Η αύξηση στην κατανάλωση είναι καλή είδηση, δεδομένου ότι τα ψάρια είναι άριστη πηγή πρωτεϊνών. Επιπλέον, τα ψάρια ιχθυοκαλλιέργειας απαιτούν πολύ λιγότερη τροφή για την παραγωγή ενός κιλού κρέατος σε σχέση άλλα εκτρεφόμενα ζώα όπως οι χοίροι και τα βοοειδή.
Σύμφωνα με την τελευταία έκθεση του FAO, σχεδόν η μισή ποσότητα ψαριών που καταναλώνεται σε παγκόσμιο επίπεδο προέρχεται πλέον από ιχθυοκαλλιέργειες: η παγκόσμια παραγωγή αυξήθηκε το 2014 στους 73,8 εκατομμύρια τόνους, με το ήμισυ της ποσότητας αυτής να αντιστοιχεί σε είδη που δεν χρειάζονται παροχή επιπλέον τροφής, όπως για παράδειγμα τα όστρακα και τα γατόψαρα του γλυκού νερού.
Η συνολική παραγωγή άγριων ψαριών έφτασε το 2014 τους 93,4 εκατομμύρια τόνους, συμπεριλαμβανομένης της αλιείας σε γλυκά νερά.
Θεαματική αύξηση παρουσιάζει η αξία των εξαγωγών, οι οποίες έφτασαν το 2014 τα 148 δισεκατομμύρια δολάρια, συγκριτικά με 8 δισ. δολάρια το 1976.
Περίπου 57 εκατομμύρια άνθρωποι απασχολούνται σήμερα στην πρωτογενή παραγωγή ψαριών, από τους οποίους το ένα τρίτο στις ιχθυοκαλλιέργειες.
Το θετικό είναι ότι πρόβλημα της απόρριψης «άχρηστων» ψαριών έχει περιοριστεί, ενώ το ποσοστό των αλιευμάτων που διατίθενται για ανθρώπινη κατανάλωση έχει αυξηθεί στο 87% το 2014, από περίπου 67% τη δεκαετία του 1960, με παράλληλη μείωση των αλιευμάτων που μετατρέπονται σε ζωοτροφές ή μη διατροφικά προϊόντα.
Ωστόσο παρά τη βελτίωση σε επιμέρους τομείς, σχεδόν το ένα τρίτο των ιχθυαποθεμάτων σε παγκόσμιο επίπεδο (3,14%) αλιευόταν το 2013 σε «μη βιώσιμα επίπεδα» (για να θεωρηθεί ότι ένας πληθυσμός υπεραλιεύεται σε μη βιώσιμα επίπεδα, η αφθονία του είδους πρέπει να είναι μικρότερη από το επίπεδο που θα προσέφερε την «μέγιστη βιώσιμη παραγωγή»).
Η έκθεση περιγράφει ως «ανησυχητική» την κατάσταση στη Μαύρη Θάλασσα και τη Μεσόγειο, καθώς το ποσοστό των ιχθυαποθεμάτων που υπεραλιεύονται φτάνει το 59%. To πρόβλημα είναι ιδιαίτερα έντονο για μεγαλόσωμα είδη όπως ο μπακαλιάρος.
«Ανησυχία» προκαλεί επίσης η άφιξη ξενόφερτων ειδών στην Ανατολική Μεσόγειο λόγω της Διώρυγας του Σουέζ.