μετακινήθηκαν εκτός Ρωσίας. Το κανάλι που χρησιμοποιήθηκε ήταν ο γερμανικός χρηματοπιστωτικός όμιλος της Deutsche Bank, σύμφωνα με δημοσίευμα του The New Yorker. Σχεδόν κάθε εργάσιμη ημέρα την προαναφερθείσα περίοδο ο χρηματιστής Ιγκόρ Βολκόφ καλούσε το τμήμα μετοχών της τράπεζας στη Μόσχα, μιλούσε με συνάδελφό του, συνήθως την Ντίνα Μασκούτοβα, και της ζητούσε να κάνει δύο συναλλαγές ταυτόχρονα. Στη μία χρησιμοποιούσε ρούβλια για να αγοράσει μετοχές ρωσικής εταιρείας υψηλής κεφαλαιοποίησης, όπως η Lukoil, για λογαριασμό επίσης ρωσικής εταιρείας, που εκείνος εκπροσωπούσε. Συνήθως η εντολή ήταν για μετοχές αξίας 10 εκατ. δολαρίων. Στη δεύτερη πράξη ο Βολκόφ, εκπροσωπώντας διαφορετική επιχείρηση εγγεγραμμένη σε μητρώο υπεράκτιας περιφέρειας (τύπου Βρετανικών Παρθένων Νήσων), θα πωλούσε τις ίδιες μετοχές και στην ίδια ποσότητα στο Λονδίνο αντί δολαρίων, στερλινών ή ευρώ.
Η ρωσική εταιρεία και η υπεράκτια ανήκαν στον ίδιο ιδιοκτήτη και η DB τον βοηθούσε να αγοράζει και να πουλάει στον εαυτό του. Ενδεχομένως, με μια πρώτη ματιά, αυτού του είδους οι χρηματιστηριακές συναλλαγές να φαίνονται τετριμμένες και ανούσιες, ωστόσο σε όρους χρηματοπιστωτικούς οι πελάτες με την ολοκλήρωσή τους βρίσκονται περίπου εκεί από όπου ξεκίνησαν. Από την πλευρά της η Deutsche Bank κέρδιζε μία μικρή προμήθεια για τη διεκπεραίωση των ανωτέρω συναλλαγών. Εάν, όμως, κανείς ασχοληθεί λεπτομερέστερα με καθεμιά από αυτές, θα διαπιστώσει πως έχει μπροστά στα μάτια του έναν ιδιότυπο «ιμπρεσιονιστικό πίνακα» (αν χρησιμοποιούσαμε μια ταιριαστή παρομοίωση). Αυτό σημαίνει ότι η προσοχή σου στρέφεται στις πινελιές και όχι στα αποτυπωμένα λουλούδια. Με απλά λόγια, οι συναλλαγές του κ. Βολκόφ στόχο δεν είχαν το κέρδος. Εξυπηρετούσαν τον στόχο του ενός και μόνου ιδιοκτήτη, να μετατρέψει τα ρούβλια που παρέμεναν στη Ρωσία σε δολάρια και να τα μεταφέρει εκτός συνόρων. Οι χειρισμοί αυτοί έχουν όνομα στη ρωσική γλώσσα, λέγονται konvert, που σημαίνει «φάκελος». Στα αγγλόφωνα ΜΜΕ η όλη κίνηση αποδόθηκε ως «συναλλαγή-καθρέφτης».
Νομιμότητα
Οπως επισημαίνει στο άρθρο του ο Τhe New Yorker, τέτοιες συναλλαγές δεν θεωρούνται εγγενώς παράνομες. Καθήκον των τμημάτων που επιφορτίζονται με τις χρηματιστηριακές πράξεις σε μια τράπεζα, είναι να βοηθήσουν τους πελάτες τους στην αγορά και πώληση μετοχών, ενώ υπάρχουν πάντα νομότυποι λόγοι παράλληλων κινήσεων. Λόγου χάριν, κάποιος θα ήθελε να επωφεληθεί από τη διαφορά στην τιμή μιας μετοχής, που τελεί υπό διαπραγμάτευση εντός και εκτός συνόρων. Κι αυτή η νομιμοφάνεια έγινε ορατή και στο ότι στελέχη της Deutsche Bank στη Μόσχα το διάστημα 2011-2015 αρνήθηκαν ότι οι «συναλλαγές-καθρέφτης» ήταν παράτυπες. Πάντως, θα πρέπει να αναφερθεί ότι, εάν διεκπεραιώνονται τέτοιες χρηματιστηριακές πράξεις κατά συρροή, τότε υποδηλώνουν μια πιθανή συνωμοσία με στόχο τη μεταφορά και απόκρυψη κεφαλαίων των οποίων η προέλευση είναι αμφιλεγόμενη.
Επί του παρόντος έχουν επιληφθεί της υπόθεσης οι αρμόδιες αρχές στις ΗΠΑ και συγκεκριμένα το υπουργείο Δικαιοσύνης, το πολιτειακό υπουργείο της Νέας Υόρκης και αρμόδιο για τις χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες και οι αρμόδιες αρχές κεφαλαιαγοράς σε Βρετανία και Γερμανία. Θα πρέπει να αναφερθεί, πάντως, ότι σε έκθεσή της για εσωτερική χρήση η Deustche Bank παραδέχθηκε ότι μέχρι τον Απρίλιο του 2015, οπότε και απολύθηκαν τρία στελέχη του χρηματιστηριακού τμήματος στα κεντρικά της στη Μόσχα λόγω του ρόλου τους στις «συναλλαγές-καθρέφτη», περίπου 10 δισ. δολάρια είχαν μετακινηθεί μέσω των εν λόγω πράξεων εκτός Ρωσίας. Το ερώτημα το οποίο ανακύπτει και δεν έχει ακόμα απάντηση, είναι το ποιος ήταν ο κάτοχος των κεφαλαίων και ποιος ο λόγος της μεταφοράς τους. Τέλος, αξίζει να αναφερθεί πως η Deutsche Bank ιδρύθηκε το 1870, απέκτησε παρουσία στη Μόσχα το 1881 για τη χρηματοδότηση των ρωσικών τρένων και ουδέποτε διέκοψε τις δραστηριότητές της εκεί.
Έντυπη