Τη μακροπρόθεσμη αξιολόγηση “Β-” της πιστοληπτικής ικανότητας της Ελλάδας, σε ξένο και τοπικό νόμισμα, διατήρησε η S&P Global Ratings, με outlook “σταθερό”. Παράλληλα ο διεθνής οίκος επιβεβαίωσε τη βραχυπρόθεσμη αξιολόγηση “Β” για το
Η επιβεβαίωση αντικατοπτρίζει την άποψη της S&P ότι η ελληνική κυβέρνηση εκπληρώνει -αν και με καθυστερήσεις- τους όρους του προγράμματος στήριξης των 86 δισ. ευρώ. “Κατανοούμε ότι ένας από τους στόχους του τρίτου προγράμματος προσαρμογής της Ελλάδας είναι να διευκολύνει την κυβέρνηση να αναχρηματοδοτείται πλήρως από τις αγορές εμπορικού χρέους εώς τον Αύγουστο του 2018, οπότε και ολοκληρώνεται το πρόγραμμα”, σημειώνεται στην έκθεση.
Η S&P εκτιμά πως στα τέλη του τρέχοντος έτους, το καθαρό χρέος της γενικής κυβέρνησης θα κορυφωθεί στο 179% του ΑΕΠ -το υψηλότερο από το σύνολο των χωρών που αξιολογεί. Η ονομαστική ανάπτυξη που θα επιστρέφει σταδιακά, η δημοσιονομική προσαρμογή και τα αθροιστικά έσοδα των αποκρατικοποιήσεων, ύψους περίπου 2% του ΑΕΠ, στο διάστημα των 4 επόμενων ετών θα μειώσουν πιθανότατα το καθαρό χρέος της γενικής κυβέρνησης στο 173% του ΑΕΠ έως το 2018, το έτος λήξης του τριετούς προγράμματος στήριξης της Ελλάδας, εκτιμά ο οίκος. Το μέγεθος θα είναι και πάλι το υψηλότερο προβλεπόμενο μεταξύ των χωρών που αξιολογούνται. Ακόμη και υπό το αισιόδοξο σενάριο για μέση ανάπτυξη ονομαστικού ΑΕΠ της τάξης του 4,5% και ετήσιο πρωτογενές πλεόνασμα 1,5% και κόστος δανεισμού κάτω του 2%, θα χρειαστεί να περάσουν άλλα 17 χρόνια προτού το χρέος της κυβέρνησης πέσει κάτω από το 100% του ΑΕΠ.
Όπως σημειώνει χαρακτηριστικά η S&P, σε αντίθεση με τις περισσότερες χώρες τις οποίες αξιολογεί, η Ελλάδα κατέχει τη “μερίδα του λέοντος” όσον αφορά στο δημόσιο χρέος (περίπου 83%), με τα τέσσερα πέμπτα αυτού να τα έχουν δανείσει οι κυβερνήσεις της ευρωζώνης και οι θεσμοί με εξαιρετικά ευνοϊκά επιτόκια και περιόδους ωρίμανσης, όπως αυτά του ESM με περίοδο ωρίμανσης τα 17 έτη. Ο οίκος αξιολόγησης τονίζει ότι το κόστος των δανείων αυτών είναι χαμηλό και τώρα κυμαίνεται μεταξύ του 1%-1,5%. Υπό αυτούς τους όρους, εξηγεί, το βάρος της Ελλάδας από το χρέος της είναι “ανεκτό” και μπορεί να παραμείνει έτσι υπό δύο προϋποθέσεις:
-η χώρα πρέπει να αναχρηματοδοτηθεί με παρόμοιους ευνοϊκούς όρους από τις αγορές στο τέλος του τρέχοντος προγράμματος και
-η ελληνική οικονομία να αναπτυχθεί σταθερά και γρήγορα σε πραγματικούς όρους.
“Ο κίνδυνος για τη βιωσιμότητα του δημόσιου χρέους της Ελλάδας είναι να μην τηρηθεί κάποια από τις δύο αυτές προϋποθέσεις”, προειδοποιεί ο οίκος.
Η S&P υπενθυμίζει ότι το Eurogroup έθεσε -για μετά τη λήξη του προγράμματος- ανώτατο όριο για τις μικτές χρηματοδοτικές ανάγκες της Ελλάδας στο 15% του ΑΕΠ. “Οι πιστωτές του επίσημου τομέα δεσμεύονται, όπως το αντιλαμβανόμαστε, να πετύχουν αυτό το στόχο μέσω περαιτέρω παράτασης της ωρίμανσης, αναδόμησης του χρέους και αποκατάστασης της μεταφοράς των κερδών του Ευρωσυστήματος από τα ελληνικά ομόλογα που διακρατούν”, σημειώνει η S&P.
Το βασικό σενάριο του οίκου προβλέπει ότι η Ελλάδα μπορεί και θα καταφέρει να αποπληρώσει το περιορισμένο μερίδιό της στο εμπορικό χρέος (περίπου 1/6 του συνόλου ή 30% του ΑΕΠ) όταν αυτό ωριμάσει. Εκτός από τα έντοκα γραμμάτια δημοσίου, η επόμενη λήξη ελληνικού εμπορικού χρέους θα έρθει στις 17 Ιουλίου του 2017 και αφορά 2,09 δισ. ευρώ.