανμάρ και στην Κούβα. Για να «ρυθμίσει» τις κατηγορίες αυτές η διοίκηση της βρετανικής τράπεζας είχε συμφωνήσει και κατέβαλε το 2012 στις αμερικανικές αρχές πρόστιμο 1,92 δισ. δολαρίων. Ποινικές διώξεις δεν είχαν ασκηθεί όμως για την υπόθεση.
Η επιτροπή του αμερικανικού Κογκρέσου θεωρεί απαράδεκτη τη βρετανική παρέμβαση και μάλιστα κατηγορεί τον τότε γενικό εισαγγελέα των ΗΠΑ Ερικ Χόλντερ ότι «υιοθέτησε τις προειδοποιήσεις για παγκόσμια χρηματοοικονομική καταστροφή παραβλέποντας μεγάλες ποινικές ευθύνες της τράπεζας». Καταθέτοντας το 2013 ενώπιον του Κογκρέσου ο Χόλντερ είχε υποστηρίξει δίχως περιστροφές ότι το μέγεθος ορισμένων χρηματοοικονομικών θεσμών καθιστούν δύσκολη την εναντίον τους απαγγελία ποινικών ευθυνών. Οι αμερικανοί βουλευτές θεωρούν παραπλανητικά τα σχόλια του Χόλντερ με αποτέλεσμα «οι αμερικανικές αρχές, συμπεριλαμβανομένου του υπουργείου Δικαιοσύνης, να συμπεριφερθούν με υπερβολική επιείκεια στην τράπεζα». Ο διακανονισμός επέτρεψε εν τέλει στην HSBC να αρνηθεί τη διάπραξη κάθε παρανομίας εκ μέρους της, μεταδίδει το BBC.